Αριστοτέλης βιβλίο Λ των Μετά τα Φυσικά : Περί της ουσίας του πρώτου κινούντος ακινήτου
«Άρα ο Νούς νοεί τον εαυτόν του ως κράτιστος και η νόησή του είναι της νοήσεως νόησις». (Μετά τα φυσικά 1074Β 20-1075Α).
«Λέγουμε πράγματι ότι ο Θεός είναι ζωντανό αϊδιον Όν,ώστε η ζωή και Αιών συνεχής και αϊδιος υπάρχει στο Θεό,διότι αυτά είναι ο Θεός» (Μετά τα Φυσικά 1073Α).
...από την διπλωματική εργασία της Ευσταθίας Κατσιμπούρι, Τμήμα Φιλοσοφίας (Πάτρα)
Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η παρουσίαση της θεωρίας του Αριστοτέλη για το πρώτο κινούν ακίνητο στο βιβλίο Λ (12ο), του έργου του "Μετά τα Φυσικά". Η πραγμάτευση του ζητήματος της ουσίας του πρώτου κινούντος ακινήτου, καταλαμβάνει κατά κύριο λόγο τα κεφάλαια 6,7 και 9 του βιβλίου Λ και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία, γι’ αυτό και δικαίως απασχόλησε αρκετούς σχολιαστές. Στις απόψεις μερικών απ’ αυτών γίνεται αναφορά και στην παρούσα εργασία, σε μια απόπειρα να επεξηγηθούν, να τονιστούν αλλά και να "φωτιστούν", βασικά σημεία του αριστοτελικού κειμένου, όπως ακόμη και να διερευνηθούν κάποια από τα ερωτήματα που τυχόν εγείρει.
Στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, το κεντρικό ζήτημα που εξετάζεται είναι σε τί ακριβώς συνίσταται η ουσία του πρώτου κινούντος ακινήτου. Το ζήτημα αυτό αναλύεται σε τέσσερα επιμέρους υποκεφάλαια. Τα τρία πρώτα αντιστοιχούν στην ανάλυση του Αριστοτέλη στο έκτο κεφάλαιο του Λ, και το τέταρτο στην ανάλυση του Αριστοτέλη στο έβδομο κεφάλαιο.
Το πρώτο υποκεφάλαιο, έχει ως θέμα την αναγκαιότητα ύπαρξης του πρώτου κινούντος. Είναι σημαντικό ότι ο Αριστοτέλης αρχικά δεν κάνει ακόμη ρητό λόγο για το πρώτο κινούν στο έκτο κεφάλαιο του Λ. Κάνει λόγο για τρία είδη ουσίας , τις αισθητές και φθαρτές, τις αισθητές και άφθαρτες και για μία αιώνια, ακίνητη ουσία, για την οποία δέχεται ως αξίωμα ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει. Ακολουθεί η απόδειξη, που έχει ως εξής: από το γεγονός ότι υπάρχουν δύο αιώνια συμβεβηκότα, η κίνηση και ο χρόνος, συνάγει ο Αριστοτέλης ότι υπάρχει μία αιώνια, άφθαρτη ουσία που κινείται αιώνια. Η ουσία αυτή είναι το ουράνιο (κυκλοφορητικόν) σώμα,- το οποίο είναι και παρατηρήσιμο. Εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει η ουσία αυτή, μπορεί ν’ αποδειχθεί σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ότι υπάρχει και μια ουσία που της δίνει την κίνηση, η οποία δεν είναι άλλη από το πρώτο κινούν, την αιώνια ακίνητη ουσία.
Στο δεύτερο υποκεφάλαιο, αναλύεται η φύση του πρώτου κινούντος ως κινητικού και ποιητικού αιτίου, χαρακτηρισμοί που του αποδίδονται από τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με την ανάλυσή του στο έκτο κεφάλαιο, το πρώτο κινούν ως κινητικό αίτιο μπορεί να κινεί, να προκαλεί κίνηση. Ειδικότερα μάλιστα, το πρώτο κινούν, είναι αυτό στο οποίο οφείλεται η κίνηση του πρώτου ουρανού. Παρόλο που κινεί όμως, το ίδιο το πρώτο κινούν δεν κινείται, αλλά είναι καθαρή ενέργεια, δεν μετέχει δηλαδή καθόλου του δυνάμει στοιχείου. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης ασκεί παράλληλα και μια κριτική στη θεωρία των Ιδεών, την οποία δεν θεωρεί επαρκή για να εξηγηθεί η κίνηση, καθώς πιστεύει ότι οι Ιδέες είναι ακίνητες αλλά δεν αποτελούν μορφή ενέργειας με την έννοια της δραστηριότητας. Μια επιπλέον κριτική ασκείται στο Λ6 από τον Αριστοτέλη στους θεολόγους και τους φυσικούς, στα πλαίσια μιας απορίας που εξετάζει σχετικά με την προτεραιότητα του δυνάμει έναντι του ενεργεία παράγοντα. Στην απορία αυτή απαντά αμέσως στη συνέχεια απορρίπτοντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο σε αντίθεση προς τους θεολόγους που δέχονται ως πρώτες αρχές τη νύχτα και το χάος, και τους φυσικούς, που δέχονται ως πρώτη αρχή ένα αρχικό μίγμα στοιχείων.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσο και εύστοχη, είναι η ανάλυση ενός αρχαίου σχολιαστή του Αριστοτέλη, του Αλέξανδρου Αφροδισιέα (ψευδο-Αλέξανδρος), σχετικά με το πρώτο κινούν όπως περιγράφεται στο Λ6. Ο σχολιαστής ταυτίζει το πρώτο κινούν ως καθαρή ενέργεια, με το νου, το άϋλο είδος (το οποίο αντιτίθεται στα ένυλα είδη), παρόλο που ο Αριστοτέλης δεν το λέει ακόμα ρητά στο κεφάλαιο αυτό. Τα σχόλια του ψευδο-Αλέξανδρου έχουν βάση, καθώς στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο το πρώτο κινούν θα ταυτιστεί με το νου, γεγονός που αναδεικνύει τη θαυμαστή συνοχή και νοηματική συνέπεια του αριστοτελικού κειμένου, την οποία φαίνεται ότι διέκρινε ο αρχαίος σχολιαστής.
Το τρίτο υποκεφάλαιο του πρώτου κεφαλαίου, είναι σύντομο και σ’ αυτό γίνεται αναφορά σε μια ακόμα κριτική του Αριστοτέλη, αυτή τη φορά στον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα, τον Λεύκιππο και το Δημόκριτο αλλά και ακόμη μια φορά στον Πλάτωνα. Οι πρώτες αρχές όπως τις είχαν συλλάβει οι φυσικοί φιλόσοφοι, και η ψυχή ως πρώτη αρχή σε κάποια έργα του Πλάτωνα, δεν θεωρούνται από τον Αριστοτέλη πρώτα αίτια βάσει των οποίων μπορεί να δοθεί μια σαφής και επαρκής εξήγηση της κίνησης. Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης συμφωνεί ίσως μ’ αυτές τις φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά η συμφωνία αυτή είναι μόνο μερική.
Το τέταρτο υποκεφάλαιο ακολουθεί την αριστοτελική ανάλυση στο έβδομο και σημαντικότερο κεφάλαιο του Λ, η οποία πλέον επικεντρώνεται σε μια ακριβέστερη περιγραφή της ουσίας του πρώτου κινούντος ακινήτου. Γίνεται αρχικά μια σύνδεση του έκτου με το έβδομο κεφάλαιο και στη συνέχεια αποδίδονται κάποια οντολογικά και αξιολογικά χαρακτηριστικά στο πρώτο κινούν. Ως προς τη σχέση του με το κοσμολογικό σχήμα το πρώτο κινούν χαρακτηρίζεται ακίνητο (δεν κινείται αλλά μόνο κινεί), κι επιπλέον αιώνια ουσία και ενέργεια. Ακόμη, χαρακτηρίζεται πρώτον ορεκτόν, πρώτον νοητόν καθώς και πρώτον βουλητόνως το αντικείμενο της έλλογης επιθυμίας, το οποίο είναι το πραγματικά καλό (αντιτιθέμενο σ’ αυτό πουφαίνεται καλό). Επίσης, λέγεται από τον Αριστοτέλη, ότι το πρώτο κινούν, κατέχοντας την πρώτη θέση στη συστοιχία του καλού ή ετέρα συστοιχία(μια σειρά θετικών όρων), είναι η ουσία που είναι απλή και κατ’ ενέργειαν. Ως καλόν, είναι και το δι’ αυτό αιρετόν, το άριστον και το ου ένεκα (ένα αντικειμενικότέλος. Εξηγείται μάλιστα, και ίσως ως ένα συμπέρασμα, και ο τρόπος που κινεί το πρώτο κινούν, ως ερώμενον κατά τη χαρακτηριστική αριστοτελική φράση, δηλαδή ως αντικείμενο αγάπης. Επανεισάγεται τέλος, η προβληματική της αναγκαιότητας, με διαφορετικό βέβαια νόημα απ’ ότι στο Λ6 (όπου δίνεται έμφαση στην αναγκαία ύπαρξη του πρώτου κινούντος), και πλέον στο πρώτο κινούν αποδίδεται ο χαρακτηρισμόςαναγκαίον, ως αυτό χωρίς το οποίο δεν υπάρχει το καλό ( το ου ουκ άνευ το ευ).
Στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, εξετάζεται το υπόλοιπο του Λ7, όπου Ο Αριστοτέλης ασχολείται με το ζήτημα της διαγωγής του πρώτου κινούντος. Η λέξη σημαίνει τον τρόπο του βίου. Το πρώτο κινούν απολαμβάνει την αρίστη ζωή και η ενέργειά του είναι ηδονή, η οποία αντιδιαστέλλεται στις ανθρώπινες νοητικές λειτουργίες, όντας η καθαυτή νόηση που έχει ως αντικείμενό της το καθαυτό άριστον. Τέλος, το πρώτο κινούν ονομάζεται νους, και μάλιστα ο νους στο ανώτερο εξελικτικό στάδιο, ο κατ’ ενέργειαν νους (παρατίθεται στο σημείο αυτό η ιδιαίτερα χρήσιμη για μια πληρέστερη κατανόηση του κειμένου ανάλυση του ψευδο-Αλεξάνδρου, σχετικά με τα τρία εξελικτικά στάδια του νου, τον δυνάμει, τον καθ’ έξιν, και τον κατ’ ενέργειαν νου). Η ενέργεια του πρώτου νου είναι η θεωρία, στα πλαίσια της οποίας το πρώτο κινούν νοεί τον εαυτό του ως το ήδιστον και άριστον.
Στο τέλος του Λ7, ο Αριστοτέλης ονομάζει το πρώτο κινούν Θεό. Η λέξη θεός λαμβάνει στο κείμενο του Λ7 θέση επιθέτου και δε νοείται απόλυτα. Το πρώτο κινούν κατά τον Αριστοτέλη, είναι θεός γιατί είναι ζωή όπως έχει ήδη πει, και μάλιστα η ζωή ως η ενέργεια του νου.
Κλείνοντας το έβδομο κεφάλαιο του Λ, ο Αριστοτέλης κάνει κριτική σε κάποιες θεωρίες των Πυθαγορείων και του Σπέυσιππου σχετικά με την προτεραιότητα του δυνάμει έναντι του ενεργεία, και αναφέρει ορισμένα ακόμη οντολογικά και αξιολογικά χαρακτηριστικά της πρώτης ουσίας (αμερής, μη εκτατή, αδιαίρετη και αμετάβλητη).
Η πρώτη ουσία ως βασική έννοια της αριστοτελικής οντολογίας, μεταφυσικής και γνωσιοθεωρίας αναλύεται περαιτέρω στο Λ9, που αποτελεί και το θέμα του τρίτου και τελευταίου κεφαλαίου της παρούσας εργασίας (το Λ8 αποτελεί μια κοσμολογική πραγματεία). Στο Λ9, ο Αριστοτέλης εφόσον έχει ταυτίσει πλέον ξεκάθαρα το πρώτο κινούν με το νου, πραγματεύεται κάποια ζητήματα σχετικά με τη φύση της θεϊκής νόησης. Τα ζητήματα αυτά τίθενται υπό μορφήν αποριών. Η πρώτη αφορά στο αν ο νους νοεί ή όχι, και ο Αριστοτέλης την επιλύει λέγοντας ότι ο νους νοεί γιατί είναι το ανώτερο ον, το οποίο υπάρχει ως μια ενεργεία ουσία.
Η δεύτερη βασική απορία, αφορά στο τί νοεί ο νους, μ’ άλλα λόγια στο αντικείμενο της νόησης και τη σχέση νοούντος νοουμένου. Υποδιαιρείται δε σε δύο επιμέρους απορίες, που αφορούν στο αν ο νους νοεί τον εαυτό του ή κάτι άλλο κι επίσης, στο αν νοεί πάντα το ίδιο πράγμα ή διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Ο Αριστοτέλης επιχειρώντας ν’ απαντήσει και σ΄ αυτές τις απορίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νους ως το τελειότερο ον, νοεί πάντα και μόνο τον εαυτό του γιατί επιπλέον είναι και ενεργεία νους. Στο θεϊκό νου, νους και νοητό ταυτίζονται, ο ίδιος ο νους είναι το νοούν και ταυτοχρόνως το νοούμενον, και γι’ αυτό το λόγο η θεϊκή νόηση είναι μια νόηση νοήσεως. Η νόηση που νοεί τον εαυτό της, είναι μια ξεχωριστή και πρωτότυπη αριστοτελική σύλληψη, που αποτελεί το κεντρικό και βασικότερο συμπέρασμα τόσο του Λ9, όσο και ολόκληρης της θεωρίας περί πρώτου κινούντος, όπως αυτή αναπτύσσεται απ’ την αρχή στα κεφάλαια 6 και 7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου