Ο Χριστιανισμός, το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός είναι θρησκείες ταυτόσημες, μονοθεϊστικές με κοινό ιδρυτή τον Αβραάμ εκ του γένους του οποίου κατάγονται ο Μωάμεθ αλλά και ο Χριστός. Πρόκειται περί κτησιολογικών θρησκειών με σωτηριακές υποσχέσεις εκ των οποίων ο Ιουδαϊσμός αποτελεί την βάση ενώ οι δυο νεότερες (Χριστιανισμός, Ισλάμ) έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα.
Στην αρχαία Ελλάδα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, θρησκεία με την σημερινή της έννοια δεν υπήρχε αλλά οι αρχαίοι τηρούσαν τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς που ένωναν τους Έλληνες με τους προγόνους τους, τους οποίους είχαν θεοποιήσει και θρησκεία για αυτούς ήταν η λατρεία και οι αξίες του γένους των πατέρων τους, για το λόγο αυτό στην συνέχεια του κειμένου αντί του όρου θρησκεία χρησιμοποιείται ο όρος Ελληνισμός.
Ο Ελληνισμός εν αντιθέσει με τις προαναφερθείσες θρησκείες δεν είναι κτησιολογικός αλλά κοσμογονικός, συμβάλλοντας έτσι στην κατανόηση της φυσικής συγκρότησης του σύμπαντος και των νόμων που το κυβερνούν, άνευ σωτηριολογικών υποσχέσεων, δίνοντας έμφαση στην αξία όχι κάποιας υποτιθέμενης μεταθανάτιας ζωής, αλλά της παρούσης ζωής*, φύσης και σύμπαντος, δεν δημιουργεί καμία ελπιδολαγνεία ούτε υπόσχεται κάποια αμφισβητούμενη σωτηρία (είναι γνωστή η περιγραφή του Ομήρου κατά την οποία το φως ζητάει ο Αίας από τον Δία την ώρα που σκοτεινιάζει η μάχη γύρω από το κορμί του Πάτροκλου. Το φως και όχι τη σωτηρία. Να πεθάνουν εύχεται μέσα στο φως, αντικρίζοντας κατάματα το θάνατο, σαν ελεύθεροι άνθρωποι) και ως εκ τούτου κάθε προσπάθεια συγχώνευσης ή ταύτισης με τις προαναφερθείσες θρησκείες δεν είναι δυνατή, μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί παράνοια.
* στο χωρίο του Ομήρου στη Νέκυα της Οδύσσειας γίνεται αναφορά στον Αχιλλέα που θα προτιμούσε να είναι ένας απλός, έστω και φτωχός άνθρωπος στον πάνω κόσμο παρά να τιμάται στον Άδη:
«Περίλαμπρε Οδυσσέα,Οδύσσεια, Ραψωδία λ 488-491
το θάνατο μη μου ζητάς με λόγια να γλυκάνης.
Κάλλιο στη γης να βρίσκομουν, κι ας δούλευα σε ανθρώπου μικρού, με δίχως βιός πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,
και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων...»
Στον ελληνισμό ο άνθρωπος ζει μέσα στην μη θεοκρατούμενη πολιτεία –γνωρίζει πως για να υπάρξει κράτος, είναι ανάγκη ο πολίτης να υπακούει στους νόμους, να κοιτάζει τους θεούς του στα μάτια, να μη τους προσκυνάει, γιατί η αίσθηση της αξιοπρέπειάς του ως ανθρώπου δεν του επιτρέπει την ταπείνωση αυτή, διαισθάνεται πως και για τους θεούς τους ίδιους θα ήταν ταπεινωτικό να βλέπουν μπροστά τους φίλους (φίλους, όχι δούλους) να τους προσκυνούν- ελεύθερη πολιτεία, λυτρωμένος από την αμάθεια την πρόληψη και το φόβο, είναι περήφανος, δεν προσδοκεί κάποιο είδος παραδείσου, είναι προικισμένος με εσωτερική δύναμη, φωτισμένος και κάθε τι που παίρνει απ' έξω το δουλεύει βαθιά μέσα του, συμμετέχει ενεργά και υπεύθυνα στη διακυβέρνηση της πολιτείας και κατορθώνει τον εξωτερικό καταναγκασμό να τον αλλάζει σε εσωτερική ελευθερία
Αυτό ήταν το ιδανικό του Έλληνος ελεύθερου ανθρώπου, που επικρατούσε στις απαρχές της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους κατορθώνοντας να οδηγήσει την Ελλάδα και την Οικουμένη στην μέγιστη δόξα της: όπως γράφει ο κορυφαίος γερμανός φιλόλογος Jäger «η Ελληνική Γραμματεία έπλασε τον άνθρωπο», αν και "κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού"(U. Wilamowitz) και κατ' επέκταση στόλισε τον κόσμο.
Σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι τα δεινά και το σκοτάδι κυρίευσαν την ζωή των Ελλήνων, όταν κατέβασαν τους θεούς των – με ό,τι και αυτοί συμβολίζουν-στα σκοτάδια της γης από τον διάφανο Όλυμπο, στο έρεβος της νέας θρησκείας.
Θα ήταν βέβαια παράληψη να αποσιωπήσουμε ότι στον ελλαδικό χώρο στην σχετικά πρόσφατη ιστορία τέθηκε υπό αμφισβήτηση το καθιερωμένο πρότυπο του χριστιανού Έλληνος ανθρώπου ( της Βυζαντινής περιόδου και Τουρκοκρατίας ) από τον νεοελληνικό διαφωτισμό στον 18ο αιώνα. Φυσικά αυτή η εξέλιξη ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εφόσον στην ελληνική πολιτική και πνευματική ζωή, διάφορες οργανώσεις έσπευσαν και κατόρθωσαν να προσεταιρισθούν θεσμούς όπως συνδικάτων, εκκλησίας και πανεπιστημίων,με αντάλλαγμα θέσεις-κλειδιά στη δημόσια διοίκηση.
Νίκος Σάμιος