ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γω-
νιές αραχνιασμένες τ” ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν-
νήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα
πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβου-
νε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιη-
τή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γω-
νιές αραχνιασμένες τ” ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν-
νήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα
πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβου-
νε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιη-
τή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και
στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι
ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους,
για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα
στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το
κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το
κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κα-
τήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε
πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατά-
ρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόρι-
στε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι
ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους,
για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα
στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το
κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το
κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κα-
τήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε
πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατά-
ρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόρι-
στε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Α-
στικού μας Κώδικα.
-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρι-
νο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά
Λεοντάρια.
-Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρω-
ση των Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ” ουρανού σαρώ-
νοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν,
ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και
κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο
Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν
αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ” ανε-
βάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ρά-
νουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του
λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ” ανοίγει στα μέτρα του, κρά-
ζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
νοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν,
ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και
κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο
Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν
αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ” ανε-
βάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ρά-
νουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του
λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ” ανοίγει στα μέτρα του, κρά-
ζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους,θυσία
στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα
.Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρί-
ξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από
την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι
νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα
χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν
όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να
βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λο-
γιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα
μέσα στη γάζα. Και θα’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην
έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της κα-
ταιγίδας από τ” ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να στα-
θεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των
ανθρώπων θα πει, ν” αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν
αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την
πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα
όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι
νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα
χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν
όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να
βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λο-
γιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα
μέσα στη γάζα. Και θα’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην
έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της κα-
ταιγίδας από τ” ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να στα-
θεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των
ανθρώπων θα πει, ν” αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν
αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την
πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα
όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου