Σάθας: «Το Βυζάντιο δεν ήταν Ελληνικό.»
Παπαρρηγόπουλος: «Ως επιστήμων
δεν λέγω όχι, ως Έλλην όμως...»
Aντικείμενο της ιστορικής έρευνας του Κωνσταντίνου Σάθα (1842-1914) υπήρξε στην αρχή ο Ελληνικός Μεσαίωνας και κατόπιν αποκλειστικά σχεδόν η Τουρκοκρατία. Υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας ιστοριοδίφης, φιλόπονος ερευνητής και εκδότης χειρογράφων του Νέου Ελληνισμού. Ερεύνησε επί δεκαετίες για την ανεύρεση παλαιών χειρογράφων τις βιβλιοθήκες και τα αρχεία της Λευκάδας, Ζακύνθου, Κωνσταντινούπολης, Βιέννης, Παρισίων, Πράγας, Βερολίνου, Αμβούργου, Κοπεγχάγης, Μονάχου, Φλωρεντίας, Πίζας, Γένοβας, Μιλάνου, Βενετίας κ.α. κι έφερε στο φως πολύτιμα μεσαιωνικά και νεοελληνικά κείμενα. Το έργο του, που υπερβαίνει τις 15.000 σελίδες, αποτελεί τεράστια προσφορά στην έρευνα του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Ο Σάθας εργαζόταν με τη συναίσθηση, ότι βοηθούσε το έθνος να αποκτήσει ιστορική αυτογνωσία κι αυτοπεποίθηση. Οι ιδέες του όμως, επειδή στάθηκαν αντίθετες στη θεωρία του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού, συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση του Κατεστημένου με προεξάρχοντα τον υποστηρικτή του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Στα 1887 ο Σάθας έφτασε να αρνηθεί πλήρως την ελληνικότητα του Βυζαντίου, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Παπαρρηγόπουλου. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η υιοθέτηση από το κράτος της ρωμιοσύνης των θεωριών του Παπαρρηγόπουλου με παράλληλο πλήρη παραγκωνισμό του τεράστιου έργου του Σάθα, το οποίο ακόμη και σήμερα παραμένει στους περισσοτέρους Έλληνες άγνωστο.
Εκείνο που χαρακτηρίζει το Σάθα ως ερευνητή είναι η διαπίστωση, ότι, παρά το γεγονός ότι το έργο του καλύπτει μία αξιόλογη ποικιλία θεμάτων (ελληνικές επαναστάσεις, Έλληνες στρατιώτες, γεωγραφία του ελληνικού χώρου, εμπόριο, οικονομία, ναυτιλία, τυπογραφία, εφημερίδες, δημώδη λογοτεχνία και γλώσσα, συλλογές κειμένων και εγγράφων, βιογραφίες), διακρίνεται από συνέπεια στους στόχους και τις αναζητήσεις, έτσι που να μην αποτελείται από ασύνδετες μεταξύ τους και περιστασιακές συγγραφές, αλλά που να συγκροτεί ένα σύνολο απόψεων επί του νεοελληνικού γίγνεσθαι, που ήταν και ο μοναδικός σκοπός της έρευνάς του. Σαράντα και πλέον χρόνια συνεχούς κι επίπονης εργασίας χρειάσθηκαν, για να ανακαλυφθούν, να μελετηθούν και να τυπωθούν πολύτιμα κείμενα της Βυζαντινής Γραμματείας κι ιστορικά ντοκουμέντα του Μεσαιωνικού και Νεώτερου Ελληνισμού.
Ο Κ. Σάθας (το πλήρες του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σαθόπουλος) κατ’ αρχάς σπούδασε Ιατρική, αρκετά νωρίς όμως την εγκατέλειψε, για να επιδοθεί στις ιστορικές μελέτες. Ακαταπόνητος και ακατάβλητος ερευνητής και μελετητής της Ιστορίας του Νεοελληνικού Έθνους κατόρθωσε με την επί μισό περίπου αιώνα έρευνα των αρχείων πολλών Δυτικών βιβλιοθηκών και αγνώστων μέχρι της εποχής του ιστορικών πηγών, όπως και με την δημοσίευση έργων αγνώστων Ελλήνων χρονογράφων, να φέρει στο φως αμύθητους θησαυρούς της Μεσαιωνικής Ελληνικής Ιστορίας και της πνευματικής ζωής του Ελληνισμού στη δραματικότερη ίσως περίοδο όλης της Ιστορίας του. Πέθανε πάμπτωχος κι εγκαταλελειμμένος σε μια σοφίτα στο Παρίσι, με την πικρία, ότι δεν βοηθήθηκε στο εκδοτικό του έργο.
Σάθας: Ούτε αρχαιολάτρης ούτε βυζαντινολάτρης
Στην εποχή του, που η πνευματική ηγεσία του τόπου προσπαθούσε να σκιαγραφήσει την πορεία του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες, ο Σάθας δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Συμμετείχε έντονα σε όλο τον προβληματισμό, αλλά διαφοροποιούνταν και από τις δύο ομάδες που είχαν δημιουργηθεί τότε, τους αρχαιολάτρες και τους βυζαντινολάτρες. Στα 1867, χρονιά που εκδόθηκαν τα «Νεοελληνικά Ανέκδοτα», απέρριπτε την προγονολατρία και την αρχαιολατρία ως γελοίες και άχρηστες.
Όσον αφορά στην επιχείρηση «απόδειξης» της εθνικής διαχρονικής ενότητας, που υποστήριξε ο Ζαμπέλιος πρώτα και σθεναρά, κατόπιν ο Παπαρρηγόπουλος, υπήρχε το κενό του Βυζαντίου, που έπρεπε να καλυφθεί, ώστε να αποκατασταθεί η συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ο Σάθας κατ’ αρχήν πίστευε, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη στήριξη οποιασδήποτε θεωρίας ήταν να προηγηθεί αυστηρή επιστημονική λαογραφική έρευνα, προκειμένου να αποθησαυρισθούν όλες οι εθνικές παραδόσεις και ο γλωσσικός μας πλούτος. Η ιστορική συγγραφή έπρεπε οπωσδήποτε να στηρίζεται στις πηγές της κάθε χρονικής περιόδου, και τέτοιες ήταν για την Βυζαντινή Περίοδο οι ιστορικοί συγγραφείς και για την Τουρκοκρατία οι ξένοι περιηγητές. Περισσότερο όμως τα έγγραφα των αρχείων, ειδικά των ξένων κρατών, ήταν εκείνα, που μαζί με τα λογοτεχνικά μνημεία και το λαογραφικό υλικό έδιναν στον ιστορικό το απαραίτητο και καλύτερο υλικό. Τα πορίσματα της έρευνας έπρεπε να είναι αντικειμενικά και προσεκτικά και να μην διαστρέφουν τα πράγματα «εις απόδειξιν προεσχηματισμένης ιδέας». Το έργο του Σάθα υπηρέτησε τόσο το αίτημα της συλλογής υλικού, όσο και την ιστορική σύνθεση.
...........
συνέχεια:
http://freeinquiry.gr/webfiles/pro.php?id=456
Ελλαδικοί εναντίον Ρωμηών στο Βυζάντιο, αποσπάσματα από την εισαγωγή του 7ου τόμου της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης του Κωνσταντίνου Σάθα.
ΑπάντησηΔιαγραφή