Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε ιερός χορός. Τόσο οι αρχαίοι Ελληνες όπως και οι Ινδοί χαίρονταν και τιμούσαν το χορό με παραπλήσιους τρόπους. Και για τους δύο ο χορός ήταν πνευματικής, θεϊκής ουσίας, ένα δώρο των αθανάτων προς τους ανθρώπους και ένα μέσον επικοινωνίας με το Αόρατο, συνδέοντας τα μυστήρια και τις τελετουργίες τους με το χορό. Κοντά σε όλα τα αρχαία Ελληνικά θέατρα υπήρχαν ναοί και θεραπευτήρια πιστεύοντας ότι η θεραπεία και η υγεία συνδέονται άμεσα με τον τρόπο κίνησης του ανθρωπίνου σώματος, με την καλλιέργεια της ψυχής και την πνευματική ενατένιση. «...όλη η γη χόρευε τον κοσμικό χορό της δημιουργίας», μας λέει ο Ευριπίδης. Πρώτη η θεά Ρέα τον αποκάλυψε στους Κουρήτες (τους γυιούς της) και τους Κορυβάντες. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο χορός μπορεί να εξελίχθηκε από τη μίμηση των λέξεων μέσω των χειρονομιών και πηγάζει από την επιθυμία των νεαρών πλασμάτων να κινήσουν το σώμα τους για να εκφράσουν συγκίνηση και ιδίως χορό (συσχετίζοντας τις λέξεις χαρά και χορός). Η μουσική, η ποίηση και ο χορός - μελική, λυρική και χορική ποίηση - ήταν όψεις της ίδιας τέχνης, της μουσικής, της τέχνης των μουσών. Η ορχηστική ήταν από τις δυσκολότερες τέχνες. Απαιτούσε εκπαίδευση όχι μόνο στη μουσική, τη ρυθμική και τη μετρική, αλλά και στη φιλοσοφία, τη φυσική και την ηθική. «Ο χορευτής είναι φιλόσοφος», λεει ο Λουκιανός, «γνωρίζει τα ήθη των ανθρώπων και είναι διερμηνέας όλων των γλωσσών και των θεμάτων». Η τέχνη του απαιτούσε πλήθος ικανοτήτων: την απαγγελία του ηθοποιού, τη φωνή του τραγουδιστή και το ρυθμό του μουσικού. Έπρεπε να αποδίδει με τελειότητα κάθε χορευτική κίνηση, «φορά», «στάση», «σχήμα». Ο στόχος της ορχηστικής τέχνης ήταν να γυμνάσει το σώμα, να αναζωογονήσει την ψυχή και να ανυψώσει το πνεύμα, ενώ το μεγαλύτερο ρόλο έπαιζαν οι χειρονομίες, η σοφία των χεριών. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν χορό τις μιμητικές κινήσεις που συνόδευαν ένα τραγούδι. Η «εμμέλεια» περιελάμβανε χορό με τραγούδι και χορό συνοδευτικό των λόγων, δηλαδή έναν κώδικα συμβολικών χειρονομιών. Η Μούσα Ερατώ, λέει ένας ποιητής της αρχαιότητας, χορεύει με το πόδι, με τραγούδι και με την όψη. Και η Μούσα Πολύμνια, εκφράζει τα πάντα με το χέρι της και μιλάει με τη χειρονομία (μια πολύπλοκη δακτυλική αλφάβητο που μοιάζει με τα χάστας, ή μούντρας του ινδικού χορού).
Περικλείοντας στα εκφραστικά μέσα της ορχηστικής τέχνης έναν κώδικα δακτυλικής αλφαβήτου, τις «χειρονομίες», οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν αυτή τη μη λεκτική γλώσσα πηγή σοφίας και θεραπείας., έτρεφαν δε μεγάλο σεβασμό για τους καλλιτέχνες τους οποίους ετιμούσαν ως «χειροσοφούς», αυτούς που κατείχαν τη σοφία των χεριών. Οι αρχαίοι συγγραφείς περιέγραφαν ζωηρά τις κινήσεις των δακτύλων, πιστεύοντας οτι ο χορευτής «μιλάει» με τις σιωπηλές κινήσεις των χεριών του: «...δάκτυλα φωνήν έχω... πολύτροπα δάκτυλα πάλλων...σκιρτήματι χειρών...» Ο Λεσβώναξ ο Μυτιληναίος ονόμαζε τους χορευτές «χειρόσοφους», αυτούς που κατείχαν τη σοφία και την έδειχναν με τα χέρια. «Ακούω, άνθρωπε, ά ποιείς, οχ ορώ μόνον, αλλά μοι δοκείς ταις χερσίν αυταίς λαλείν» (Ακούω ανθρωπε όσα κάνεις, όχι μόνο σε βλέπω, αλλά μου φαίνεται πως μιλάς με τα ίδια σου τα χέρια) Πίστευαν οτι έχει τόση δύναμη η σοφία των χεριών, ώστε να γίνεται καλύτερος κάποιος μετά από παρακολούθηση ενός χορού. Ο κύριος σκοπός της όρχησης ήταν η μίμηση, και ήταν επιστήμη παραστατική, που φανέρωνε τα μη φαινόμενα. Ο Πλούταρχος έλεγε οτι η «δείξις» (χειρονομία) δεν έπρεπε να είναιμιμητική αλλά δηλωτική: «δηλωτική αληθώς των υποκειμένων». Ο χορευτής υποκρίνεται και παριστάνει χαρακτήρες και πάθη: έρωτα, οργή, παραφροσύνη, θλίψη, στις διάφορες εντάσεις και βαθμούς τους. Ο θεατής αναγνωρίζει στον ορχηστή δικά του συναισθήματα, συμπάσχει και ταυτίζεται. Έτσι, ο στόχος της τέχνης, μέσα από αυτή την εσωτερική διεργασία των θεατών, γίνεται η αναζήτηση του αγαθού, του γνώθι σεαυτόν. Η παράδοση των περισσοτέρων αρχαίων μορφών μη εικαστικής τέχνης δυστυχώς έχει χαθεί: μόνον από παραστάσεις σε αγγεία και περαστικές αναφορές σε λογοτεχνικά ή θεωρητικά κείμενα γνωρίζουμε κάποια ψίχουλα για την αρχαία ελληνική μουσική και ορχηστική τέχνη. Το 527 μ.Χ. όταν η εταίρα και χορεύτρια Θεοδώρα έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, συμβολικά τουλάχιστον η ιστορία του Ελληνικού χορού είχε τελειώσει. Η ανερχόμενη τότε χριστιανική θρησκεία, συνδέοντας τη θρησκευτική αναζήτηση με τον ασκητισμό και τον υποβιβασμό του σώματος, σιγά-σιγά απαγόρευσε τις χορευτικές παραστάσεις και απέκλεισε κάθε πρακτική που θα χρησιμοποιούσε το σώμα ως μέσο για ευχαρίστηση και πνευματική εμπειρία. Στην Ευρώπη εξακολούθησε να υπάρχει «ιερή μουσική» αλλά όχι και «ιερός χορός». http://www.shantala.gr/hellas.html
Περικλείοντας στα εκφραστικά μέσα της ορχηστικής τέχνης έναν κώδικα δακτυλικής αλφαβήτου, τις «χειρονομίες», οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν αυτή τη μη λεκτική γλώσσα πηγή σοφίας και θεραπείας., έτρεφαν δε μεγάλο σεβασμό για τους καλλιτέχνες τους οποίους ετιμούσαν ως «χειροσοφούς», αυτούς που κατείχαν τη σοφία των χεριών. Οι αρχαίοι συγγραφείς περιέγραφαν ζωηρά τις κινήσεις των δακτύλων, πιστεύοντας οτι ο χορευτής «μιλάει» με τις σιωπηλές κινήσεις των χεριών του: «...δάκτυλα φωνήν έχω... πολύτροπα δάκτυλα πάλλων...σκιρτήματι χειρών...» Ο Λεσβώναξ ο Μυτιληναίος ονόμαζε τους χορευτές «χειρόσοφους», αυτούς που κατείχαν τη σοφία και την έδειχναν με τα χέρια. «Ακούω, άνθρωπε, ά ποιείς, οχ ορώ μόνον, αλλά μοι δοκείς ταις χερσίν αυταίς λαλείν» (Ακούω ανθρωπε όσα κάνεις, όχι μόνο σε βλέπω, αλλά μου φαίνεται πως μιλάς με τα ίδια σου τα χέρια) Πίστευαν οτι έχει τόση δύναμη η σοφία των χεριών, ώστε να γίνεται καλύτερος κάποιος μετά από παρακολούθηση ενός χορού. Ο κύριος σκοπός της όρχησης ήταν η μίμηση, και ήταν επιστήμη παραστατική, που φανέρωνε τα μη φαινόμενα. Ο Πλούταρχος έλεγε οτι η «δείξις» (χειρονομία) δεν έπρεπε να είναιμιμητική αλλά δηλωτική: «δηλωτική αληθώς των υποκειμένων». Ο χορευτής υποκρίνεται και παριστάνει χαρακτήρες και πάθη: έρωτα, οργή, παραφροσύνη, θλίψη, στις διάφορες εντάσεις και βαθμούς τους. Ο θεατής αναγνωρίζει στον ορχηστή δικά του συναισθήματα, συμπάσχει και ταυτίζεται. Έτσι, ο στόχος της τέχνης, μέσα από αυτή την εσωτερική διεργασία των θεατών, γίνεται η αναζήτηση του αγαθού, του γνώθι σεαυτόν. Η παράδοση των περισσοτέρων αρχαίων μορφών μη εικαστικής τέχνης δυστυχώς έχει χαθεί: μόνον από παραστάσεις σε αγγεία και περαστικές αναφορές σε λογοτεχνικά ή θεωρητικά κείμενα γνωρίζουμε κάποια ψίχουλα για την αρχαία ελληνική μουσική και ορχηστική τέχνη. Το 527 μ.Χ. όταν η εταίρα και χορεύτρια Θεοδώρα έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, συμβολικά τουλάχιστον η ιστορία του Ελληνικού χορού είχε τελειώσει. Η ανερχόμενη τότε χριστιανική θρησκεία, συνδέοντας τη θρησκευτική αναζήτηση με τον ασκητισμό και τον υποβιβασμό του σώματος, σιγά-σιγά απαγόρευσε τις χορευτικές παραστάσεις και απέκλεισε κάθε πρακτική που θα χρησιμοποιούσε το σώμα ως μέσο για ευχαρίστηση και πνευματική εμπειρία. Στην Ευρώπη εξακολούθησε να υπάρχει «ιερή μουσική» αλλά όχι και «ιερός χορός». http://www.shantala.gr/hellas.html