Ο φον Κανάρις, πολύ καλός γνώστης της ισπανικής, ταξιδεύει συχνά στην Ισπανία μεταξύ 1939 - 1940, κυρίως για τα εκεί δρώμενα. Όταν όμως ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου του 1940, η είδηση του οποίου έπεσε ως κεραυνός στο Γερμανικό Επιτελείο, που βέβαια γνώριζε πολλά στοιχεία του επικείμενου πολέμου, τους φόβους εκ των οποίων διοχέτευε προηγουμένως στους Έλληνες διπλωμάτες, αλλά που δεν περίμενε ποτέ την αιφνίδια και άνευ συνεννόησης με τον Χίτλερ επίθεση του Μουσολίνι, τόσο ο ίδιος ο Χίτλερ όσο και οι Ρίμπεντροπ και Κανάρις ρίχτηκαν στον αγώνα να σταματήσουν τον πόλεμο εκείνο, και ειδικότερα μετά τα μέσα του Νοεμβρίου. Γνωστή έμεινε στην Ιστορία η συνάντηση Χίτλερ - Μουσολίνι στη Φλωρεντία. Τότε ο Κανάρις σπεύδει στη Μαδρίτη προκειμένου να συναντήσει τον πρέσβη της Ουγγαρίας στρατηγό Ρούντολφ Αντόρκα με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, από προηγούμενες συνεργασίες, και ο οποίος ήταν φίλος του εκεί Έλληνα πρέσβη Περικλή Αργυρόπουλου. Έτσι στις 17 Δεκεμβρίου ο Αντόρκα πληροφορεί τον Αργυρόπουλο για μια γερμανική πρόταση ανακωχής. Οι όροι που είχε θέσει ο Κανάρις στη πρόταση εκείνη ήταν μεταξύ άλλων ότι η Γερμανία θα βοηθούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός, με παρεμβολή στρατιωτικής δύναμης μεταξύ των δύο αντιμαχομένων παρατάξεων, τη διατήρηση των εδαφών κατάληψης από τον ελληνικό στρατό, την εγγύηση του στάτους κβο και το απαραβίαστο των νέων συνόρων έναντι του μοναδικού όρου, της επαναφοράς της Ελλάδας στην "αυστηρή ουδετερότητα" και την εγκατάλειψη του ελληνικού εδάφους από τους Άγγλους.
Με βάση το βιβλίο «Η Ελλάδα και ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος», του Θανάση Σφήκα, Νοεμβ. 2000 , ISBN-960-8032-55-5, σελ. 356, ο πρέσβης της Ελλάδας Περικλής Αργυρόπουλος, έσπευσε αμέσως και τηλεγράφησε τη γερμανική πρόταση ανακωχής με ταυτόχρονη συμπληρωματική έκθεση (θετική εισήγηση) στην Αθήνα, στον Ιωάννη Μεταξά, την οποία, όμως, ο Μεταξάς απέρριψε, θεωρώντας ότι η συνεργασία του με την Γερμανία θα υποβοηθούσε τον διαμελισμό της Ελλάδας μετά από την, κατ' εκείνον, υπερίσχυση των Συμμάχων.
Τρεις ημέρες αμέσως μετά το τηλεγράφημα του Αργυρόπουλου, ο Ιωάννης Μεταξάς, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του, στις 20 Δεκεμβρίου, δέχθηκε την επίσκεψη του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα φον Έρμπαχ, όπου το πλέον βέβαιο της συνομιλίας εκείνης πρέπει να ήταν η επανεξέταση της γερμανικής πρότασης, του Κανάρις, περί ανακωχής, έτσι προσδιορίστηκε νέα συνάντηση για τις 28 Δεκεμβρίου. Βέβαια και ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και ο Μεταξάς καθώς και όλο το Γενικό Επιτελείο, τότε, αντιλαμβάνονταν πως η εξέλιξη του πολέμου θ΄ ανάγκαζε την εμπλοκή της Γερμανίας προς βοήθεια της συμμάχου της Ιταλίας. Τη νέα λοιπόν συνάντηση φαίνεται πως δεν ήθελε να χάσει ο Κανάρις, (που μάλλον ο ίδιος την είχε επιζητήσει).
Στις 25 Δεκεμβρίου φθάνει στο αεροδρόμιο του Χασανίου, (μετέπειτα Ελληνικού), ένας "μυστηριώδης Ισπανός" με το όνομα Γκρατσία Πονιέρο τον οποίον και παρέλαβε, ένας δραστήριος ναυλομεσίτης του Πειραιά και προσωπικός του φίλος, ο Ανδρέας Καρπαθάκης, ο οποίος και τον φιλοξένησε στη βίλα του που διατηρούσε στη Φρεαττύδα, που ήδη φρουρούσαν ένοπλοι γερμανοί πράκτορες. Εκεί ο Γκρατσία Πονιέρο συναντήθηκε με τον στρατιωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα συνταγματάρχη Κρίστιαν φον Κλεμ, καθώς και με τον Έλληνα στρατηγό Τέτση, εκπρόσωπο του Μεταξά και αρχηγό του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως. Εκείνη η συνάντηση παρέμεινε "ινκόγκνιτο", και τίποτα δεν δημοσιοποιήθηκε περί αυτής. Αυτή έγινε γνωστή μετά τον πόλεμο, από τα πρακτικά της συμμαχικής επιτροπής που ανέκρινε τον συνταγματάρχη φον Κλεμ, έτσι ο πόλεμος συνεχίστηκε.
Γεγονός πάντως είναι πως ο Ιωάννης Μεταξάς κάλεσε στη συνέχεια "υπουργικό συμβούλιο" και ανακοίνωσε σ΄ αυτό τη γερμανική πρόταση καθώς και τη μυστική συνάντηση που είχε παράλληλα με τον αμερικανό συνταγματάρχη Ουίλιαμ Ντόνοβαν καθώς και την άποψη του Βασιλέως. Φαίνεται όμως πως οι υπουργοί δεν μπόρεσαν ν΄ αποφασίσουν, όπου εντυπωσιασμένοι από τη συνεχιζόμενη προέλαση του ελληνικού στρατού, σε συνδυασμό με τις αγγλικές επιτυχίες στη Κυρηναϊκή ερμήνευσαν την προσπάθεια του Κανάρις ως σύμπτωμα αδυναμίας των Ιταλών ή ακόμη και γερμανική προσπάθεια υπονόμευσης του ηθικού των Ελλήνων.