128.
Το άγος του Ταινάρου. Το άγος της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Ο Παυσανίας και το τέλος του. |
"Παυσανίας, ο αρχηγός της Σπάρτης, επιθυμών να σου προσφέρη υπηρεσίας, σου αποστέλλει τους αιχμαλώτους αυτούς του πολέμου, τους οποίους ηχμαλώτισε με το ξίφος του, και συγχρόνως προτείνω, εάν και συ συμφωνής, να λάβω εις γάμον την θυγατέρα σου και σου καταστήσω υποχείριον όχι μόνον την Σπάρτην, αλλά και την λοιπήν Ελλάδα. Νομίζω δε ότι είμαι ικανός να κατορθώσω τούτο, συνεννοούμενος μαζί σου. Εάν εγκρίνης κατ' αρχήν ό,τι σου γράφω, στείλε εις την παραλίαν άνθρωπον εμπιστοσύνης, με τον οποίον να διαπραγματευθώμεν τα περαιτέρω". Τας ολίγας αυτάς γραμμάς περιείχεν η επιστολή.
129. Ο Ξέρξης ηυχαριστήθη από την επιστολήν και απέστειλεν εις την παραλίαν τον υιόν του Φαρνάκου Αρτάβαζον, με την εντολήν να παραλάβη την σατραπείαν του Δασκυλείου, αντικαθιστών τον τέως σατράπην Μεγαβάτην. Συγχρόνως τον επεφόρτισε με απαντητικήν επιστολήν, διά να την διαβιβάση το ταχύτερον προς τον Παυσανίαν εις το Βυζάντιον και φροντίση να του επιδειχθή η βασιλική επ' αυτής σφραγίς, και παρήγγειλεν, εάν ο Παυσανίας δώση εις αυτόν οδηγίας περί των υποθέσεων του Βασιλέως, να τας εκτελέση όσον το δυνατόν καλύτερα και πιστότερα. Φθάσας εις την παραλίαν ο Αρτάβαζος, και τας άλλας παραγγελίας εξετέλεσε και την επιστολήν έστειλεν, η οποία περιείχε την εξής απάντησιν: "Ιδού η απάντησις του Βασιλέως Ξέρξου προς τον Παυσανίαν. Και η υπηρεσία, την οποίαν μου επρόσφερες σώσας τους αιχμαλώτους, οι οποίοι είχαν συλληφθή εις το Βυζάντιον πέραν της θαλάσσης, θα μείνη διά παντός γραμμένη εις τα βιβλία του οίκου μου και τας προτάσεις σου εγκρίνω. Και μήτε νύκτα, μήτε ημέρα ας μη σε εμποδίση από την δραστηρίαν εκτέλεσιν των προς εμέ υποσχέσεων σου. Ούτε χρυσού, ούτε αργύρου δαπάνη ας μη γίνη εμπόδιον εις την εκτέλεσιν, ούτε πλήθος στρατού, εάν η παρουσία του είναι αναγκαία εις κανέν μέρος. Αλλά με τον Αρτάβαζον, άνδρα καθώς πρέπει, τον οποίον σου στέλλω, εργάσου με εμπιστοσύνην περί των κοινών μας υποθέσεων, αποβλέπων εις την δόξαν και το συμφέρον και των δύο μας".
130. Μετά την λήψιν της επιστολής αυτής, ο Παυσανίας, ο οποίος και πριν απελάμβανεν εξαιρετικήν όλως διόλου εκτίμησιν μεταξύ των Ελλήνων διά την αρχηγίαν του κατά την μάχην των Πλαταιών, είχεν επαρθή τότε πολύ περισσότερον και δεν ημπορούσε πλέον να περιορισθή εις τον συνήθη μεταξύ των συμπολιτών του τρόπον της ζωής, αλλ' οσάκις εξήρχετο από το Βυζάντιον εφορούσε στολάς περσικάς, οσάκις διήρχετο διά της Θράκης ηκολουθείτο από Πέρσας και Αιγυπτίους δορυφόρους, και τα γεύματα του παρετίθεντο κατά το περσικόν σύστημα. Ούτε ημπορούσε να συγκαλύπτη τους αληθινούς σκοπούς του, αλλ' από ασήμαντα πράγματα άφινε να διαφανούν από τούδε, ποία μεγαλύτερα σχέδια εννοούσε να πραγματοποιήση βραδύτερον. Εξ άλλου, έγινε δυσπρόσιτος και η συμπεριφορά του προς όλους ανεξαιρέτως απέβη τόσον δεσποτική, ώστε κανείς δεν ημπορούσε να τον πλησίαση. Τούτο, άλλωστε, υπήρξεν η κυριωτέρα αιτία, διά την οποίαν οι σύμμαχοι επήγαν με το μέρος των Αθηναίων.
131. Η διαγωγή ακριβώς αυτή υπήρξεν η αιτία, διά την οποίαν οι Λακεδαιμόνιοι, όταν την έμαθαν, τον είχαν ανακαλέσει διά πρώτην φοράν. Και όταν διά δευτέραν φοράν αποπλεύσας άνευ εντολής των επί του Ερμιονικού πλοίου, εξηκολούθησε να ενεργή φανερά καθ' όμοιον τρόπον, όταν εκδιωχθείς διά της βίας από το Βυζάντιον υπό των Αθηναίων αντί να επιστρέψη εις Σπάρτην εγκατεστάθη εις τας Κολώνας της Τρωάδος, και ανηγγέλλετο προς τους Λακεδαιμονίους ότι ευρίσκετο εις συνεννοήσεις με τους βαρβάρους και ότι η εκεί παραμονή του δεν είχε καλούς σκοπούς, τότε πλέον έπαυσαν αι αναβολαί, και οι έφοροι έστειλαν κήρυκα, κομίζοντα κρυπτογραφικήν διαταγήν, διά της οποίας τον ειδοποίουν ότι έπρεπε να επιστρέψη με τον κήρυκα, ειδεμή θα τον θεωρήσουν εχθρόν της Σπάρτης. Ο Παυσανίας, επιθυμών να γίνη όσον το δυνατόν ολιγώτερον ύποπτος, και πιστεύσας ότι ημπορούσε να διασκέδαση την κατηγορίαν διά δωροδοκίας, επέστρεψε διά δευτέραν φοράν εις την Σπάρτην. Και κατ' αρχάς μεν εκλείσθη εις την φυλακήν από τους εφόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να φυλακίζουν και τον ίδιον τον βασιλέα. Έπειτα κατώρθωσε με παντοειδείς ενεργείας ν' απολυθή και εδήλωσεν ότι είναι έτοιμος να υποβληθή εις δίκην απέναντι οιουδήποτε που ήθελε του προσαγάγει αποδείξεις διά τας εναντίον του κατηγορίας.
132. Καμμία τωόντι απόδειξις δεν υπήρχεν εις χείρας των Σπαρτιατών, ούτε των προσωπικών του εχθρών, ούτε της πόλεως γενικώς, επί τη βάσει της οποίας θα ηδύναντο, με πλήρη πεποίθησιν περί της ενοχής, να προβούν εις την τιμωρίαν ανδρός, ο οποίος ανήκεν εις τον βασιλεύοντα οίκον, και ο οποίος κατά τον χρόνον αυτόν ήσκει την βασιλικήν εξουσίαν, καθόσον του βασιλέως Πλειστάρχου, υιού του Λεωνίδα, όντος εισέτι ανηλίκου, αυτός, ως εξάδελφος, ήτο επίτροπός του. Αλλ' η περιφρόνησίς του προς τας παλαιάς παραδόσεις και η απομίμησις των βαρβαρικών εθίμων παρείχαν πολλάς υπονοίας ότι δεν ήθελε να συμμορφώνεται προς την υφισταμένην τάξιν των πραγμάτων της Σπάρτης. Και όχι μόνον ανέτρεχαν εις το παρελθόν, εξετάζοντες τας άλλας του πράξεις, διά ν' ανεύρουν εάν ο τρόπος της ζωής του απεμακρύνετο από τας καθιερωμένας συνηθείας, αλλά και ενθυμούντο ιδιαιτέρως ότι απετόλμησε μίαν φοράν να διατάξη, ες ιδίας του πρωτοβουλίας, όπως γραφή επάνω εις τον τρίποδα των Δελφών, τον οποίον οι Έλληνες ανέθεσαν ως το κάλλιστον εκ των Περσικών λαφύρων μέρος, το εξής δίστιχον: "Αφού κατέστρεψε τον στρατόν των Περσών, ως αρχηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας αφιέρωσε το μνημείον τούτο εις τον Φοίβον". Το δίστιχον τούτο οι Λακεδαιμόνιοι απέξυσαν ευθύς τότε από τον τρίποδα και ανέγραψαν τα ονόματα των πόλεων, όσαι αφού ενίκησαν από κοινού τον βάρβαρον, ανέθεσαν το αφιέρωμα. Μολαταύτα η πράξις τον Παυσανίου και τότε είχε θεωρηθή εγκληματική, και τώρα που είχε καταντήσει να τον υποπτεύονται ως συνεννοούμενον με τους Πέρσας, εφαίνετο πολύ περισσότερον ότι ωφείλετο εις ελατήρια παρόμοια με εκείνα, πού εμαρτύρουν τα σημερινά του σχέδια. Επί πλέον εμάνθαναν ότι ευρίσκετο εις μυστικάς συνεννοήσεις προς τους Είλωτας, και το πράγμα ήτο τωόντι αληθές. Διότι υπέσχετο εις αυτούς ελευθερίαν και ισοπολιτείαν, εάν ήθελαν επαναστατήσει μαζί του και τον βοηθήσουν να πραγματοποιήση ολόκληρον το σχέδιόν του. Αλλά μολονότι μερικοί Είλωτες κατήγγειλαν το πράγμα, ούτε τότε ακόμη εθεώρησαν ορθόν να τους πιστεύσουν και λάβουν βίαια εναντίον του μέτρα, διότι ηκολούθουν την μεταξύ των καθιερωμένην συνήθειαν, όπως, προκειμένου περί Σπαρτιάτου, μη λαμβάνουν εσπευσμένως και άνευ αναμφισβήτητων αποδείξεων ανεπανόρθωτους αποφάσεις. Αλλ' επί τέλους, ως λέγεται, ο άνθρωπος, ο οποίος επρόκειτο να φέρη εις τον Αρτάβαζον την τελευταίαν προς τον Βασιλέα επιστολήν, κάποιος καταγόμενος από την πόλιν Άργιλον, ο οποίος υπήρξε μίαν φοράν ευνοούμενός του κατά την παιδικήν ηλικίαν και του ήτο αφοσιωμένος, παρουσιάζεται και τον καταγγέλλει. Επειδή ο άνθρωπος αυτός παρετήρησεν ότι κανείς από τους προηγουμένους ταχυδρόμους δεν είχεν επιστρέψει μέχρι τούδε, εφοβήθη, και αφού παρεποίησε την σφραγίδα, ίνα, εις περίπτωσιν που είτε η υπόνοιά του διεψεύδετο, είτε ο Παυσανίας εζητούσε να τροποποίηση την επιστολήν, μη αντιληφθή το πράγμα, την ανοίγει και μεταξύ άλλων οδηγιών, τας οποίας περιείχεν, ευρήκεν ότι επεριλαμβάνετο, όπως είχεν υποπτευθή, διαταγή να τον φονεύσουν.
133. Τότε πλέον οι έφοροι, όταν ο άνθρωπος επέδειξε προς αυτούς την επιστολήν, έκλιναν μάλλον να πιστεύσουν την καταγγελίαν των Ειλώτων, ηθέλησαν όμως ακόμη ν' ακούσουν με τα ίδια των αυτιά κάποιαν ομολογίαν του Παυσανίου. Ως εκ τούτου, επί τη βάσει προδιαγραφέντος σχεδίου, ο άνθρωπος μετέβη ως ικέτης εις το Ταίναρον, όπου εγκατέστησε προς διαμονήν του εντός του ιερού περιβόλου του Ποσειδώνος καλύβην χωριζομένην δια μεσοτοίχου εις δύο. Εις το ενδότερον διαμέρισμα της καλύβης αυτής έκρυψε μερικούς από τους εφόρους, και όταν ο Παυσανίας ήλθε προς αυτόν και τον ερωτούσε διά ποίαν αιτίαν εκάθισεν ικέτης, έμαθαν οι έφοροι καθαρά τα πάντα. Ήκουσαν τον άνθρωπον να κατηγορή τον Παυσανίαν δι' όσα έγραψε περί αυτού, και όχι μόνον ν' αποκαλύπτη τας λεπτομέρειας της όλης σκευωρίας, αλλά και να διαμαρτύρεται, διότι ενώ αυτός ουδέποτε τον εξέθεσε κατά τας διαφόρους προς τον Βασιλέα υπηρεσίας του, ως ιδιαιτέρα του αμοιβή ωρίσθη η κοινή τύχη των πολλών ταχυδρόμων, δηλαδή ο θάνατος. Ήκουσαν επίσης τον Παυσανίαν, όχι μόνον να ομολογή όλα αυτά, αλλά και να τον εξορκίζη να μην οργίζεται περί του παρόντος, εγγυώμενος την ασφάλειάν του, εάν ήθελεν απέλθει από τον ιερόν χώρον, και να τον παροτρύνη να εκκινήση άνευ αναβολής προς εκτέλεσιν της παραγγελίας του, χωρίς να γίνεται εμπόδιον των διαπραγματεύσεων.
134. Οι έφοροι, αφού ήκουσαν ακριβώς τα λεχθέντα, ανεχώρησαν, χωρίς να προβούν αμέσως εις καμμίαν ενέργειαν. Έχοντες όμως ήδη βεβαίας αποδείξεις, έλαβαν τα μέτρα των διά να τον συλλάβουν εντός της πόλεως. Λέγεται άλλως τε ότι κατά την στιγμήν που έμελλε να συλληφθή καθ' οδόν, ευθύς ως είδε το πρόσωπον ενός από τους εφόρους, ο οποίος επλησίαζεν, εννόησε τον σκοπόν της προσεγγίσεώς του, και επειδή άλλος έφορος, λόγω ευνοίας προς αυτόν, τον ειδοποίησε διά μυστικού νεύματος, έσπευσε δρομαίως προς τον ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και επρόφθασε να καταφύγη εκεί, καθ' όσον ο ιερός περίβολος ήτο πλησίον. Και αφού εισήλθεν εις μικρόν οίκημα ανήκον εις τον περίβολον αυτόν, διά να μη υποφέρη εκτεθειμένος εις το ύπαιθρον, έμενεν εκεί ήσυχος. Οι έφοροι, εν τούτοις, οι οποίοι τον κατεδίωκαν, αφού δεν τον επρόλαβαν αμέσως τότε, πριν εισέλθη εις τον ιερόν χώρον, αφήρεσαν ακολούθως την στέγην του οικήματος, και επωφεληθέντες την στιγμήν που ευρίσκετο εντός αυτού, τον απέκλεισαν, αποφράξαντες τας θύρας με τοίχον, και στήσαντες εμπρός εις το οίκημα φρουράν, επεδίωξαν να τον αναγκάσουν διά της πείνης να παραδοθή. Αλλ' ενώ έμελλεν από στιγμής εις στιγμήν να εκπνεύση, αντελήφθησαν την κατάστασιν του και τον έβγαλαν από τον ιερόν περίβολον, ενώ εισέτι ανέπνεεν. Αλλά μόλις τον έβγαλαν, απέθανεν αμέσως. Και κατ' αρχάς μεν εσχεδίασαν να τον ρίψουν εις τον Καιάδαν, όπου ρίπτουν τους κακούργους. Έπειτα όμως μετέβαλαν γνώμην και τον έθαψαν εκεί πλησίον. Αλλ' ο χρησμός του μαντείου των Δελφών παρήγγειλεν ακολούθως εις τους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφον εις το μέρος όπου απέθανε -και σήμερον κείται πράγματι έμπροσθεν του ιερού χώρου, όπως μαρτυρεί επιστήλιος επιγραφή- και επειδή τα γενόμενα αποτελούν δι' αυτούς ανοσιούργημα, ν' αποδώσουν εις την Χαλκίοικον δύο σώματα αντί ενός, οι δε Λακεδαιμόνιοι εφρόντισαν να κατασκευάσουν δύο χαλκούς ανδριάντας του Παυσανίου, τους οποίους αφιέρωσαν εις την θεάν, ως εξαγνισμόν του θανάτου του.
135.
Ο Θεμιστοκλής και το τέλος του.
Οι Αθηναίοι, ως εκ τούτου, απαντώντες εις την αξίωσιν των Λακεδαιμονίων, απήτησαν από αυτούς να εξαγνίσουν το ανοσιούργημα τούτο, αφού και ο θεός το είχε κρίνει τοιούτον. Οι Λακεδαιμόνιοι, πέμψαντες πρέσβεις εις τας Αθήνας, κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ως συνένοχον του μηδισμού του Παυσανίου, επί τη βάσει των αποδείξεων που είχαν συλλέξει κατά την διάρκειαν της εναντίον του ανακρίσεως, και εζήτησαν να επιβληθή εις αυτόν η ιδία ποινή του θανάτου. Οι Αθηναίοι εσυμφώνησαν. Αλλ' επειδή εκείνος έτυχε να είναι εξωστρακισμένος και μολονότι διέμενεν εις το Άργος, επεσκέπτετο συχνά και άλλα μέρη της Πελοποννήσου, έστειλαν από κοινού με τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι προθύμως συμμετείχαν εις την καταδίωξιν αυτήν, απόσπασμα με διαταγήν να τον συλλάβουν όπου τον συναντήσουν και τον φέρουν εις τας Αθήνας.
136. Αλλ' ο Θεμιστοκλής, προειδοποιηθείς έφυγεν από την Πελοπόννησον εις την Κέρκυραν της οποίας ήτο ευργέτης. Επειδή όμως οι Κερκυραίοι ισχυρίζοντο ότι εφοβούντο να τον δεχθούν και εκτεθούν έτσι εις την έχθραν των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, τον διεπεραίωσαν εις την απέναντι ήπειρον. Και ενώ κατεδιώκετο από τους προς τούτο εντεταλμένους παντού όπου εμάνθαναν ότι είχε μεταβή, ηναγκάσθη, ένεκα απροόπτου περιστατικού, να ζητήση κατάλυμα εις το μέγαρον του Αδμήτου, βασιλέως των Μολοσσών, ο οποίος δεν ήτο φιλικώς προς αυτόν διατεθειμένος. Ο Άδμητος έτυχε ν' απουσιάζει κατά την ώραν εκείνην, αλλ' ο Θεμιστοκλής παρουσιάσθη ως ικέτης εις την γυναίκα του, η οποία του εσύστησε να πάρη το παιδί των εις τα χέρια του και καθίση εις την εστίαν. Και όταν μετ' ολίγον επέστρεφεν ο Άδμητος, του εφανέρωσε ποιος ήτο και επρόσθεσεν ότι αν ο ίδιος αντετάχθη τυχόν εναντίον αιτήσεως του Αδμήτου προς τους Αθηναίους, δεν είναι αξιοπρεπές δι' αυτόν να τον εκδικηθή τώρα που καταδιώκεται εξόριστος. Τόσον μάλλον καθόσον θα εκακοποιείτο από αυτόν τώρα που είναι πολύ ασθενέστερος του, ενώ όστις έχει ψυχήν γενναίαν δεν εκδικείται τους ομοίους του, όταν ευρίσκωνται εις θέσιν μειονεκτικήν. Άλλως τε, επρόσθεσεν, αυτός μεν εναντιώθη προς τον Άδμητον, προκειμένου περί υλικών συμφερόντων και όχι περί σωτηρίας της ζωής του, ενώ ο Άδμητος, εάν τον εκδώση -είπε δε ποίοι τον καταδιώκουν και δια ποίαν αιτίαν- θα εγίνετο αίτιος του θανάτου του.
137. Αφού τον ήκουσεν, ο Άδμητος όχι μόνον τον εσήκωσε μαζί με τον υιόν του, τον οποίον ο Θεμιστοκλής εκρατούσεν αφότου είχε καθίσει, πράγμα που αποτελεί τον επιβλητικώτερον τύπον ικεσίας, αλλά και όταν μετ' ολίγον έφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι και τον εζητούσαν επιμόνως, ηρνήθη να τον εκδώση. Επειδή όμως ο Θεμιστοκλής επεθύμει να μεταβή προς τον Βασιλέα, τον απέστειλε διά ξηράς εις την άλλην θάλασσαν, εις την Πύδναν, την πόλιν του Αλεξάνδρου. Εκεί επέτυχεν εμπορικόν πλοίον, το οποίον ητοιμάζετο ν' αποπλεύση διά την Ιωνίαν, και επιβιβασθείς επ' αυτού, παρεσύρθη από την κακοκαιρίαν εις το ορμητήριον του Αθηναϊκού στόλου, ο οποίος επολιορκούσε την Νάξον. Φοβηθείς, ως εκ τούτου, φανερώνει προς τον κυβερνήτην (καθόσον ήτο άγνωστος εις τους εντός του πλοίου) ποίος είναι και διά ποίαν αιτίαν καταδιώκεται, και ότι αν δεν τον σώση, θα είπη ότι τον εδέχθη επί του πλοίου δωροδοκηθείς. Η μόνη ελπίς σωτηρίας κατ' αυτόν ήτο να μην επιτραπή εις κανένα να εξέλθη από το πλοίον, έως ότου διορθωθή ο καιρός και συνεχισθή ο πλους. Και τέλος υπεσχέθη ότι αν συμμορφωθή με την αίτησίν του, η χάρις δεν θα λησμονηθή ποτέ, αλλά θ' ανταποδοθή επαξίως. Ο κυβερνήτης όχι μόνον εσυμμορφώθη προς την απαίτησιν αυτήν, αλλά και απομακρύνας το πλοίον του, το εκράτησεν επ' αγκύρας επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα, εις την ανοικτήν θάλασσαν, απέναντι του ορμητηρίου και ακολούθως κατέπλευσεν εις την Έφεσον. Εκεί ο Θεμιστοκλής αντήμειψε τον κυβερνήτην διά γενναίου χρηματικού δώρου, καθόσον έλαβεν, εν τω μεταξύ, από τους φίλους του των Αθηνών και του Άργους τα χρήματα που τους είχε δώσει προς φύλαξιν. Προχωρήσας ύστερον εις το εσωτερικόν, με κάποιον Πέρσην, κάτοικον της παραλίας, απέστειλεν επιστολήν προς τον βασιλέα Αρταξέρξην, υιόν του Ξέρξου, ο οποίος είχεν ανέλθει προσφάτως εις τον θρόνον. Το περιεχόμενον της επιστολής είχεν ως εξής: "Ήλθα προς εσέ, εγώ ο Θεμιστοκλής, ο οποίος περισσότερα από κάθε άλλον Έλληνα κακά έχω προξενήσει εις τον οίκον σου, εφόσον χρόνον ο πατήρ σου με ηνάγκαζε να αμύνωμαι εναντίον των επιθέσεών του, αλλά και πολύ περισσότερα καλά, όταν η υποχώρησίς του εγίνετο υπό περιστάσεις δι' εμέ ασφαλείς, δι' εκείνον όμως επικινδύνους. Και μου οφείλεται χάρις διά παρασχεθείσας υπηρεσίας (ενταύθα εμνημόνευε και την ειδοποίησιν που του έστειλεν από την Σαλαμίνα περί της επικείμενης αναχωρήσεως των Ελλήνων και την ματαίωσιν τότε της καταστροφής των γεφυρών, την οποίαν ψευδώς οικειοποιήθη ως οφειλομένην εις ενεργείας του) και τώρα, επειδή ημπορώ να σου προσφέρω και άλλας μεγάλας υπηρεσίας, ήλθα καταδιωκόμενος από τους Έλληνας διά την προς σε φιλίαν μου. Επιθυμώ δε να περιμείνω ένα έτος και τότε να σου εξηγήσω προσωπικώς τον σκοπόν του ερχομού μου".
138. Ο Βασιλεύς, ως λέγεται, εθαύμασε το τολμηρόν του σχέδιον, και του παρήγγειλε να ενεργήση όπως έγραφεν. Ο Θεμιστοκλής, εξ άλλου, κατά το διάστημα της αναμονής του, και με την Περσικήν γλώσσαν εξοικειώθη, όσον ημπορούσε, και με τα ήθη και έθιμα της χώρας. Και μετά την λήξιν του έτους, ήλθεν εις τον Βασιλέα, και απέκτησε πλησίον του επιρροήν μεγαλυτέραν από κάθε άλλον ποτέ Έλληνα, και ένεκα της προηγουμένης του φήμης, και διά την ελπίδα, που ενέπνευσεν εις τον Βασιλέα να του υποδουλώση την Ελλάδα, προ πάντων όμως διότι είχε δώσει επανειλημμένος αποδείξεις της οξείας αντιλήψεώς του. Διότι ο Θεμιστοκλής, λόγω της φυσικής του οξυδερκείας η οποία είχε πραγματικώς καταδειχθή κατά τρόπον απαραγνώριστον, ήτο περισσότερον από κάθε άλλον άξιος εξαιρετικού όλως διόλου κατά τούτο θαυμασμού. Διά της εμφύτου εις αυτόν οξείας αντιλήψεως, και χωρίς ανάγκην ενισχύσεως αυτής, ούτε διά προηγουμένης διδασκαλίας, ούτε διά των μαθημάτων της πείρας, και τα παρόντα κατόπιν βραχυτάτης σκέψεως έκρινεν οξύτατα και τα μέλλοντα να γίνουν επί μακρόν διάστημα χρόνου προείκαζεν άριστα. Kαι εκείνα μεν, περί των οποίων εκάστοτε ησχολείτο, είχε και την ικανότητα να εξηγή προς τους άλλους, εκείνα δε, περί των οποίων δεν είχε προσωπικήν πείραν, ηδυνήθη να κρίνη επαρκώς, και κανείς δεν ημπορούσε να προΐδη με την ιδίαν ευκρίνειαν το καλόν ή το κακόν που επεφύλαττε το άδηλον μέλλον. Και συγκεφαλαιώνων λέγω ότι διά της φυσικής του οξυνοίας και ως εκ της ελαχίστης προπαρασκευής, η οποία του ήτο αναγκαία προς τούτο, ανεδείχθη ικανώτερος από κάθε άλλον να διαγινώσκη αμέσως τι έπρεπε να πραχθή ή να λεχθή. Αλλ' ασθενήσας απέθανε. Μερικοί μάλιστα λέγουν, ότι ηυτοκτόνησε λαβών δηλητήριον, καθόσον εννόησεν ότι ήτο αδύνατον να εκτέλεση τας προς τον Βασιλέα υποσχέσεις του. Το μνήμα του ευρίσκεται εις την αγοράν της Μικρασιατικής Μαγνησίας, της περιφερείας της οποίας ήτο σατράπης, καθόσον ο Βασιλεύς είχε παραχωρήσει εις αυτόν δι' άρτον μεν την Μαγνησίαν, η οποία απέφερε πρόσοδον πενήντα ταλάντων κατ' έτος, δι' οίνον την Λάμψακον, η οποία εθεωρείτο η πλέον οινοφόρος χώρα του τότε καιρού, και διά κρέας την Μυούντα. Αλλά τα οστά του, ως λέγουν οι συγγενείς του, μετεφέρθησαν, κατά παραγγελίαν του, εις την Αττικήν, όπου ετάφησαν, εν αγνοία των Αθηναίων. Διότι η ταφή των οστών του απηγορεύετο κατά νόμον, λόγω του ότι, κατηγορηθείς διά προδοσίαν, είχε γίνει φυγάς. Τοιούτον υπήρξε το τέλος Παυσανίου του Λακεδαιμονίου και Θεμιστοκλέους του Αθηναίου, οι οποίοι υπήρξαν οι επιφανέστεροι από τους συγχρόνους των Έλληνας.
Θουκυδίδου Ιστορία,Βιβλίον Α
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου |
Σε καμία περίπτωση ο Θεμιστοκλής δεν έπραξε εναντίον της πατρίδος του, γράφει μεν ο Θουκυδίδης: "Επιθυμώ δε να περιμείνω ένα έτος και τότε να σου εξηγήσω προσωπικώς τον σκοπόν του ερχομού μου", αλλά πουθενά δεν αναφέρεται κάποιος κακοήθης σκοπός του, πλην ότι ήταν ήταν κυνηγημένος ...από τους Ελληνες.
ΑπάντησηΔιαγραφή«ανήρ πολλών Ελλήνων σοφότατος ανά πάσαν την Ελλάδα. Ότι δε νικών ουκ ετιμήθη»
γράφει ο Ηρόδοτος για τον Θεμιστοκλή. Αλλαξε τίποτα;