Επιχείρηση Νέμεσις
Οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της Γενοκτονίας των Αρμενίων, τελικά δεν καρποφόρησαν για λόγους εσωτερικής (τουρκικής) και διεθνούς πολιτικής. Τα τουρκικά δικαστήρια αν και κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα έγγραφα που αποδείκνυαν τα διαπραχθέντα εγκλήματα σε βάρος των Αρμενίων, απέτυχαν να τιμωρήσουν τους εγκληματίες πολέμου.
Στην Τουρκία το ανερχόμενο εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ αντιτάχθηκε στις δικαστικές προσπάθειες που στόχευαν στη δίωξη των τούρκων στρατιωτικών και κυβερνητικών αξιωματούχων. Στο βιβλίο του, Η Ιστορία της Αρμενικής Γενοκτονίας, ο Βαχάκν Νταντριάν αναφέρει ότι «οι εθνικιστικές φιλοδοξίες ενότητας και εθνικής υπερηφάνειας δεν ταίριαζαν με την εσωτερική παρόρμηση να επιρρίψουν μομφή και ν’ αποδώσουν ευθύνες στους Τούρκους για τη Γενοκτονία των Αρμενίων».
Παράλληλα, στο διεθνές επίπεδο οι πολιτικές εκτιμήσεις βάρυναν περισσότερο από την επιθυμία των Συμμάχων – παρά τη δημόσια δέσμευσή τους – ν’ αναγκάσουν τους Τούρκους ν’ αναγνωρίσουν και να διώξουν ποινικά τους εγκληματίες πολέμου. Στο ζήλο τους να κερδίσουν την εύνοια της κεμαλικής κυβέρνησης, η Γαλλία και η Ιταλία υπονόμευσαν τις προσπάθειες της Αγγλίας και σ’ ένα μικρότερο βαθμό, αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη. Η Αγγλία χωρίς την υποστήριξη των Συμμάχων και καθώς ήταν υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει μόνη της την τουρκική αντίδραση, θυσίασε τελικά την επιδίωξή της για απονομή δικαιοσύνης στο βωμό των πολιτικών της συμφερόντων.
Έτσι,
την ευθύνη για την τιμωρία των δημίων του αρμενικού λαού θα αναλάβουν οι αρμένιοι κομάντος εκδικητές, οι οποίοι απλώς θα εφαρμόσουν τις αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων και θα εκτελέσουν τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης των Νεότουρκων που δικάστηκαν και κρίθηκαν υπεύθυνοι των μαζικών δολοφονιών. Η ομάδα των τιμωρών δεν ξεπερνά τα δέκα άτομα και δρα στα πλαίσια μιας μακράς προετοιμασίας. Μετά από μια πρώτη περίοδο εντοπισμού και ταυτοποίησης του θύματος, η επιτήρηση επικεντρώνεται στις διαδρομές και στα μέρη των περιπάτων και των συναντήσεών τους. Κατόπιν με την πρώτη ευκαιρία πραγματοποιείται η εκτέλεση. Ο Αρμένιος τιμωρός διακατέχεται από μια ασυνήθιστη συμπεριφορά: ταυτίζεται με το σχέδιό του, με τον ύψιστο στόχο του. Μισεί το έγκλημα αλλά κάνει τη θυσία της ζωής του. Η πράξη του χαρακτηρίζεται από μια αδήριτη αναγκαιότητα, ένα πεπρωμένο που είναι αδύνατο ν’ αποφύγει εφόσον είναι διαταγή της οργάνωσής του.
Η πρώτη εκτέλεση τούρκου αξιωματούχου πραγματοποιείται στο Βερολίνο και εντάσσεται στα πλαίσια μιας
επιχείρησης που πήρε το όνομα της θεάς της εκδίκησης, Νέμεσις, από την ελληνική μυθολογία. Συγκεκριμένα, γύρω στις 11 το πρωί της Τρίτης 15 Μαρτίου 1921, στη συνοικία Σαρλότεμπουργκ,
ο Σογομών Τεχλιριάν, μετά από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών, κρίνει κατάλληλη τη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιό του. Στην οδό Χάρντεμπεργκ κάνει ανύποπτος το συνηθισμένο περίπατο, ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, σύμφωνα με τα μουσουλμανικά έθιμα, από τη σύζυγό του, ο οργανωτής του μεγάλου εγκλήματος, πρώην υπουργός Εσωτερικών και μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων που κυβέρνησε ουσιαστικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του πολέμου,
Ταλαάτ Πασάς ο οποίος υπήρξε Μέγας Ραβίνος στην Τουρκία ,υπουργός Εσωτερικών και προσωρινός υπουργός Οικονομικών .
Ο Τεχλιριάν ξεκινά από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Τούρκο, τον προσπερνά και επιβραδύνει το βήμα του. Κατόπιν γυρίζει πίσω. Ο Ταλαάτ φαίνεται σαν κάτι να διαισθάνεται, θέλει να λοξοδρομήσει και ν’ αποφύγει τον άγνωστο διαβάτη. Αλλά δεν προλαβαίνει. Ο Τεχλιριάν βγάζει το περίστροφο από την τσέπη του και με μια αστραπιαία κίνηση τον πυροβολεί στο ύψος του κεφαλιού. Μια σφαίρα είναι αρκετή. Ο γιγαντόσωμος Ταλαάτ βρίσκεται ξαπλωμένος καταγής. Η γυναίκα του πέφτει λιπόθυμη ενώ ο κόσμος που πετιέται στα μπαλκόνια και στα παράθυρα φωνάζει «πιάστε τον, πιάστε τον!». Ο Τεχλιριάν τρέχει να εξαφανιστεί αλλά κάποιος που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση καταφέρνει να τον συλλάβει.
Στη δίκη που συγκεντρώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον, ο Τεχλιριάν θα υποστηρίξει ότι ενήργησε μόνος του χωρίς προμελέτη, οδηγούμενος από μια ακαταλόγιστη επιθυμία εκδίκησης των συγγενών του στη θέα του υπ’ αριθμόν 1 δήμιου των Αρμενίων που αναγνώρισε τυχαία σ’ ένα δρόμο του Βερολίνου. Είναι μια μεμονωμένη πράξη που διέπραξε ένας επιζήσας της γενοκτονίας ο οποίος έγινε επιληπτικός και ανίκανος ν’ αντέξει την ιδέα ότι ένας εγκληματίας όπως ο Ταλαάτ μπορεί να ζει ατιμώρητος μετά από τέτοιες φρικαλεότητες υποστηρίζουν οι δικηγόροι του. Πρέπει να δικαιολογήσει την πράξη του ως ένα απερίσκεπτο χτύπημα, επακόλουθο των βασάνων του, για να μπορέσει να υποστηρίξει την αθωότητά του και η δίκη του να γίνει αυτή του θύματός του, αυτού που υπήρξε ο δήμιος των συγγενών του. Επικαλείται τις ταλαιπωρίες από την εκτόπισή του, τις τρεις πληγές του, τις κρίσεις επιληψίας κάθε φορά που θυμόταν τη μητέρα του, τον αδελφό του, τις σφαγμένες μπροστά στα μάτια του αδελφές του. Πρέπει να διαβεβαιώσει ότι δεν γνώριζε καν την παρουσία του Ταλαάτ στο Βερολίνο όταν ήλθε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία: μια μέρα, τον είχε συναντήσει τυχαία στο δρόμο, τον είχε ακολουθήσει από απλή περιέργεια, χωρίς κακό σκοπό. Όμως, δυο εβδομάδες πριν την εκτέλεση, μετακομίζοντας απέναντι από το σπίτι του είχε ξαναδεί στον ύπνο του τους σωρούς των πτωμάτων ανάμεσα στα οποία είχε αναγνωρίσει τα κορμιά των βασανισμένων γονιών του. Και να που το φάντασμα της μητέρας του είχε σηκωθεί όρθιο και τον είχε μαλώσει αυστηρά: «Πώς; ξέρεις ότι ο δολοφόνος μας είναι εδώ, μπροστά στα μάτια σου και αδιαφορείς; Δεν είσαι πια γιος μου!». Τότε λοιπόν ξυπνώντας απ’ αυτόν τον εφιάλτη, αποφασίζει να σκοτώσει τον Ταλαάτ. Η ρητή εντολή της μητέρας του ήταν υπεράνω κάθε νόμου…
Τρεις μήνες μετά την εκτέλεση, οι ένορκοι του κακουργιοδικείου του Βερολίνου αθωώνουν τον κατηγορούμενο για το έγκλημα εκ προμελέτης.
Η αθώωσή του γίνεται δεκτή με ενθουσιώδη χειροκροτήματα από ένα πλήθος συμπατριωτών και συμπαθούντων που είχαν κατακλύσει το δικαστήριο και
θεωρείται σαν η τρανή απόδειξη για τα συναισθήματα της πολιτισμένης ανθρωπότητας απέναντι στο τερατώδες έγκλημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει κι ένας άλλος Αρμένιος τιμωρός, ο
Μισάκ Τορλακιάν που θα σκοτώσει στην Κωνσταντινούπολη, τον υπουργό Εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν,
Μπεχούντ Χαν Τζιβανσίρ, υπεύθυνο της σφαγής 20.000 Αρμενίων κατά την είσοδο των Τούρκων στο Μπακού το Σεπτέμβρη του 1918. Στις 18 Ιουλίου 1921, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ο αζέρος αξιωματούχος επιστρέφει στο ξενοδοχείο Πέρα Παλάς, συνοδευόμενος από τον αδελφό του και άλλα τέσσερα άτομα μετά από μια οινοποσία σ’ ένα γειτονικό δημόσιο πάρκο.
Ένας μικρόσωμος άνδρας εμφανίζεται ξαφνικά στην είσοδο του ξενοδοχείου πυροβολώντας μια φορά στα πλευρά του Τζιβανσίρ που τον περνούσε ένα κεφάλι. Ο υπουργός γυρίζει λίγο το σώμα του και καταφέρνει να πιάσει το μπράτσο του θύτη του. Αυτός όμως προλαβαίνει και του φυτεύει δυο σφαίρες στο στήθος. Κι ενώ ο τραυματίας σωριάζεται καταγής, οι συνοδοί του πανικόβλητοι το βάζουν στα πόδια και κρύβονται πίσω από τα αυτοκίνητα. Οι δυο τούρκοι αστυνομικοί της φρουράς που βρίσκονται μπροστά στο ξενοδοχείο εξαφανίζονται. Ο Τορλακιάν στρίβει στη γωνία του δρόμου, αλλά ξαναεμφανίζεται ακούγοντας τις εκκλήσεις του θύματος για βοήθεια. Οι τριάντα περίπου αποσβολωμένοι μάρτυρες δεν τολμούν να επέμβουν, βλέπουν έντρομοι τον εκτελεστή να πλησιάζει και να δίνει τη χαριστική βολή στον τραυματισμένο που θα υποκύψει λίγο αργότερα κατά τη μεταφορά του στο ξενοδοχείο. Ο Τορλακιάν πυροβολεί μια φορά στον αέρα για ν’ απομακρύνει τους αστυνομικούς που έχουν σπεύσει εν τω μεταξύ για να τον αφοπλίσουν και προσπαθούν να τον συλλάβουν. Στη συνέχεια όταν καταφθάνουν οι γάλλοι στρατιωτικοί που ανήκαν στις δυνάμεις κατοχής, ο Τορλακιάν βάζει το όπλο του στη σκεπή ενός αυτοκινήτου και παραδίδεται. Οι στρατιώτες τον συνοδεύουν μέχρι το αστυνομικό τμήμα, ενώ το πλήθος τον ξυλοκοπάει μέχρι που λιποθυμάει.
Στους Γάλλους και κατόπιν στους Άγγλους αξιωματικούς που τον ανακρίνουν, απαντά ότι η οικογένειά του εξοντώθηκε με διαταγή του Τζιβανσίρ στο Μπακού και δείχνει τις τρεις ουλές που φέρει στο σώμα του ενώ μια σφαίρα είναι σφηνωμένη στο μηρό του απ’ αυτή τη σφαγή.Η δίκη του Τορλακιάν αρχίζει στα τέλη Αυγούστου, ενώπιον του βρετανικού στρατιωτικού δικαστηρίου στο κτίριο της παλιάς οθωμανικής σχολής πολέμου. Διαρκεί δυο μήνες και ο συνήγορος υπεράσπισης στηριζόμενος στο πόρισμα του γιατρού-πραγματογνώμονα, υποστηρίζει ότι ο πελάτης του αφού καταλήφθηκε από επιληψία – όπως ο Τεχλιριάν – είχε αντιδράσει όντας σε κατάσταση κρίσης στην ανάμνηση των σφαγών των συγγενών του στο Μπακού, όταν πληροφορείται για την παρουσία του Τζιβανσίρ στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Οκτωβρίου, ο Τορλακιάν κρίνεται ένοχος χωρίς να του επιβληθεί ποινή λόγω ψυχικής διαταραχής τη στιγμή των γεγονότων. Έτσι αφού θεωρείται ανεύθυνος για τις πράξεις του, απελαύνεται στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
Ο Τορλακιάν όπως φαίνεται αντιγράφει τη στάση του από τον Τεχλιριάν, σύμφωνα με τις οδηγίες της κοινής οργάνωσής τους που είχε αποφασίσει να σχεδιάσει την εκτέλεση των πρωταιτίων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.Ο θάνατος του Τζιβανσίρ, όπως και του Ταλαάτ εγγράφεται σε μια σειρά προμελετημένων και επιμελώς προετοιμασμένων πράξεων από ένα κρυφό δίκτυο που σχηματίστηκε στους κόλπους του κόμματος της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας – Τασνακτσουτιούν με σκοπό να καταδιώξει αυτούς τους εγκληματίες πολέμου μέχρι τα πιο μυστικά κρησφύγετά τους και να τους εκτελέσει. Εν τω μεταξύ δυο άλλες ομάδες εκδικητών βρίσκονται στην Ευρώπη και περιμένουν τις κατάλληλες οδηγίες. Το σχέδιο είναι να χτυπήσουν τα επόμενα άτομα της λίστας με τη ρητή εντολή αυτή τη φορά να μην πιαστεί κανένας – δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναγίνουν παρόμοιες δίκες – αποφεύγοντας όσο το δυνατόν, τους άσκοπους θανάτους και τα χτυπήματα αθώων.
Στις 5 Δεκεμβρίου 1921 ο Αρσαβίρ Σιρακιάν θα εκτελέσει στη Ρώμη κατά τρόπο μυθιστορηματικό – κρεμασμένος στο μαρσπιέ της άμαξας που μετέφερε το θύμα – με μια σφαίρα στο κεφάλι, τον πρώην αρχηγό της κυβέρνησης των Νεότουρκων Σαΐντ Χαλίμ μετά από συστηματική παρακολούθηση πέντε μηνών.
Ο Σιρακιάν μαζί με τον Αράμ Γεργκανιάν θα ξαναχτυπήσουν στο Βερολίνο στις 17 Απριλίου 1922 ταυτόχρονα τον δρ.
Μπεχαεντίν Σακίρ, έναν από τους κυριότερους υπεύθυνους της γενοκτονίας και τον πρώην διοικητή της Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί. Η καταδίωξη του πρώην υπουργού Ναυτικών, Τζεμάλ Πασά, μέλους της τριανδρίας των Νεότουρκων, που έγινε σύμβουλος των Σοβιετικών στις καυκασιανές υποθέσεις, θα οδηγήσει τους αποφασισμένους κομάντος Στεπάν Τζαγικιάν, Μπεντρός Τερ Μπογοσιάν και Αρντασέζ Κεβορκιάν να τον εκτελέσουν στις 25 Ιουλίου 1922, μπροστά στο στρατηγείο της Τσέκα, (πολιτικής αστυνομίας των μπολσεβίκων) στην Τιφλίδα.
Ειρωνεία της τύχης :
ο Εμβέρ Πασάς, το τρίτο μέλος της τριανδρίας των Νεότουρκων, πρώην υπουργός Πολέμου, που είχε στραφεί προς την κομμουνιστική κυβέρνηση της Μόσχας,
θα σκοτωθεί στις 4 Αυγούστου 1922
από μια διμοιρία αρμενίων μπολσεβίκων κοντά στη Σαμαρκάνδη, στα σύνορα του Αφγανιστάν, όντας επικεφαλής μιας ομάδας επαναστατημένων μουσουλμάνων του εμιράτου της Μπουχάρας και ο δρ. Ναζίμ, ο τελευταίος που απέμεινε από τη λίστα των προγραμμένων ατόμων που είχαν συντάξει οι εκδικητές, θα εκτελεστεί δι’ απαγχονισμού στην Άγκυρα στις 26 Αυγούστου 1926. Όχι βέβαια επειδή συμμετείχε στην οργάνωση των σφαγών του 1915, αλλά διότι συνωμότησε εναντίον του κεμαλικού καθεστώτος.
«Η οργάνωσή μας δεν είχε κανένα σχέδιο εξόντωσης, τιμωρούσε τα άτομα εκείνα που είχαν δικαστεί ερήμην και είχαν κριθεί υπεύθυνα για μαζικές δολοφονίες. Εξ άλλου στη λίστα υπήρχαν ονόματα αρμενίων προδοτών», θα γράψει στ’ απομνημονεύματά του λίγο πριν το θάνατό του το 1973 ο Αρσαβίρ Σιρακιάν.
Βιβλιογραφία : Αρσαβίρ Σιρακιάν, Το χρέος του αίματος – Ο Τιμωρός, έκδοση Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής, Αθήνα 1990 Ζακ Ντεροζύ, Επιχείρηση Νέμεσις, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα Αιχμαλωσία μνήμης, Αρουτιούν Καμπουριάν, εκδόσεις Τσουκάτου, Αθήνα 2008,
http://www.armenians.gr/armenika/35/x35_16.html