ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ο Άντρος Ευσταθίου απαθανατίζει, στον παλιό αερολιμένα Λευκωσίας, τους ανθρώπους του
Του Μιχάλη Χριστοδούλου
Ο άλλοτε υπερσύγχρονος, για την εποχή του, Αερολιμένας Λευκωσίας εγκαινιάστηκε με λαμπρότητα και συνάμα περηφάνια το 1968, μερικά μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση του νησιού. Το αεροδρόμιο της κυπριακής πρωτεύουσας, το οποίο για την εποχή του ως αρχιτεκτόνημα θεωρείτο ένα πραγματικό στολίδι της Μεσογείου, αναγόταν σε σύμβολο ελευθερίας και συνένωσης ενός νησιού που είχε βγει από έναν μακροχρόνιο αγώνα εναντίον των Βρετανών.
Οι πληγές των ανθρώπων εκείνη την εποχή άρχισαν να επουλώνονται παρά τις δικοινοτικές ταραχές που επικρατούσαν. Εκείνο το περήφανο οικοδόμημα, μερικά χρόνια μετά, πλήρωσε το αντίτιμο του πολέμου και χτυπήθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις κατά την εισβολή του 1974. Από τότε, όλα εκείνα που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, παρέμειναν εκεί παγωμένα σε μια χαραμάδα του χρόνου, σε μια στιγμή. Το παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας αποτελούσε πάντοτε απωθημένο για πολλούς καλλιτέχνες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που παρακολουθούμε πολλές προσπάθειες οι οποίες αφορούν εκείνο το πάλαι ποτέ περήφανο οικοδόμημα.
Ο φωτογράφος Άντρος Ευσταθίου βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνους τους καλλιτέχνες που είχαν την επιθυμία να ασχοληθούν καλλιτεχνικά με το παλιό αεροδρόμιο της Κύπρου. Αποτέλεσμα αυτής της καλλιτεχνικής του ανησυχίας είναι η έκθεση που θα παρουσιάσει την επόμενη Παρασκευή, 20 Ιουλίου, στον χώρο isnotgallery στην παλιά Λευκωσία.
Ο Άντρος καταφέρνει μέσα από 16 μεγάλων διαστάσεων φωτογραφίες να πάει το θέμα ένα βήμα παραπέρα, αφού μπόρεσε να ξεφύγει από τη φόρμα της απλής απαθανάτισης των χώρων του αεροδρομίου. Ο ίδιος μάς εξηγεί πως αυτός του ο πόθος γίνεται σήμερα πραγματικότητα, αφού, όπως λέει, η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια και καμιά φορά είναι και δύσκολο να το πιστέψεις.
«Δεν υπήρχε αρχικά η σκέψη για αυτό το αποτέλεσμα», μου λέει. «Ασχολούμουν με μια δουλειά η οποία είχε να κάνει με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και φωτογράφιζα ανώνυμα, χαρακτηριστικά πρόσωπα του νησιού, Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους. Εργαζόμουν πάνω σε αυτό το πρότζεκτ για εννέα σχεδόν χρόνια και στο μυαλό μου είχα ταυτόχρονα και το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Από τις ιστορίες που άκουγα γι’ αυτό, θεωρούσα ότι ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας και επιθυμούσα κάποια στιγμή να το φωτογραφίσω. Το πρόβλημα όμως για να το κάνω αυτό ήταν η εξασφάλιση άδειας εισόδου στο εγκαταλελειμμένο κτήριο του αεροδρομίου. Δε γνώριζα πού να αποταθώ και αρχικά έκανα κάποια διαβήματα μέσω των Ηνωμένων Εθνών χωρίς να πάρω καμία απάντηση. Πριν από δύο χρόνια περίπου, δέχθηκα μια πρόσκληση από το Επιμελητήριο Καλών Τεχνών Κύπρου (ΕΚΑΤΕ) για να παρουσιάσω ένα κομμάτι της δουλειάς μου, που αφορούσε το κυπριακό πρόβλημα, στον χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας όπου πραγματοποιούνται οι δικοινοτικές συνομιλίες.
Ο Αλ. Ντάουνερ είχε απευθυνθεί στο ΕΚΑΤΕ ζητώντας την παρουσίαση μιας τέτοιας έκθεσης στον χώρο εκείνο. Όπως ξέρεις, ο χώρος των συνομιλιών βρίσκεται δίπλα από το αεροδρόμιο. Μόλις βρέθηκα εκεί, αποφάσισα ότι με την πρώτη ευκαιρία θα έπαιρνα μερικές λήψεις από τους εγκαταλελειμμένους χώρους, πράγμα που το είχα καλλιτεχνικό –θα έλεγα– απωθημένο και όχι μόνο. Δουλεύοντας στο στήσιμο της έκθεσης, υπήρχε, όπως είπα, μέσα μου η ανάγκη να πάω στο παλιό κτήριο και έτσι άδραξα την ευκαιρία που μου δινόταν. Ας πούμε ότι παρασύρθηκα και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρέθηκα στους χώρους εκείνου του θρυλικού κτίσματος. Η πρώτη μου επίσκεψη εκεί ομολογώ ότι ήταν πολύ έντονη και δεν μπορούσα να φωτογραφίσω.
Η αρχική μου επαφή με τον χώρο ήταν διερευνητική. Επιθυμούσα να περπατήσω στον χώρο, να τον δω, να τον παρατηρήσω και να αισθανθώ τι ακριβώς είχε αυτό το κτίσμα που το καθιστούσε τόσο σημαντικό. Τις επόμενες μέρες, που έτυχε να μεταβώ ξανά στο αεροδρόμιο ένεκα της έκθεσής μου, ξαναμπήκα στο παλιό κτίσμα και άρχισα να βγάζω τις πρώτες φωτογραφίες που αφορούσαν την αρχιτεκτονική καταγραφή του χώρου. Απαθανατίζοντας όμως τους χώρους, μέσα μου υπήρχε και μια άλλη ανάγκη, αφού δεν με κάλυπτε η απλή απαθανάτιση των κτηριακών εγκαταστάσεων, πράγμα που το έκαναν πολλοί άλλοι συνάδελφοι προηγουμένως».
Οι άνθρωποι ζωντάνεψαν το αεροδρόμιο
«Αποφάσισα, λοιπόν, ένεκα της καλλιτεχνικής μου ανάγκης, να το πάω όλο αυτό που είχα στο μυαλό μου ένα βήμα παραπέρα και να φέρω στο αεροδρόμιο ανθρώπους που ήταν συνδεδεμένοι με την ιστορία του πριν από το 1974 ώστε να δώσω ζωή στους ερειπωμένους του χώρους. Αρχικά, είχα ως μοντέλο τη φίλη μου, σε αυτές τις πρώτες λήψεις, χρησιμοποιώντας ρούχα εκείνης της εποχής, ώστε να δοθεί το χαρακτηριστικό στυλ των δεκαετιών του ’60 και του ’70, και φωτογραφίζοντάς την ως μια επισκέπτρια του αεροδρομίου. Φαινόταν τόσο δύσκολο τότε να βρω εκείνους τους ανθρώπους που εργάζονταν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας εκείνη την εποχή. Όμως, επειδή η ζωή μας παίζει περίεργα παιχνίδια και κάποια πράγματα συμβαίνουν με πολύ περίεργο τρόπο, όλα άρχισαν να ξετυλίγονται εντελώς στην τύχη. Ένας από τους ανθρώπους που δούλευε στο αεροδρόμιο είναι γείτονάς μου εδώ στην γκαλερί, δεν γνώριζα όμως ότι είχε εργαστεί ποτέ στο αεροδρόμιο ως αεροσυνοδός της Cyprus Airways. Σε μια συζήτησή μας, λοιπόν, του αποκάλυψα ότι εργάζομαι πάνω σε αυτό το θέμα και τότε μου αποκάλυψε με μεγάλη μου έκπληξη την ιδιότητά του. Έτσι, άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι.
Βρήκα λοιπόν αρχικά τον κ. Σίμο Σιμάκη, ο οποίος εργαζόταν ως αεροσυνοδός για 40 χρόνια, και μετά βρήκα άλλον έναν παλιό υπάλληλο του παλιού αερολιμένα που εργάζεται σήμερα ως καφετζής στον χώρο των δικοινοτικών συνομιλιών. Ο άνθρωπος αυτός, που εργάζεται 500 περίπου μέτρα από το αεροδρόμιο, γνωρίζει σχεδόν όλες τις ιστορίες εκείνου του χώρου. Οι άνθρωποι αυτοί προθυμοποιήθηκαν να με φέρουν σε επαφή και με άλλο κόσμο που εργαζόταν εκεί πριν από το ’74.
Συνολικά, είχα βρει έξι άτομα που εργάζονταν τότε στον αερολιμένα Λευκωσίας πριν από την τουρκική εισβολή, δύο γυναίκες αεροσυνοδούς και τέσσερεις άνδρες, αεροσυνοδούς και πιλότους. Η μία μάλιστα γυναίκα που φωτογραφήθηκε ήταν η δεύτερη που προσλήφθηκε στις Κυπριακές Αερογραμμές εκείνη την εποχή και σήμερα είναι πια εβδομήντα ετών. Από τότε όμως μέχρι σήμερα μπορώ να σου πω ότι έχουν βρεθεί άλλα είκοσι άτομα και γίνονται σκέψεις για καινούργια πράγματα, πέραν της έκθεσης που θα παρουσιαστεί στις 20 Ιουλίου με 16 μεγάλων διαστάσεων φωτογραφίες. Αυτό το μέρος της δουλειάς ίσως αποτελέσει την πρώτη μικρή ενότητα μιας σειράς από τέτοιου είδους και περιεχομένου φωτογραφίες. Υπάρχει τεράστιο υλικό, που σκέφτομαι να το εκμεταλλευτώ με διάφορους τρόπους».
CY 317, η τελευταία προσγείωση
Αναζητώντας λοιπόν κόσμο, ο Άντρος Ευσταθίου θέλησε να βρει και κάποιον από τους πιλότους των Κυπριακών Αερογραμμών. Έτσι βρέθηκε στον δρόμο του, όπως μου εξήγησε, εκείνος ο θρυλικός άνθρωπος που προσγείωσε, την 20ή Ιουλίου του 1974, το τελευταίο αεροπλάνο, της τελευταίας πτήσης που ερχόταν από το Λονδίνο την ημέρα της εισβολής. Πρόκειται για μια θρυλική πλέον μορφή της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, τον κ. Αδάμο Μαρνέρο, ο οποίος με αυταπάρνηση κατάφερε τη μέρα εκείνη να προσγειώσει επιτυχώς το αεροπλάνο και να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, και φεύγοντας είδε εκείνο το τελευταίο αεροπλάνο που προσγειώθηκε στον αερολιμένα να ανατινάζεται από τον τουρκικό στρατό. Μια ιστορία κινηματογραφική, όμως αληθινή, όπως χιλιάδες άλλες τέτοιες ιστορίες που κουβαλάει ο τόπος μας, βγαλμένες από εκείνες τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού της εισβολής και όλων των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν μετά από αυτήν.
Η συνέντευξη του Άντρου Ευσταθίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή Κύπρου τον Ιούλιο του 2012. H έκθεση φωτογραφίας του Άντρου Ευσταθίου παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 2012 στην isnotgallery στην Παλιά Λευκωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου