01 Σεπτεμβρίου 2011

Κισμέτ μιας Οδύσσειας χωρίς Ιθάκη

Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη: Μισάκ Απελιάν - Κανανιάν Εκτύπωση E-mail
Της Κουήν Μινασιάν


Συνεχίζοντας την έρευνα της ιστορίας της οικογένειάς μας στο μάθημα Ιστορίας του σχολείου, φτάσαμε στην οικογένεια Απελιάν -Κανανιάν. Η μαθήτρια
Μαριάμ Απελιάν παρουσίασε μια τόσο ενδιαφέρουσα έρευνα, που μας παρακίνησε να γνωρίσουμε από κοντά τον παππού της και αφηγητή μας, τον κύριο Μισάκ Απελιάν. Ένας άνθρωπος, που παρά τις τόσες δυσκολίες παραμένει πράος και χαμογελαστός. Ο δίχως παράσημα άγνωστος στρατιώτης, ο χωρίς επαίνους ανώνυμος ήρωας μπορεί να είναι ο διπλανός μας άνθρωπος.


Με λένε Μισάκ Απελιάν, γεννήθηκα το 1938 στην πόλη Μαλαγέρ (ή Μαρακέγ) της Περσίας. Θα σας διηγηθώ την ιστορία της οικογένειάς μου, ιδιαίτερα δε του πατέρα μου.
Στο χωριό Ουζουνλού, της περιοχής Γιοζγκάτ, ζούσαν ο παππούς μου Οβαννές Απελιάν - Κανανιάν και η γιαγιά μου Μάρτα. Το Ουζουνλού ήταν 60 χλμ. από την Άγκυρα στο δρόμο προς Κιλικία. Ο Οβαννές είχε 4 γιους και 2 κόρες: ο Μισάκ, ο Γεζεκέλ, ο Μεσρόπ, ο Ρουπέν και η Αλτούν. Την άλλη κόρη, μικρότερη απ’ όλους, δεν θυμάμαι πως την έλεγαν. Πατέρας μου ο Μεσρόπ. Θυμάμαι όσα μας έλεγε, τα θυμάμαι καλά, γιατί μας τα διηγιόταν συχνά και πολύ παραστατικά.
Ο τουρκικός στρατός και η χωροφυλακή εισέβαλαν, που λέτε, απρόσμενα το 1915 στο Ουζουνλού. Σφαγές και αρπαγές γίνονταν και σε άλλα μέρη, μα άρχισαν τόσο ξαφνικά και πήραν μεγάλη έκταση τόσο γρήγορα, που κανείς δεν προλά-βαινε να αντιδράσει ή έστω να τρέξει να ειδοποιήσει άλλες περιοχές. Οι δυο μεγαλύτεροι, Μισάκ και Γεζεκέλ είχαν ήδη κληθεί και υπηρετούσαν τη θητεία τους στο τουρκικό στρατό, κάπου μακριά.
Ο ιμάμης της περιοχής διάβασε τη διαταγή σφαγής και κατέληξε: «Ω, καταραμένοι! Ο μεγάλος Αλλάχ έφερε τη μέρα που όποιος είναι μουσουλμάνος, πρέπει να σφάζει τους Αρμένιους». Έδεσαν τους άντρες 17 ως 60 χρονών ανά δεκάδες, πολλές δεκάδες, για να τους πάνε για σφαγή. Η επιλογή των αντρών έγινε με μια ματιά στο λαιμό, δηλαδή σ’ όποιον προεξείχε το “μήλο του Αδάμ”. Δεν σώθηκε κανένας τους, …ούτε κι ο παππούς Οβαννές. Πολλοί Τούρκοι άρπαζαν γεροδεμένους νέους κι εφήβους, που δεν είχαν “ώριμο μήλο του Αδάμ”, για να τους κάνουν δούλους στα χωράφια τους. Ο Μεσρόπ και ο Ρουπέν που ήταν έφηβοι, τους πήραν και γλίτωσαν. Στο μεταξύ πιο κει βλέπουν με τα μάτια τους, τους τούρκους στρατιώτες να πυροβολούν ή με τσεκούρια να σφάζουν όλο το λαό του χωριού. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες.... Τα όμορφα νεαρά κορίτσια τα άρπαζαν για τις ορέξεις τους. Έτσι άρπαξαν και την Αλτούν, την μεγάλη αδερφή τους. Ήταν, λένε, τόσο όμορφη, όσο κι έξυπνη!
Μερικοί Αρμένιοι κατάφεραν και κρύφτηκαν την περίοδο αυτή. Λίγο καιρό μετά τις πρώτες σφαγές ήρθε νέα διαταγή, σύμφωνα με την οποία σταματάει ο διωγμός των Αρμενίων και να νιώσουν ελεύθεροι κι ασφαλείς για να εμφανιστούν. Δυστυχώς πολλοί το πίστεψαν, βγήκαν από τις κρυψώνες τους και ...πάει, θυσιάστηκαν κι αυτοί.
Παιδαρέλι ακόμη, λοιπόν, πήραν τον πατέρα μου
σκλάβο για τον πλούσιο Τούρκο Αλί Πεκ και του άλλαξαν το όνομα σε Χασάν. Περί τα 500 αρμενάκια από διάφορα χωριά ήταν σκλάβοι του κοντά δυο χρόνια. Είχαν δώσει σε όλους τουρκικά ονόματα και τους απαγόρευαν να μιλάνε αρμενικά. Εκεί είχαν φέρει και την αδερφή τους, την Αλτούν. Την είχαν δεμένη στο στάβλο με τα ζώα και θα την λύνανε μόνο αν δεχόταν να πάει οικειοθελώς στο χαρέμι του Αλί Πεκ. Κάποια μέρα ένα από τα αρμενάκια, ο Βενιαμίν Ντεμιρτζιάν, της λέει να κάνει πως δέχεται τον Αλί Πεκ και της υπόσχεται πως αν σωθούν θα παντρευτούν. Είχαν ετοιμάσει σχέδιο! Εκείνο το βράδυ, ένα απ’ τα αγόρια σκότωσε τον Αλί Πεκ, που λίγο πριν πεθάνει φαίνεται να πρόλαβε να είπε: «Έτσι ξεπληρώνετε την καλοσύνη μου…».
Τότε λοιπόν, πολλά απ’ τα αρμενάκια κατάφεραν να αποδράσουν. Έτσι κι η Αλτούν κι ο Βενιαμίν Ντεμιρτζιάν, ο Μεσρόπ κι ο Ρουπέν. Στο δρόμο όμως χάνουν τον Ρουπέν (που αργότερα καταλήγει στην Ελλάδα, στον Κάλαμο, όπου μετονομάζεται Νίκος Κουπαλόγλου και ξαναμαθαίνουμε νέα του 31 χρόνια μετά, το 1948). Οι άλλοι καταφέρνουν να φτάσουν σε μια πόλη. Η Αλτούν με τον Βενιαμίν Ντεμιρτζιάν παίρνουν το δρόμο για την Αρμενία. Είχαν λογοδόσει σε συνθήκες σκλαβιάς, εκεί παντρεύτηκαν ελεύθεροι.
Ο Μεσρόπ μαθαίνει για το Τάγμα Αρμενίων Εθελοντών της Γαλλικής Λεγεώνας και δίχως δεύτερη σκέψη κατατάσσεται στο τάγμα με επικεφαλής τον Tζαν Σισμανιάν. Επί 5-6 χρόνια αγωνίστηκε στο μέτωπο κατά της Τουρκίας, κυρίως Παλαιστίνη -Μέση Ανατολή -Κιλικία. Είχε λοχαγούς τους αδερφούς Αράμ και Βαχάν Οβσεπιάν. Θυμάμαι που ο πατέρας μου γελώντας μας διηγιόταν το πώς γλίτωσε για ακόμη μια φορά το θάνατο. Ήταν ήδη τραυματισμένος στο κεφάλι, που ήταν δεμένο με γάζες. Χτύπησαν λοιπόν οι Τούρκοι με κανόνια το πλοίο που τους μετέφερε. Αυτό βούλιαξε, μα ο ίδιος βγήκε γρήγορα στην επιφάνεια. Οι συμπολεμιστές του αμέσως τον αναγνώρισαν από τις γάζες. Πανηγυρίζοντας φώναζαν: «Ο Μεσρόπ! Σώθηκε ο Μεσρόπ!».
Στην Παλαιστίνη κατέλαβαν ένα σημαντικό φυλάκιο (το Αράρα) και το κράτησαν καιρό. Στην Κιλικία, που ο πατέρας μου την ονόμαζε πάντα «Γιεργκίρ» -πατρίδα, χώρα-, έζησε τη μικρή νικηφόρα περίοδο της απελευθέρωσης, κάπου το 1918-21. Αυτό το κομμάτι γης της Κιλικίας άρχισε πάλι ν’ αποκτάει ζωή, καθημερινότητα από τους διασωθέντες Αρμένιους και χριστιανούς Ασσύριους. Ο πατέρας μου πίστευε πως η Κιλικία είναι όμορφη σαν τον παράδεισο. «Τραχτί μπες γιεργκίρ», μας έλεγε και συμπλήρωνε: «Μετά οι σύμμαχοί μας τα συμφώνησαν με τους Τούρκους και παρέδωσαν τα όπλα. Εμείς προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τα κεκτημένα μας, τη δική μας γη, μα ...προδοθήκαμε. Για άλλη μια φορά η Κιλικία χάθηκε». (Οκτώβρης 1921- Συμφωνία της Άγκυρας μεταξύ Γάλλων και Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Σισμανιάν και το Τάγμα των Αρμενίων Εθελοντών αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα. Οι σύμμαχοι τους συνέλαβαν, πέρασαν στρατοδικείο και τελικά φυλάκισαν τον Σισμανιάν, για ανυπακοή. Υπουργός Άμυνας- Πυρομαχικών των Άγγλων τότε ήταν ο Ουίστον Τσώρτσιλ ).
Ο Μεσρόπ πάει στην Αρμενία, στην αδερφή του Αλτούν και τον Βενιαμίν. Πιάνει δουλειά στην πυροσβεστική. Δεν ησύχαζε όμως η σκέψη του λεπτό. Σκεφτόταν τα αδέρφια του, κάτι μέσα του τού ‘λεγε πως ζουν κι ότι οφείλει να τους ψάξει. Ο Λένιν κι ο Στάλιν είχαν κλείσει τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης . Το να τα διαβείς ήταν τρομερό κατόρθωμα. Αυτή η γεωγραφική απομόνωση δυσκόλεψε εμάς τους Αρμένιους να βρούμε τα χαμένα μέλη των οικογενειών μας. Παρόλ’ αυτά κατά το 1927, την περίοδο της «κολχοζοποίησης», ο νεαρός Μεσρόπ καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία να φύγει από τη Σοβιετική τότε Αρμενία, με σκοπό να βρει τα αδέρφια του.
Γύρισε σχεδόν όλη την Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Πάει στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, αλλά δεν τους βρίσκει. Έρχεται και στην Ελλάδα, μα πάλι τίποτα. Ήταν τόσο κοντά στον Ρουπέν, μα πώς να τον βρει με το νέο του όνομα, αφού δεν το ήξερε; Περνάει από Κύπρο και μετά στο Ιράκ, όπου όμως τον συλλαμβάνουν αμέσως στα σύνορα για παράνομη είσοδο και τον φυλακίζουν καιρό σ’ ένα απομονωμένο ύψωμα. Μετά τον απελαύνουν στην Περσία, όπου τον πιάνουν κι οι Πέρσες ως παράνομο πρόσφυγα και μαζί με άλλους ετοιμάζονται να τον εξορίσουν στην περσική έρημο. Στην έρημο αυτή κανένας δεν άντεχε πάνω από μια βδομάδα. Μόνο φίδια και σκορπιοί! Ο Μεσρόπ έμαθε πως αν κάποιος είναι ανάπηρος ή βαριά άρρωστος έπαιρνε χάρη. Έτσι αμέσως μόλις τον έπιασαν, έκανε τον βαριά άρρωστο και γλίτωσε από βέβαιο θάνατο στην έρημο.
Φτάνει στην πόλη Μαλαγέρ και πάει στη δούλεψη ενός αρμένιου εστιάτορα, το όνομα Αγκόπ. Μετά από κάποια χρόνια καταφέρνει και δημιουργεί το δικό του εστιατόριο. Γνωρίζει την Μαρούσια, χριστιανή Ασσύρια από το Σαλμάς. Και οι Ασσύριοι είχαν υποστεί τα δεινά τα δικά μας από τους Τούρκους. Εκδιώχθηκαν από την περιοχή Σαλμάς βορειοδυτικά της λίμνης Ούρμια, για το Κρασνοντάρ κι αυτοί μέσω Κασπίας Θάλασσας βρέθηκαν στην Περσία. Παντρεύτηκαν κι έτσι γεννήθηκα κι εγώ. Με ονόμασαν Μισάκ, όπως έλεγαν το μεγάλο αδερφό του πατέρα μου. Ήμουν πολύ μικρό παιδάκι, όμως θυμάμαι ότι στο εστιατόριό μας είχαμε υπέροχες τοιχογραφίες από το περσικό έπος Ρουστάμ Ζαλί του Φιρντουτσί, ενός υπερήρωα σαν τον Σασουντσί Ταβίτ... Ήταν στην ανατολική πλευρά της μεγάλης στρογγυλής πλατείας του Μαλαγέρ. Περνούσαμε καλά, είχαμε οικονομική άνεση, το εστιατόριο είχε καλή δουλειά.
Παρά το καλό μας βιοτικό επίπεδο, όταν το 1946 ή 47 ανοίγουν τα σοβιετικά σύνορα, φύγαμε οικογενειακώς για την Αρμενία, μείναμε στο χωριό Οσαγκάν, το χωριό του Μεσρόπ Μαστότς. Υποτίθεται ότι ο Στάλιν και οι Αρμένιοι θα έπαιρναν πίσω από τους Τούρκους το Καρς, το Αραράτ... Ο πατέρας μου ήταν έτοιμος να αγωνιστεί ξανά για την πατρίδα. Είχε, επιπλέον, πάντα στο νου του τα χαμένα του αδέρφια, μήπως τους έβρισκε εκεί, άσε που περιέγραφε την Αρμενία σαν παράδεισο: εύφορες πεδιάδες, πυκνά δάση, κρυστάλλινα νερά, πλούσια γη... (την Κιλικία εννοούσε!). Ήθελε, επίσης, τα παιδιά του να μάθουμε αρμενικά στο σχολείο, να μη μεγαλώσουμε σε μουσουλμανικό περιβάλλον, γιατί φοβόταν την άνοδο του ισλαμικού φανατισμού. Φτάσαμε στην μεταπολεμική Αρμενία. Φτώχεια, πείνα, ξεπούλημα ονείρων. Ούτε την ιστορική μας γη πήραμε πίσω, ούτε Κιλικία ήταν η Αρμενία! Με σκληρή δουλειά και μόχθο βγάζαμε το ξερό ψωμί που τρώγαμε. Ήμασταν και «αγπάρ», οι άλλοι Αρμένιοι, οι απ’ έξω. Τι να πεις; Η πείνα, η φτώχεια κι η αμάθεια δημιουργεί ρατσισμό.
Το 1948 ο Ρουπέν έρχεται από την Ελλάδα στην Αρμενία. Ήρθαν πολλοί αρμένιοι τότε από την Ελλάδα. Ήρθε και χτύπησε μια μέρα του χειμώνα τη πόρτα μας. Τα παιδιά ήμασταν εκείνη την ώρα μόνα στο σπίτι. «Ανοίξτε μου, μας λέει, είμαι ο αδερφός του Μεσρόπ, ο Ρουπέν». Οι γονείς μας μάς έλεγαν να μην ανοίγουμε σε ξένους και του είπαμε να περιμένει να γυρίσει ο πατέρας μας από τη δουλειά. Όταν γύρισε ο πατέρας, εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια μας μια απίστευτη ιστορία, που δεν περιγράφεται! Στην αρχή ο πατέρας μου ήταν διστακτικός, μα όταν άρχισε να τον ρωτάει λεπτομέρειες από το μακρινό παρελθόν, ο Ρουπέν έλεγε πιο πολλές λεπτομέρειες... 31 χρόνια μετά τ’ αδέρφια αγκαλιάστηκαν. Όλοι κλαίγαμε στο σπίτι μα και στη γειτονιά από χαρά. Ήταν σαν θαύμα! Τότε μας είπε πως κάποτε, στον πόλεμο στην Ελλάδα συνάντησε τον Μισάκ με στρατιωτικά ρούχα, μόνο για λίγη ώρα, και μετά ξαναχάθηκαν. Από τότε κανείς μας δεν έμαθε νέα του Μισάκ ούτε και του Γεζεκέλ.
Ο θείος Ρουπέν είχε φτιάξει οικογένεια στον Κάλαμο Αττικής. Οικογένεια Κουπαλόγλου. Ακούει για το άνοιγμα των συνόρων της Αρμενίας μετά τον πόλεμο και ελπίζοντας να βρει τ’ αδέρφια του φτάνει στο Οσαγκάν. Αποκλείστηκε όμως εκεί και δεν κατάφερε να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα, στη γυναίκα του και τα παιδιά του, διότι μετά τον ερχομό του ξανάκλεισαν τα σοβιετικά σύνορα. Από το 1948 έως το θάνατό του το 1964 αλληλογραφούσε με την οικογένειά του. Αργότερα, όταν γνωρίσαμε τη γυναίκα του, εκείνη μας είπε πως τότε η Ελλάδα ήταν διχασμένη, είχε εμφύλιο, κι ο ταχυδρόμος στο Κάλαμο κραδαίνοντας τα γράμματα του Ρουπέν φώναζε: «Γράμμα εκ κομμουνιστο-συμμοριτών»! Δεν φτάνει που είχε αποκλειστεί, χαρακτηρίστηκε και η οικογένειά του τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ο πατέρας μου Μεσρόπ πέθανε το 1977 στο Οσαγκάν. Η γενοκτονία, η σφαγή και διάλυση της οικογένειάς του, ο χαμός της Κιλικίας και η προδοσία των αγώνων είναι αυτά, που σαν πληγή που δεν κλείνει, τον πονούσαν. Μας πονάνε κι εμάς, τόσα χρόνια μετά, κοντά αιώνα. Μα και η χαρά της συνάντησης των χαμένων αδερφών αμέτρητη.
Άραγε θα μάθουμε ποτέ τι έγιναν ο Μισάκ κι ο Γεζεκέλ; Υπάρχουν απόγονοί τους; Θα ησυχάσουμε μόνο όταν συμπληρωθούν τα κενά στην ανοιχτή διαθήκη-χρέος του Μεσρόπ Απελιάν-Κανανιάν προς εμάς.

(O Μεσρόπ Απελιάν ουδέποτε έλαβε ούτε και διεκδίκησε την ισόβια σύνταξη που δόθηκε από τη Γαλλία στους εθελοντές λεγεωνάριους).
Πηγή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου