Ενας φτωχός οικογενειάρχης, που κατοικούσε στην περιοχή της πατρίδας του Αγίου, και δεν είχε χρήματα να προικίσει τις τρεις κόρες του, σκόπευε πάνω στην απελπισία του να τις στείλει να γίνουν πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος*, άρχισε να πηγαίνει μυστικά έξω από το σπίτι εκείνο τις νύχτες και να αφήνει σακούλια με χρήματα. Σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά νομίσματα στην κάθε μία. Την τρίτη φορά όμως, ο πατέρας είχε παραφυλάξει για να δει ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης, κι αντιλήφθηκε τον Άγιο, που τον παρακάλεσε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο νοών νοήτω...