Έκπληξη αποτελεί, όσο τουλάχιστον έχει να κάνει με την επιστημονική και όχι θρησκευτική ιδιότητα των μελών του, η τελευταία ανακοίνωση (123 / 26.7.2010) του
Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων με την οποία τάσσεται περιέργως ενάντια στην αντικατάσταση με αντίγραφα των
κακοποιημένων αρχαίων μελών του Ναού του Θεού «Αμυκλαίου» Απόλλωνος που έχουν ενσωματωθεί σε βυζαντινές εκκλησίες της περιοχής.
Και λέμε έκπληξη, γιατί η τοποθέτηση αυτή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στην πραγματικότητα αποτελεί απροκάλυπτη
προσπάθεια ακύρωσης του αξιέπαινου έργου στοιχειώδους ανάδειξης του εν λόγω Ιερού των Λακεδαιμονίων, σημαντικότατου ήδη από την προϊστορική εποχή, σε σημείο που τουλάχιστον ο επισκέπτης να βλέπει αρχαιότητες και όχι ένα ακόμη από τα αμέτρητα εκκλησίδια (επί του προκειμένου της Αγίας Κυριακής) που
«τυραννεύουν» τους τόπους της Εθνικής μας Λατρείας. Σημειωτέον ότι το συγκεκριμένο εκκλησίδιο χτίστηκε την περίοδο 1907 - 1920 από τα σπαράγματα που είχε φέρει στο φως μια παλαιότερη ανασκαφή!
Τουλάχιστον άστοχη μάλιστα είναι η επίκληση από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων του νόμου 3028/2002 («Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς»),
υπονοώντας ότι τα βεβηλωμένα σπαράγματα του Ναού της Εθνικής μας Θρησκείας είναι δήθεν... «αναπόσπαστα μέλη» των βυζαντινών κτισμάτων, οι κτίστες των οποίων ωστόσο συνειδητά τα χρησιμοποίησαν ως «
αποδαιμονισθέντα» (κατά την ορολογία της πρωτο- βυζαντινής αντιπαγανιστικής νομοθεσίας)
λάφυρα θρησκευτικού πολέμου.
Παραδόξως (εντός ή εκτός εισαγωγικών), σε αυτές τις ιδιόρρυθμες ακροβασίες της επιχειρηματολογίας του ο Σύλλογος ταυτίζεται απολύτως με την ανατριχιαστικά χυδαία επιχειρηματολογία του προηγούμενου Αρχιεπίσκοπου, ότι
δήθεν οι χριστιανοί... «εξαγίασαν» τα σπαράγματα των λατρευτικών χώρων της Εθνικής Θρησκείας με το να τα χρησιμοποιήσουν ως δομικά υλικά (1). Και όχι μόνο ταυτίζεται, αλλά κρίνει μάλλον ότι η ρητορική του πρέπει να «ενισχυθεί» με μία πρόσθετη πρέζα από μελό, αφού τα βεβηλωμένα σπαράγματα μετατρέπονται, επειδή έτσι βολεύει, σε «αναπόσπαστα στοιχεία» της αρχιτεκτονικής μορφής των βυζαντινών κτισμάτων μόνο και μόνο επειδή δήθεν, κατά τον συντάκτη της ανακοίνωσης, «ο ανώνυμος τεχνίτης (ιδιαίτερα στην περίπτωση του Προφήτη Ηλία) προσπάθησε συνειδητά να δημιουργήσει μια νέα γραφική σύνθεση μέσα από την ποικιλία των υλικών, των αρμολογημάτων, των αρχιτεκτονικών μελών σε δεύτερη χρήση καθώς και της φυσικής πολυχρωμίας» (sic). Τόσο σίγουρος δείχνει ο συντάκτης για τον «ανώνυμο τεχνίτη» του Μεσαίωνα αλλά και για τις «συνειδητές» εικαστικές του προθέσεις, που αναρωτιέται κανείς μήπως έχουν ήδη επιτευχθεί τα πρώτα ταξίδια στον Χρόνο και συνεπώς της ανακοίνωσης του Συλλόγου έχει προηγηθεί κάποια... προσωπική γνωριμία και συνέντευξη.
Ευχόμαστε το παράξενο αυτό αίτημα του Συλλόγου να μην τύχει «ευηκόου» (ήτοι δουλικού προς την δικτατορεύουσα Εκκλησία) ωτός και οι εργασίες της στοιχειώδους ανάδειξης του Ιερού να συνεχιστούν.
Αν μη τι άλλο, εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε πως το συγκεκριμένο σημείο απετέλεσε σημαντικότατο σημείο αναφοράς για κάποιους Λακεδαιμόνιους προγόνους μας. Για εκείνους που σε σκοτεινούς αιώνες και μέσα από κρύφιες ατραπούς διατήρησαν ισχυρή την εθνική τους συνείδηση και την μετέδωσαν σε εμάς, που με την σειρά μας, όταν η ισχυροποίηση της δημοκρατίας στον τόπο μας το επέτρεψε, θέσαμε επιτέλους δημόσια το ζήτημα της παλινόρθωσης της εθνικής μας Θρησκείας, αυτογνωσίας και αξιοπρέπειας.
Οι εργασίες για την ανάδειξη του «Αμυκλαίου» Ιερού πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Δεν το ζητάμε μόνο εμείς, δεν το ζητάει μόνο ο ολοζώντανος τόπος, πρωτίστως οφείλει να το ζητάει η αρχαιολογική επιστήμη, την οποία υποτίθεται ότι και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων υπηρετεί.
ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ
(1) «...και οι χριστιανοί εσεβάσθησαν την λατρεία και την θρησκεία των προγονών τους και εξαγίασαν τα ιερά τα οποία ήσαν αφιερωμένα στις ειδωλολατρικές θεότητες, τα εξαγίασαν με το να τα χρησιμοποιήσουν ως ναούς ή να χρησιμοποιήσουν τα υλικά για να γίνουνε χριστιανικοί ναοί»