Μερικές καταλήψεις υπουργείων την Πέμπτη ήταν αρκετές για ν’ αναγκάσουν την κυβέρνηση να βγάλει άρον-άρον από την ατζέντα του υπουργικού συμβούλιου, που συνεδρίαζε την ίδια μέρα, το θέμα της εργασιακής εφεδρείας, που ήταν προγραμματισμένο.
Φυσικά, η κυβέρνηση έκανε έναν ελιγμό, με σκοπό να επανέλθει μετά από μερικές μέρες. Φρόντισε, δε, να διοχετεύσει στα παπαγαλάκια πως ο λόγος της αναβολής της συζήτησης δεν ήταν οι καταλήψεις στα υπουργεία, αλλά η ελλιπής προετοιμασία του θέματος από τους φορείς του υπουργείου.
Τι δείχνει αυτό το μικρό επεισόδιο; Οτι κυβέρνηση, τρόικα και καπιταλιστές τρέμουν τις αντιστάσεις των εργαζόμενων. Φανταστείτε πόσο θα έτρεμαν, αν αυτές οι αντιστάσεις δεν ήταν σκόρπιες, χαμηλής έντασης, απολύτως ελεγχόμενες από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, υπονομευμένες έτσι που να οδηγούν στην ήττα, μέσω της εκτόνωσης.
Τον αντίπαλο τον βλέπουν όλοι οι εργαζόμενοι. ‘Η μάλλον βλέπουν εκείνους που διαχειρίζονται τα συμφέροντα του αντίπαλου. Αντίπαλος είναι η διεθνής κεφαλαιοκρατία, που «κινεζοποιεί» την Ελλάδα, και διαχειριστές των συμφερόντων της η κυβέρνηση, η τρόικα, τα κοινοτικά όργανα, το ΔΝΤ.
Δεν βλέπουν, όμως, έναν μεγάλο εχθρό που έχει εμφιλοχωρήσει μέσα στο κοινωνικό σώμα και σαν σαράκι κατατρώει τις συνειδήσεις. Μιλάμε για την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία. Βρισκόμαστε μόλις ένα «κλικ» πριν από το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ολο και πιο συχνά ακούς από εργαζόμενους ότι «δεν βγαίνει τίποτα», «αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα», «μόνη λύση είναι να φύγει η κυβέρνηση» και άλλα τέτοια.
Εξηγήσιμη αυτή η συμπεριφορά, όχι όμως και δικαιολογημένη. Εξηγήσιμη μετά την αναποτελεσματικότητα των αγώνων της τελευταίας διετίας. Γενικές απεργίες που δεν οδήγησαν πουθενά, μαζικότατα συλλαλητήρια αγανάκτησης που επίσης δεν οδήγησαν πουθενά.
Υπάρχει, όμως, ένα ερώτημα που δυστυχώς δεν τίθεται κι ας είναι το κομβικό ερώτημα: μήπως αυτές οι μορφές αγώνα ήταν εξ ορισμού αναποτελεσματικές; Μήπως οι αγώνες πρέπει να πάρουν άλλη μορφή; Μήπως απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση των δυνάμεων του διεθνούς κεφάλαιου πρέπει οι εργαζόμενοι και οι νέοι ν’ αντιτάξουν αντίσταση ανυποχώρητη, βίαιη, εξεγερτική; Μήπως πρέπει να σπάσει το απόστημα των κοινοβουλευτικών κομμάτων και των αστικοποιημένων και ρεφορμιστικών συνδικάτων και ν’ αρχίσει να οικοδομείται η ταξική οργάνωση των εργατών, και στο πολιτικό και το συνδικαλιστικό επίπεδο;