Προδοσία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο προδοσία, εκ του ρήματος προδίδω,
χαρακτηρίζεται γενικότερα η οποιαδήποτε
αθέτηση υποχρεώσεων
χαρακτηρίζεται γενικότερα η οποιαδήποτε
αθέτηση υποχρεώσεων
έναντι διαπιστευμένων μέσα σε μια σχέση κοινωνική, μεταξύ ατόμων, ή οργανώσεων,
ή μεταξύ και αυτών τούτων,
ή μεταξύ και αυτών τούτων,
ατόμων και οργανώσεων, ή ακόμα και σε διεθνείς σχέσεις, μεταξύ κυβερνήσεων συμμάχων
χωρών, π.χ. προδοσία
χωρών, π.χ. προδοσία
φίλων, συνεταίρων, σωματείων, συμβαλλομένων εταιρειών, ή μελών ή υπαλλήλων μετ΄ αυτών
κ.λπ..
κ.λπ..
Κύρια αιτία μιας τέτοιας εκδήλωσης είναι η ηθική κατωτερότητα που μπορεί να οφείλεται σε
βαθύτερα αίτια
βαθύτερα αίτια
ψυχολογικής σύγκρουσης και που μπορεί να προβάλλεται, κατά τον δράστη, είτε ως
εκδίκηση, είτε για διάφορους
εκδίκηση, είτε για διάφορους
άλλους ιδιοτελείς σκοπούς π.χ. η «προδοσία του Ιούδα» για «τριάκοντα αργύρια».
- Αυτός που διενεργεί προδοσία ονομάζεται προδότης, θηλυκό προδότρια,
- (στη καθαρεύουσα: προδότις) και
- στον πληθυντικό προδότες.
Βαρύτερες, κατ΄ έννοια σπουδαιότητας, περιπτώσεις προδοσίας, σύμφωνα με την ελληνική
νομοθεσία είναι αυτές
νομοθεσία είναι αυτές
που στρέφονται κατά της χώρας, ή κατά του ανωτάτου άρχοντα και του πολιτεύματος της χώρας
που λαμβάνει
που λαμβάνει
και την ιδιαίτερη ονομασία «εσχάτη προδοσία», αμφότερες, και οι μόνες των περιπτώσεων,
ποινικά κολάσιμες.
Όλες οι άλλες περιπτώσεις περιορίζονται (ή επαφίενται) στη λαϊκή κατακραυγή,
όσο βέβαια επιτρέψει, στη
ποινικά κολάσιμες.
Όλες οι άλλες περιπτώσεις περιορίζονται (ή επαφίενται) στη λαϊκή κατακραυγή,
όσο βέβαια επιτρέψει, στη
πράξη, η τυχούσα δια παντός μέσου, αντιμαχόμενη προπαγάνδα, ιδιαίτερα αν πρόκειται για
πολιτικά ή
πολιτικά ή
υψηλόβαθμα πρόσωπα.
Ένα πρόσωπο που προδίδει το έθνος ή την υπηκοότητά του ή/και καταπατά
έναν όρκο αφοσίωσης,
έναν όρκο αφοσίωσης,
και με οποιονδήποτε ηθελημένο τρόπο συνεργάζεται με τον εχθρό,
θεωρείται ότι είναι προδότης.
θεωρείται ότι είναι προδότης.
Επίσης προδότης μπορεί να σημαίνει ένα πρόσωπο που προδίδει
(ή κατηγορείται ότι πρόδωσε)
(ή κατηγορείται ότι πρόδωσε)
το πολιτικό κόμμα στο οποίο είναι μέλος, την οικογένειά του, τους φίλους του, την εθνότητά του,
την θρησκεία του
την θρησκεία του
ή άλλη ομάδα στην οποία τυχόν ανήκει. Συχνά τέτοιες κατηγορίες είναι αμφιλεγόμενες και
αστήρικτες,
αστήρικτες,
καθώς το πρόσωπο μπορεί να μην συνταυτίζεται με την ομάδα της οποίας είναι μέλος,
ή μπορεί να διαφωνεί
ή μπορεί να διαφωνεί
με τους ηγέτες της ομάδας οι οποίοι τον κατηγορούν. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση
της φυλετικής προδοσίας.
Σε διαφόρους καιρούς, ο όρος «προδότης» έχει χρησιμοποιηθεί ως πολιτικός χαρακτηρισμός,
άσχετα αν υπάρχει αποδείξιμη προδοτική ενέργεια. Σε ένα εμφύλιο πόλεμο ή διαμάχη,
οι νικητές μπορεί να
οι νικητές μπορεί να
κρίνουν τους ηττημένους ως προδότες. Ομοίως ο όρος «προδότης»
χρησιμοποιείται σε έντονες πολιτικές
χρησιμοποιείται σε έντονες πολιτικές
θεωρείται ότι απέτυχαν να ενεργήσουν προς το καλύτερο συμφέρον των ψηφοφόρων.
Γιατί έχω την εντύπωση ότι βάσει των πιό πάνω περιγραφών αυτό αφορά σχεδόν ανεξαιρέτως όλους του πολιτικούς και ψηλά ισταμένους;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.