Έλα, ρε άτιμε. Έλα να τα πάρεις όλα. Και για όσα πάλεψαν οι πρόγονοί μου και για τα δύο μέτρα κήπο που μου άφησαν οι παππούδες μου. Έλα να πάρεις και τα μεροκάματα, τα σκληρά, που τα έβαζα στην άκρη για μια ώρα δύσκολη, εκείνη της αρρώστιας.
Έλα να τα πάρεις όλα. Πάρε και τον ήλιο που τόσο τον γουστάρεις για να λιάζουν οι συφιλιδικοί τα κορμιά τους αποκτώντας το μεσογειακό χρώμα που τόσο επιθυμούν και τόσο απεχθάνονται.
Πάρε ρε, και τις θάλασσές μου να εξάγεις αέριο και τα ποτάμια μου να παράγεις ενέργεια φθηνή μόνο για την πάρτη σου. Πάρε και το γάλα των προβάτων μας και τα στάρια των κάμπων μας.
Το ξέρω που το πας, άτιμε. Το πας εκεί που πάντα ήθελες να το φθάσεις. Να καταστήσεις έναν λαό υπηρέτη. Να βλέπω απελπισμένες μεσόκοπες να βγάζουν μεροκάματο σε μπουρδέλα παραπήγματα ενώ οι πιο νέες να φεύγουν καραβιές για τα διεθνή καλογυαλισμένα μπουρδέλα σου.
Να βλέπω γέρους να πεθαίνουν από αφόρητο κρύο κλεισμένοι μέσα στα 20 τετραγωνικά λίγο πριν τους τα πάρεις κι αυτά ή από ασφυξία όταν θα τους κλείνεις τον διακόπτη από την συσκευή οξυγόνου λόγω ληξιπρόθεσμων λογαριασμών.
Να βλέπω 50ρηδες σε απόγνωση, 40ρηδες στις ουρές ανεργίας και 20ρηδες να λένε την ξενιτειά πατρίδα τους.
Να βλέπω τα παιδιά ως μελλοντικούς σκλάβους της Φάρμας των Ανθρώπων που χρόνια στήνεις και