Θεσσαλονίκη, 1958, μια χειμωνιάτικη μέρα
Στο ετοιμόρροπο σπιτάκι της πλατείας Ιπποδρομίου, το συνεργείο των τοπογράφων έπαιρνε τα μέτρα, ενω ένας πολιτικός μηχανικός χαμογελούσε, και έλεγε στον εργολάβο:
- Τεφαρίκι καρντάση, θα κονομίσουμε πολλά!
Ο εργολάβος έξυσε την κούτρα του, χουχούλιασε από το κρύο, και απάντησε:
- Είσαι σίγουρος ότι θα δεχτεί;;
- Απόλυτα, δεν υπάρχει γιαγιά να μου αντισταθεί, σίγουρο σε λέω! Α νάτη έρχεται από την λαική
Η ηλικιωμένη κυρία, απολειφάδι μιας παλιάς εποχής, με το γαντάκι και την πανάρχαια τσαντούλα, κουβαλουσε το καροτσάκι με τα ζαρζαβατικά της, όταν την πλησίασε ο ψηλός Μηχανικός με την ρεπούμπλικα και το γυαλιστερό χαμόγελο, σαν Αμερικανός ηθοποιός ένα πράγμα
- Ασαντέ μαντάμ, να σας βοηθήσω, και να τα πούμε και λιγάκι
Η κυρία τον κοίταξε απορημένη. Από τα νιάτα της είχαν απομείνει τα μάτια της, ενα ανοιχτό γαλάζιο σαν λιμνοθάλασσας, σημάδι ότι στην εποχή της έκαιγε καρδιές. Αυτή τη στιγμή το γαλάζιο βλέμμα έγινε βιολετί από τον θυμό.
- Σας είπα δεν πουλάω το σπίτι!
- Μαντάμ, εγώ για το καλό σας..
- Δεσποινίς παρακαλώ! Και επιτέλους γιατί επιμένετε;; Αφου σας είπα δεν πουλάω
- Ξανασκεφτήτε το μα..μαντεμουαζελ! Δεν θέλετε ποιότητα ζωής σε ένα νέο και άνετο διαμέρισμα, με το ηλεκτρικό του, το ζεστό νερό του, από το να μένετε σε αυτό το αχούρι;;
- Δεν έχω πολύ ζωη μέσα μου, και έπειτα...αφήστε δεν θα καταλάβετε!
- Τι εννοείτε
Η κυρία χαμογέλασε, και τα γαλάζια της μάτια έλαμψαν ζωηρά.
- Αν αντέχετε, περάστε το απόγευμα να σας πώ...
Ο Μηχανικός πράγματι πέρασε το απόγευμα. Μπήκε στο σκοτεινό, αλλά περιποιημένο χαμόσπιτο, που μύριζε μούχλα και κυρία. Σε μια παλιά ξεφτισμένη πολυθρόνα, ανάμεσα στις γάτες της καθόταν η κυρία..
- Περάστε, βλέπω ήρθατε, θέλετε ένα λικεράκι
- Όχι ευχαριστώ! Θέλατε να μου πείτε..
- Βιάζεστε βλέπω, αλλά είστε νέος, για αυτό. Καθίστε
Με την βραχνιασμένη φωνή της, η κυρία άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία..
Κατοικήσαμε το σπίτι αυτό πού για χρόνια ήταν κλειστό," είπε η γηραιά κυρία «χωρίς να γνωρίζουμε την μοίρα των προηγούμενων ιδιοκτητών του. Ήμασταν μια ευτυχισμένη οικογένεια και οι γονείς μου είχαν άλλα τρία παιδιά. Οι γείτονες πού γνώριζαν την ιστορία του, μας έβλεπαν με δυσπιστία και άλλες φορές με τρόμο. Οι γονείς μου όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήθελαν να πούν τα τρομαγμένα τους βλέμματα.
Και η κυρία ξετίλυξε την ιστορία της Κατάρας..
Και ο Μηχανικός έμαθε για την σφαγή των 18000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο
Για τον Αιμορραγούντα Λίθο, την ποτισμένη με το αίμα στήλη με τα 18000 ονόματα, που υπήρχε στα θεμέλια του σπιτιού αυτού.
Που κάθε χρόνο ανάβλυζε αίμα, την μέρα της σφαγής, και μόνο αν οι ψαλμοι των πιστών του Αχέροντα, σε μια γλώσσα αρχαία, μιας πίστης σκοτεινής, πριν από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, την σταματούσαν..
Για τα όστρακα στα θεμέλια...
Για τα οράματα που είχαν κάθε βράδυ στο σπίτι...
Για τα χλιμιντρίσματα, τις κραυγές, και τα ουρλιαχτά των Γότθων σφαγέων που ακούγαν
Για τους τοίχους που έσταζαν αίμα..
"Ο πατέρας μου όμως εκείνη την χρονιά αρρώστησε σοβαρά και σε λίγους μήνες πέθανε. Η μητέρα μου δεν άντεξε τον τρόμο και κλείστηκε σε ψυχιατρείο. Ο μεγάλος μου αδελφός δολοφονήθηκε σε μια συμπλοκή, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια μου, άγνωστο πως, πνίγηκαν στην θάλασσα."
Ο Μηχανικός, άσπρος από τον τρόμο, έμαθε για την δράκα των πιστών του Αχέροντα που μαζεύτηκαν ένα βράδυ για να την γλυτώσουν, ψέλνοντας την Αρχαία Επίκληση, και κατευνάζοντας τις ψυχές των σφαγμένων...
"Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν από δυνάμεις πού εμείς πιά γνωρίζουμε καλά. Εάν πεθάνω και εγώ τότε κανείς δεν θα μπορεί να προστατεύσει τον τόπο. Μην κτίσεις στο σημείο αυτό γιατί είναι καταραμένο. Αν όμως κτίσεις δίδαξε στους κατοίκους να τιμούν τους νεκρούς προγόνους μας"
Τρεκλίζοντας ο Μηχανικός βγήκε..
Δεν ήξερε τι να πιστέψει...
Στον Αη Γιώργη της Ροτόντας, άναψε ένα κεράκι και έκανε τον σταυρό του. Έταξε ένα διαμέρισμα στο μετόχι της Μονής Βατοπεδίου άμα την γλιτώσει..
Ήσυχος έφυγε
Ιούνιος 1978, Πλατεία Ιπποδρομίου
Τα σωστικά συνεργεία έβγαζαν ακόμα νεκρούς από τα ερείπια της πολυκατοικίας, ενώ οι κατάρες προς τον Μηχανικό που έχτισε την πολυκατοικία δεν σταματούσαν
Στο γραφείο του, ήταν σιωπηλός
Δεν τον ένοιαζε η δίκη, ήξερε σε ποια χώρα ζούσε, μπορεί και να την γλίτωνε
Πιο πολύ τον ένοιαζε άλλο
Τα όνειρα με τα χλιμιντρίσματα, τα ουρλιαχτά και τα αίματα από την μέρα του σεισμού..
Έπρεπε να την ακούσω την γριά…
http://voice.pblogs.gr/2009/01/zornalist-h-katara.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου