ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ (Από την ενότητα «Στο φτερό», δημοσιευόμενη στην «Παρέμβαση» σε συνέχειες).
«Ήταν 25η Μαρτίου, όταν ο Νίκος Καββαδίας άφησε το καράβι και βγήκε στο λιμάνι της Βηρυτού, για να κάνει τη βόλτα του συντροφιά με τον Γιώργο Σεφέρη, που ήταν εκεί πρέσβης. Ο Σεφέρης ακολουθούσε βαρύθυμος, λέγοντας:
-Νίκο, πρέπει κάτι να κάνουμε, να νιώσουμε τη γιορτή, κάτι να κάνουμε για την επέτειο, να θυμηθούμε την Ελλάδα, αλλά τι;
-Θέλεις να νιώσεις τη γιορτή και την Ελλάδα; του κάνει έκπληκτος ο Καββαδίας.
-Μα, ναι.
-Τότε ακολούθησέ με.
Και ο Καββαδίας τον πάει από δώ, τον πάει από κει, τον βγάζει μες στις φτωχοσυνοικίες της Βηρυτού και, κάπου εκεί, πέφτουν μέσα σ’ ένα στενοσόκακο, ενώ ήδη ο Σεφέρης είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται και να βαρυγκωμεί. Αλλά τι ήταν αυτό που αντίκρισε εκεί! Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος με ελληνικές σημαίες.
-Μα τι συμβαίνει, εδώ, Νίκο; Τόσος πατριωτισμός κι εγώ διπλωμάτης και να μην ξέρω τίποτα;
Ο Καββαδίας σήκωσε τους ώμους του. Τι να του έκανε; Ας το μάθαινε.
-Και ποιοι είναι αυτοί εδώ; ρώτησε ο Σεφέρης.
-Δεν έχεις παρά να μπεις.
Πλησιάζοντας μια σημαιοστολισμένη πόρτα ο Σεφέρης κατάλαβε και πισωπάτησε με τρόμο. Ήταν ο δρόμος με τις Ελληνίδες πόρνες!