ΠΡΟΤΟΥ καλά-καλά κρυώσουν οι σοροί των νεκρών Κούρδων, μαχητών και αμάχων, από τις «ασύμμετρες» τουρκικές επιχειρήσεις βαθιά στο Βόρειο Ιράκ, και με φρέσκα ακόμη τα διαδοχικά πολεμικά τελεσίγραφα προς την Κύπρο, αλλά και τη Συρία, η Αγκυρα ανάβει μέσα από την αντιπαράθεσή της με το Τελ Αβίβ νέες φωτιές στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου- την ήδη ταραγμένη και ματωμένη από τις επιπτώσεις της «Αραβικής Ανοιξης» περιοχή-, που είναι φανερό ότι ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί και πάλι σφαίρα επιρροής της Αγκυρας και νεο-οθωμανικό βιλαέτι της. Καθώς οι φρεγάτες ζεσταίνουν τις μηχανές τους και οι απειλές δίνουν και παίρνουν μεταξύ των δύο ως πρόσφατα στενών συμμάχων, που σταδιακά μετατρέπονται σε μισητούς εχθρούς, το ερώτημα στα χείλη όλων είναι προφανές: ως πού είναι άραγε διατεθειμένος να φτάσει ο Ερντογάν για να «κλειδώσει» τον πρωταγωνιστικό ρόλο που φιλοδοξεί να κατοχυρώσει όχι μόνο στη μεσογειακή μας γειτονιά, αλλά και ως ηγέτης ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου; Μήπως, εμποτισμένη καθώς είναι με την αισιοδοξία της αναπτυσσόμενης περιφερειακής υπερδύναμης, η Τουρκία το παρακάνει, καταφεύγοντας σε μια επικίνδυνη «πολιτική της κανονιοφόρου» απέναντι σε ένα ολοένα και πιο απομονωμένο και νευρικό Ισραήλ;
Η περίοδος της πολιτικής «ήπιας ισχύος» και των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του Αχμέτ Νταβούτογλου περνά οριστικά στο παρελθόν.