[«Μακράν σταθήτε βέβηλοι, να ο Θεός εφάνη!
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός 'ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει...
Ελάτε ν' αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ' άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα...]
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός 'ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει...
Ελάτε ν' αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ' άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα...]
απόσπασμα ποιήματός του...
Ενας ποιητής με νεοελληνική συνείδηση. Παρότι δεν είναι ο πρώτος Νεοέλληνας ποιητής (αφού δεν έγραφε στη νεοελληνική), ο Μάρουλλος είναι ο πρώτος ποιητής (ο πρώτος πραγματικός ποιητής) που αυτοπροσδιορίζεται ως (Νεο)έλληνας («Graecus») μέσα στους ίδιους του τους στίχους. Παρά το γεγονός ότι στον 20ό αιώνα υπήρξε μια αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τον Μάρουλλο, η απήχησή της στους Ελληνες δεν ήταν εκείνη που θα περίμενε κανείς. Με την εξαίρεση μιας νεανικής, όμως σημαντικής, εργασίας του Δ. Ζακυθηνού (1928, 1978), οι μόνες ουσιώδεις, παρότι σύντομες, αναφορές στον Μάρουλλο είναι εκείνες του Παλαμά (1897, 1907, 1924), οι στηριζόμενες στις έρευνες για τον Μάρουλλο του Σάθα.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1453 από γονείς καταγόμενους από την Πελοπόννησο και μεγαλωμένος στη Ραγούζα της Δαλματίας και έπειτα στην Ιταλία, ο Μάρουλλος μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στα γράμματα και στο επάγγελμα του «στρατιώτη» (stratioto), το οποίο τον οδήγησε σε μισθοφορικές περιπλανήσεις σε αρκετές χώρες. H πνευματική του διαμόρφωση ήταν εκείνη ενός ανθρώπου της ιταλικής Αναγέννησης (σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία). Εζησε κατά καιρούς στα σημαντικότερα κέντρα του Ουμανισμού (Φλωρεντία, Ρώμη, Νάπολι) συνάπτοντας φιλίες με εξέχοντες εκπροσώπους του. Ο θάνατός του, το 1500 (πνίγηκε προσπαθώντας να περάσει έφιππος ένα ποτάμι της Τοσκάνης) τον βρήκε στην πλήρη ωριμότητα.
Ο Μάρουλλος ήταν και αξιόλογος
κλασικός φιλόλογος (τα σχόλιά του στον Λουκρήτιο θεωρούνται σημαντικά). Τα ποιήματά του (ύμνοι, επιγράμματα, ελεγείες, διάφορα άλλα), γραμμένα σε μιαν εποχή που η λατινική δεν βιωνόταν ακόμη ως νεκρή ποιητική γλώσσα και τυπωμένα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα (σε πληρέστερες εκδόσεις τον 16ο αιώνα), τον ανέδειξαν σε επιφανή ποιητή του Ουμανισμού. Χαρακτηριστικοί της απήχησής του είναι οι έπαινοι ενδόξων ομοτέχνων του, όπως του Αριόστο ή του Ρονσάρ (ο δεύτερος του έγραψε, το 1560, ένα «Επιτάφιο» ποίημα, με το οποίο τον τοποθετεί στα Ηλύσια Πεδία, δίπλα στον Τίβουλλο, τον Προπέρτιο και την Κόριννα).
* Το βίωμα του εξόριστου
Ενα βασικό βίωμα της ποίησης του Μάρουλλου είναι το βίωμα της εξορίας από την πατρίδα. Τόσο στους ύμνους του (που έχουν τον τίτλο Φυσικοί ύμνοι) όσο και στις Ελεγείες (Neniae) και τα Επιγράμματα ο Μάρουλλος εκφράζει την οδύνη του για την υποδούλωση της πατρίδας του (της Ελλάδας: «Graeciae») από τους Οθωμανούς και τη σφοδρή επιθυμία της απελευθέρωσής της και της επιστροφής του σε αυτήν. Ενα μέρος της ποιητικής φήμης του οφειλόταν στην ποιητική δύναμη των πατριωτικών του στίχων. Ωστόσο ήταν κυρίως οι Φυσικοί ύμνοι το έργο που έκανε τους κριτικούς της εποχής του και του 16ου αιώνα να πιστεύουν ότι ο Μάρουλλος είχε εξασφαλισμένη την ποιητική αθανασία. Βέβαια σήμερα είναι δύσκολο να εξηγήσουμε αυτή την πεποίθηση, όχι μόνο γιατί τα ποιήματά του είναι γραμμένα σε μια γλώσσα που ακόμα και με τους ποιητικούς όρους της εποχής του ήταν πεποιημένη, αλλά και γιατί δεν γνωρίζουμε ορισμένες πτυχές του πολιτισμικού ιστού εκείνων των εποχών, που θα μας επέτρεπαν να δούμε το κοσμολογικό σχέδιο των Φυσικών ύμνων σε ένα καθαρότερο φόντο. Λ.χ. είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι συμβολίζουν σε αυτά τα ποιήματα οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι στη μίξη τους με τον νεοπλατωνισμό και με στοιχεία της αρχαίας επιστήμης και του υλισμού του Λουκρητίου. H κεντρική παρουσία του Ηλιου, σε αυτό το μίγμα, ως εικόνας ενός αόρατου Θεού, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιωδών αναφορών στον χριστιανισμό, έκαναν πολλούς να θεωρούν τον Μάρουλλο παγανιστή. Οποιες και να ήταν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, «η ποιητική σελίδα του Μάρουλλου», γράφει ένας σημερινός Ιταλός μελετητής, «είναι μια από τις ωραιότερες σελίδες της λυρικής ποίησης του λατινικού Ουμανισμού».
* Ιστορικό σημείο
Ομως ο λατινόγλωσσος ποιητής Μάρουλλος μπορεί να ενδιαφέρει τους Ελληνες του 21ου αιώνα; Πιστεύω ναι, για δύο λόγους, αλληλοσυμπληρούμενους. Ο πρώτος είναι ποιητικός: τα καλύτερα ποιήματά του μπορούν και σήμερα, σε καλές μεταφράσεις, να μας τέρψουν με τη λυρική τους ποιότητα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Μάρουλλος αποτελεί ένα ευδιάκριτο σημείο στην ιστορία της νεοελληνικής συνείδησης και στην ιστορία της διαπίδυσης αυτής της συνείδησης με την ευρωπαϊκή. Ο Παλαμάς περιγράφει τα λατινόγλωσσα ποιήματα του Μάρουλλου ως «τα πρώτα μετά την Αλωση που χύθηκαν εμπνευσμένα από νουν ελληνικό»· χαρακτηρίζει δηλαδή τον Μάρουλλο ως τον πρώτο χρονικά ποιητή με νεοελληνική συνείδηση. Και πράγματι, παρότι δεν είναι ο πρώτος Νεοέλληνας ποιητής (αφού δεν έγραφε στη νεοελληνική), ο Μάρουλλος είναι ο πρώτος ποιητής (ο πρώτος πραγματικός ποιητής) που αυτοπροσδιορίζεται ως (Νεο)έλληνας («Graecus») μέσα στους ίδιους του τους στίχους. Βέβαια είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το περιεχόμενο της νεοελληνικής του συνείδησης. Οπως σωστά θα παρατηρούσαν εκείνοι οι νεότεροι ιστορικοί μας που μελετούν την εμφάνιση της νεοελληνικής συνείδησης αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα ορισμένων νεότερων θεωριών περί εθνικισμού, το περιεχόμενο της νεοελληνικής συνείδησης του Μάρουλλου δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με το περιεχόμενο που έχει αποκτήσει η νεοελληνική συνείδηση τους δύο τελευταίους αιώνες. Ωστόσο λανθασμένα οι ίδιοι θα θεωρούσαν ότι είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Και τούτο γιατί στον Μάρουλλο υπάρχει ένα βασικό - και διαχρονικό - συστατικό της νεοελληνικότητας: η αίσθηση (αληθής ή ψευδής, δεν έχει σημασία) ότι οι νεότεροι Ελληνες συνδέονται με τους αρχαίους Ελληνες με δεσμούς συγγενείας.
Το συστατικό αυτό, που εμφανίζεται ήδη πριν από το 1453 και που γίνεται καθοδηγητικό για τη βαθμιαία μεταλλαγή της «ρωμαίικης» (της βυζαντινής) συνείδησης σε νεοελληνική, παρουσιάζεται βέβαια αρχικά στα ανώτερα στρώματα: στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας και της λογιοσύνης. Θα πρέπει να περάσει ένας αιώνας περίπου από το 1453 για να το βρούμε ως εθνοτική συνείδηση σε ένα μεγάλο τμήμα του ελληνόφωνου ορθόδοξου (αλλά και καθολικού) πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των νήσων της N.A. Μεσογείου. Ισχυρή ένδειξη της εμφάνισης αυτής της κοινοτικότητας είναι η σύνταξη, κατά τη δεκαετία του 1540, της γραμματικής της κοινής νεοελληνικής του N. Σοφιανού, η οποία γράφεται για να βοηθήσει «το γένος των Γραικών» να μορφωθεί και να επανακτήσει τη δόξα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων του.
* Το πρώτο νεοελληνικό
Τα όσα ανέφερα θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε τις χρονικές αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας· και να πούμε ότι ένας αριθμός λογοτεχνικών έργων που γράφτηκαν τον 16ο αιώνα στη νεοελληνική γλώσσα (δημώδη ή διαλεκτική) θα πρέπει να είναι νεοελληνικά, γιατί σύμφωνα με ισχυρές ενδείξεις θα πρέπει να γράφτηκαν από ανθρώπους με νεοελληνική εθνοτική συνείδηση. Λέω ένας αριθμός, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία που να μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε την εθνοτική συνείδηση ανθρώπων όπως ο Μπεργαδής (ο ποιητής του Απόκοπου, 1509) ή ο ποιητής των κυπριακών Ερωτικών Ποιημάτων των μέσων του αιώνα. Θα πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του 16ου αιώνα, στα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της Ακμής, για να βρούμε (όπως μας δείχνουν οι Γ. Σεφέρης, Στ. Αλεξίου και N. Παναγιωτάκης) εκείνα τα έργα που μπορούν χωρίς επιφυλάξεις να χαρακτηριστούν νεοελληνικά.
Ωστόσο αισθάνεται κανείς ότι, όταν ο A. Γραδενίγος, το 1676, χαρακτήριζε τον Χορτάτση «κορυφαίον των ποιητών εις τούτο το γένος» (στο νεοελληνικό γένος) δεν θα πρέπει να τον συνέκρινε μόνο με «ομογενείς» ποιητές μεταγενεστέρους του. Το ότι οι πριν από τον Χορτάτση ποιητές με νεοελληνική συνείδηση θα πρέπει να ήταν αρκετοί, μας το δείχνει η σειρά (που ξεκινά με τον λατινόγλωσσο Μάρουλλο) των ποιημάτων-εκκλήσεων προς τους Δυτικούς να ελευθερώσουν την Ελλάδα, των γραμμένων στην αρχαία ελληνική, οι ποιητές των οποίων αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες μέσα από τους ίδιους τούς στίχους τους: το ποίημα του M. Μουσούρου προς τον Πλάτωνα (1513), το Προτρεπτικόν και προγνωστικόν του Ιω. Γεμιστού (1516), ο Θρήνος εις την Ελλάδος καταστροφήν του A. Επαρχου (1544), ένα επίγραμμα του M. Δεβαρή (π. 1560). Μας το δείχνουν, ακόμη, και οι γραμμένοι από τον N. Σοφιανό νεοελληνικοί 15σύλλαβοι (που τους εξέδωσε ο M. Βίττι), οι οποίοι περιέχονται σε δύο σκηνές της ιταλικής κωμωδίας Οι τρεις τύραννοι του A. Ricchi (1533), ο εμφανιζόμενος ως Κωνσταντινουπολίτης πρωταγωνιστής των οποίων αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνας. Οι στίχοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ως το πρώτο νεοελληνικό λογοτεχνικό κείμενο.
H εμφάνιση αυτού του κειμένου μέσα σε ένα ιταλικό έργο και ανάμεσα στα γραμμένα από Ελληνες στην αρχαία ελληνική και τη λατινική ποιήματα που ανέφερα, τα οποία ανήκουν περισσότερο στη λογοτεχνία του Ουμανισμού, είναι δηλωτική των διαπολιτισμικών συνθηκών μέσα από τις οποίες κάνει την εμφάνισή της η νεοελληνική λιγοτεχνία, συνθηκών που αποτελούν, περισσότερο ή λιγότερο, και διαχρονικό πεδίο παραγωγής της. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι τα σπουδαιότερα έργα της λογοτεχνίας μας από τις αρχές της ως και τον 19ο αιώνα είναι γραμμένα από ποιητές δίγλωσσους· ούτε ότι τα σημαντικότερα από εκείνα τα έργα που εκφράζουν παραστατικότερα τη νεοελληνική φυσιογνωμία συνομιλούν με δυτικά πρότυπα.
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ | Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2003
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διαβάστε περισσότερα (άρθρο από Το Βήμα): http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=155926&dt=21/12/2003#ixzz0uXN6mh17
Αποσπάσματα από τον «Ύμνο στον Ήλιο» του Μιχαήλ Μάρουλλου, πληθωνιστή «στρατιότο» του 15ου αιώνα, μετάφραση (από τα λατινικά) του εθνικού μας ιστορικού Κωνσταντίνου Σάθα - «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος Ζ. Πηγή: http://www.ysee.gr/
«Μακράν σταθήτε βέβηλοι, να ο Θεός εφάνη!
να οι ναοί εσείσθηκαν εις ταις κρυφαίς σπηληαίς μας,
και το βουνό του Παρνασσού συθέμελον βρυχάται.
Πάλιν εκαταδέχθηκε ο Απόλλων να γυρίση
εις τα παληά λιμέρια του, να ζωντανεύση πάλιν
το σπήλαιον που τώβοσκεν αιώνια σαπίλλα,
πάλιν εμπνέει τας ψυχάς των σοβαρών ανθρώπων
και φωλιαστός 'ς τα σωθικά στρέφει, γεννά τον οίστρον,
οπού ποτίζει την καρδιάν με βακχικήν μανίαν
και την ψυχήν μας συγκινεί, πιέζει και συντρίβει...
Ελάτε ν' αγκαλιάσωμεν τους πατρικούς Θεούς μας,
και πρώτον τον μονογενή που μ' άσβεστον λαμπάδα
τον κόσμον όλον κυβερνά, τον Ήλιον πατέρα...
που το πάθος του εδήλωσε κρυμμένος 'ς την μαυρίλλαν
του σκοταδιού, λοξά θορών τα έργα των κακούργων.
Ούτε η δυστυχία μας, τα θαυμαστά μνημεία,
αι τέχναι μας, αι αρεταί κ' αι θείαι συγγραφαί μας
αυτούς τους συνεκίνησαν! κ' έπεσαν τόσα κάστρα
από φωτιάν και σίδηρον σύρριζα φαγωμένα,
και τόσοι χρυσομάρμαροι ναοί των ουρανίων,
κι άνθρωποι που 'χαν εξ αρχής το κράτος γης, θαλάσσης
εδιώχθησαν, κι από ταις σπηληαίς εδιώξαν τα θηρία,
κι ακόμη, δυστυχής εγώ, Ιερόν ζητώ 'ς τον κόσμον!
Ημείς, οπού το ύστερον ξεθύμασμα της Μοίρας
από πατρίδα εχώρησε και τάφους των γονέων
μένομεν εις παράδειγμα της ανθρωπίνης τύχης.
Αλλ' αν του Βασιλέως μου και του υιού συνάμα
δεν δράμη η βοήθεια, ώ τότε επί τέλους
αι χάριτες ας σβέσωσι της θείας μας της γλώσσης
κι αυταί αι τέχναι ας χαθούν, τα ονόματα τα τόσα,
οπού τα καθιέρωσαν οι κόποι κ' οι αιώνες,
'ς τον βούρκο της λησμονησιάς δια πάντα ας ποντισθώσι,
κι αυτοί εδώ των Πελασγών τα λείψανα ας λάβουν,
και τ' άγια μυστήρια, κι ας φιλοτιμηθώσι
να διασώσουν την τιμήν τοσούτων ονομάτων,
και τα βιβλία που δηλούν τόσους και τόσους κόπους
ψυχών οπού ενίκησαν τον χρόνον και τον Άδην.
Αυτή, ώ πάτερ Ήλιε, θα γίνη η οπλοθήκη
οπού μια 'μέρα την πτωχήν φυλήν θ' αναγεννήση»
Πρώτη ανάρτηση: phorum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου