12 Μαΐου 2014

Βασιλειάδης Δημήτριος ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ. 2524/23.7.2003 Θέμα: Κωδικοποίηση των διατάξεων της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92, όπως ισχύει, για το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα.


ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ. 2524/23.7.2003
Θέμα: Κωδικοποίηση των διατάξεων της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92, όπως ισχύει, για το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, αφού έλαβε υπόψη: 

α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) το άρθρο 1 του Ν. 1266/82 «Όργανα ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις» σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παραγρ. 1 του Ν. 2548/97,
γ) τον Α.Ν. 1665/51 «περί λειτουργίας και ελέγχου τραπεζών», όπως ισχύει,
δ) το άρθρο 1 (παραγρ. 1 και 3) του Ν. 1338/12/17.3.83 περί εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 6 του Ν. 1440/84, το άρθρο 65 του Ν. 1892/90, το άρθρο 2 παραγρ. 2 του Ν. 2077/92 περί κύρωσης της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και το άρθρο 19 του Ν. 2367/95,
ε) τον Κ.Ν. 2190/20, όπως ισχύει,
στ) το Ν. 2076/92 για την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις, όπως ισχύει,
ζ) το Παράρτημα ΙΧ του Ν. 2155/93 για την κύρωση συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όπως ισχύει,
η) την ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92 «Συντελεστής φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα», όπως τροποποιήθηκε με τις ΠΔ/ΤΕ 2349/15.2.95, 2387/6.5.96, 2409/27.3.97, την 2479/27.8.01, ιδίως το άρθρο 16, και την ΠΔ/ΤΕ 2512/30.12.02,
θ) την ΠΔ/ΤΕ 2421/19.9.97 «παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως»,
ι) την ΠΔ/ΤΕ 2397/7.11.96 περί κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων και ειδικότερα τις διατάξεις της παραγρ. 9 περί υποβολής στοιχείων, όπως τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις του κεφ. Ε, παράγρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2494/27.5.2002,
ια) την κωδικοποιημένη Τραπεζική Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 και ιδίως τα άρθρα 1(4), 1(12) – 1(20), 1(27) και 40 – 47, καθώς και τα παραρτήματα ΙΙ, ΙΙΙ και IV, με τα οποία κωδικοποιείται η Οδηγία 89/647/ΕΟΚ/30.12.1989 και οι τροποποιητικές αυτής Οδηγίες,

ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ
την κωδικοποίηση των διατάξεων της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92, όπως ισχύει, ως ακολούθως:
Ο συντελεστής φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα ορίζεται ως εξής:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Η παρούσα Πράξη έχει εφαρμογή στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, εκτός από την Α.Ε. Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με μεταγενέστερη Πράξη του Διοικητή της, να υπαγάγει ένα ή αμφότερα τα εξαιρούμενα ιδρύματα στις ρυθμίσεις της παρούσας Πράξης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΟΡΙΣΜΟΙ
1. Για τους σκοπούς της παρούσας, νοούνται ως:
α – «Αρμόδιες αρχές», οι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων αρχές. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος.
β – «Ζώνη Α», όλα τα κράτη – μέλη και όλες οι άλλες χώρες πλήρη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καθώς και οι χώρες που έχουν συνάψει ειδικές συμφωνίες δανειοδότησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και συνδέονται με τις γενικές συμφωνίες δανειοληψίας (ΓΣΔ) του ΔΝΤ.
Οποιαδήποτε χώρα, εν τούτοις, αναδιαπραγματεύεται το εξωτερικό δημόσιο χρέος της, δεν μπορεί να αποτελέσει μέλος της «Ζώνης Α» για μία περίοδο πέντε ετών από την αναδιαπραγμάτευση αυτή.
γ – «Ζώνη Β», όλες οι χώρες εκτός από εκείνες της Ζώνης Α.
δ – «Πιστωτικά ιδρύματα της Ζώνης Α», όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στις τρίτες χώρες, καθώς και όλες οι δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις και έχουν άδεια λειτουργίας σε άλλες χώρες της Ζώνης Α, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους.
ε – «Πιστωτικά ιδρύματα της Ζώνης Β», όλες οι ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, που έχουν άδεια να λειτουργούν έξω από τη Ζώνη Α και που υπάγονται στον κοινοτικό ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στην Κοινότητα.
στ – «Μη τραπεζικός τομέας», το σύνολο των δανειζομένων, εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην τέταρτη και πέμπτη περίπτωση της παραγράφου αυτής, τις κεντρικές τράπεζες, τις κεντρικές κυβερνήσεις, τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τις πολυμερείς τράπεζες αναπτύξεως όπως ορίζονται στην έβδομη περίπτωση της παραγράφου αυτής.
ζ – «Πολυμερείς τράπεζες αναπτύξεως», η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων, η Διαμερικανική Τράπεζα Αναπτύξεως, η Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως, η Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, η «Nordic Investment Bank», η Τράπεζα Αναπτύξεως της Καραϊβικής, η Αφρικανική Τράπεζα Αναπτύξεως, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, η «Inter American Investment Corporation», η Διαμερικανική Εταιρεία Επενδύσεων και όσες ενταχθούν μελλοντικά στον ορισμό αυτό σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.
η – «Εκτός ισολογισμού στοιχεία υψηλού κινδύνου, μέσου κινδύνου, μέτριου κινδύνου και χαμηλού κινδύνου», τα στοιχεία που αναφέρονται στο έκτο κεφάλαιο παρ. 2β και περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι.
θ – «Μητρική επιχείρηση», «θυγατρική επιχείρηση» και «όμιλος (επιχειρήσεων)», όπως ορίζονται στο άρθρο 42ε του Κ.Ν.2190/20, καθώς και στο άρθρο 2 του ΠΔ 267/95, όπως εκάστοτε ισχύουν.
ι – Eιδικά για την εφαρμογή του έκτου κεφαλαίου, παράγραφος 1 στοιχείο β, καθώς και του όγδοου κεφαλαίου, στην έννοια των «τοπικών αρχών» περιλαμβάνονται διοικητικοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, υπεύθυνοι ενώπιον της κεντρικής κυβερνήσεως ή των τοπικών αρχών καθώς και μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αποτελούν ιδιοκτησία της κεντρικής κυβερνήσεως, τοπικών αρχών ή αρχών που, κατά τη γνώμη των αρμοδίων εποπτικών αρχών έχουν τα ίδια καθήκοντα με τις τοπικές αρχές. Στην έννοια των «τοπικών αρχών» περιλαμβάνονται επίσης οι εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες που έχουν τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στο βαθμό που μπορούν να επιβάλλουν φόρους σύμφωνα με τη νομοθεσία που τους παρέχει το δικαίωμα αυτό. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή οι ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο έβδομο Κεφάλαιο δεν έχουν εφαρμογή.
ια – «Αναγνωρισμένα χρηματιστήρια»: χρηματιστήρια που κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος
- λειτουργούν κανονικά
- διέπονται από κανόνες που θεσπίζονται ή εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας του χρηματιστηρίου, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματιστηρίου, τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο χρηματιστήριο, καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μία σύμβαση πριν καταστεί αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο
- διαθέτουν σύστημα συμψηφισμού βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙΙ υπόκεινται σε υποχρεωτικά καθημερινά όρια καλύμματος που παρέχουν επαρκή κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος διασφάλιση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
1. Ο συντελεστής φερεγγυότητας που αναφέρεται στις επόμενες παραγράφους εκφράζει τα ίδια κεφάλαια, κατά την έννοια του τέταρτου κεφαλαίου της παρούσας Πράξης, ως ποσοστό του συνόλου των εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων του ενεργητικού, σταθμισμένων κατά τα προβλεπόμενα στο πέμπτο κεφάλαιο.
2. Ο συντελεστής φερεγγυότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μητρικές επιχειρήσεις, υπολογίζεται σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 του ΠΔ 267/1995.
3. Πέραν των προβλέψεων της προηγούμενης παραγράφου, σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, επιβάλλεται υπολογισμός συντελεστή φερεγγυότητας και σε ατομική και, οσάκις απαιτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σε υποενοποιημένη βάση. Υπό προϋποθέσεις που καθορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος είναι δυνατόν ο συντελεστής φερεγγυότητας να υπολογίζεται αποκλειστικά σε υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση.
4. Με την επιφύλαξη της τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα των υποχρεώσεων που θεσπίζονται στις προηγούμενες παραγράφους, ο συντελεστής φερεγγυότητας θα υπολογίζεται τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί τον υπολογισμό τους σε συχνότερα χρονικά διαστήματα.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας, να εκχωρεί την αρμοδιότητά της για την παρακολούθηση της φερεγγυότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα και είναι θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος – μέλος της Κοινότητας, στις αρμόδιες εποπτικές αρχές αυτού του κράτους – μέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς της παρούσας Πράξης καθορίζεται στην ΠΔ/ΤΕ 2053/18.3.92. όπως ισχύει. Τα ίδια κεφάλαια, κατά την ΠΔ/ΤΕ 2053/18.3.9, όπως ισχύει, αποτελούν τον αριθμητή του συντελεστή φερεγγυότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΑΘΜΙΣΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ
1. Το άθροισμα των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, καθώς και των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους αποτελεί τον παρονομαστή του συντελεστή φερεγγυότητας.
2. Τα στοιχεία του ενεργητικού σταθμίζονται, ανάλογα με τον πιστωτικό τους κίνδυνο, με διάφορους συντελεστές, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στo έκτο και έβδομο κεφάλαιo και λαμβάνοντας υπόψη, όπου έχουν εφαρμογή, τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στo όγδοο και δέκατο κεφάλαιo.
3. Στην περίπτωση των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι, χρησιμοποιείται μέθοδος υπολογισμού σε δύο στάδια που περιγράφεται στο έκτο κεφάλαιο, παράγραφος 2(β).
4. Όσον αφορά τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, το ενδεχόμενο κόστος αντικατάστασης των συμβάσεων σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται με μια από τις δύο μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ. Το κόστος αυτό πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο, παράγραφος 1, εκτός από τον προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή συντελεστή στάθμισης ύψους 100% που αντικαθίσταται από το συντελεστή 50%, ώστε να προκύψουν αξίες προσαρμοσμένες κατά τον κίνδυνο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
1. Στοιχεία Ενεργητικού:
Οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης εφαρμόζονται στις διάφορες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού.
α) Μηδενικός συντελεστής στάθμισης
(1) Ταμείο και ισοδύναμα στοιχεία
(2) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της Ζώνης Α.
(3) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(4) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από τη ρητή εγγύηση των κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της Ζώνης Α ή της Κοινότητας.
(5) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της Ζώνης Β που είναι αποτιμημένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη.
(6) Στοιχεία ενεργητικού, τα οποία αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από τη ρητή εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της Ζώνης Β και που είναι αποτιμημένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο κοινό εθνικό νόμισμα του εγγυητή και του οφειλέτη.
(7) Στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες της Ζώνης Α ή τίτλους που έχουν εκδοθεί από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή με κατάθεση μετρητών στο δανειοδοτούν ίδρυμα ή με πιστοποιητικά καταθέσεων ή άλλα παρόμοια αξιόγραφα που έχει εκδώσει το ίδιο ίδρυμα και είναι κατατεθειμένα σ’ αυτό.
β) Συντελεστής στάθμισης 20%
(1) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
(2) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.
(3) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από ρητή εγγύηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ).
(4) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από ρητή εγγύηση πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.
(5) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι των ελληνικών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή είναι εξασφαλισμένα, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από τους Οργανισμούς αυτούς, ως και απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών λοιπών κρατών της Ζώνης Α με την επιφύλαξη των διατάξεων του εβδόμου κεφαλαίου.
(6) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που φέρουν τη ρητή εγγύηση, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων υπό μορφή τίτλων, ελληνικών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών λοιπών κρατών της Ζώνης Α, με την επιφύλαξη των διατάξεων του έβδομου κεφαλαίου.
(7) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της Ζώνης Α και τα οποία δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2053/18.3.92, όπως ισχύει, για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα ή, όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος της Ζώνης Α, δεν συνυπολογίζονται στα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών, σύμφωνα με τη σχετική κοινοτική νομοθεσία.
(8) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός έτους, κατ΄ανώτατο όριο, έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της Ζώνης Β, εκτός των τίτλων που έχουν εκδοθεί από τα ιδρύματα αυτά και τα οποία θεωρούνται συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους.
(9) Στοιχεία ενεργητικού που καλύπτονται από ρητή εγγύηση πιστωτικών ιδρυμάτων της Ζώνης Α.
(10) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός έτους κατ’ ανώτατο όριο, και τα οποία καλύπτονται από ρητή εγγύηση πιστωτικών ιδρυμάτων της Ζώνης Β.
(11) Στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων εποπτικών αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.
(12) Στοιχεία ταμείου που βρίσκονται στη διαδικασία είσπραξης.
γ) Συντελεστής στάθμισης 50%
(1) Δάνεια που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες σε κατοικίες στις οποίες διαμένει ή πρόκειται να διαμείνει ή τις οποίες εκμισθώνει ή θα εκμισθώσει ο οφειλέτης.
«Τίτλοι που εξασφαλίζονται με υποθήκη» (mortgage – backed securities) μπορούν να εξομοιωθούν με τα δάνεια που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο ή στην παράγραφο 1 του δεκάτου Kεφαλαίου, εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, θεωρεί ότι οι εν λόγω τίτλοι είναι ισοδύναμοι, ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο, με τα δάνεια αυτά. Με κάθε επιφύλαξη για το είδος των τίτλων που είναι δυνατό να συμπεριληφθούν και πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος εδαφίου, οι «τίτλοι που εξασφαλίζονται με υποθήκη» είναι δυνατό να συμπεριλάβουν τίτλους κατά την έννοια του Άρθρου 2, παραγρ. 1, εδάφιο α(i), (περίπτωση αα) του Ν. 2396/1996. Ειδικότερα, θα πρέπει, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, να πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:
i) οι τίτλοι αυτοί εξασφαλίζονται πλήρως και άμεσα από ένα σύνολο ενυπόθηκων δανείων με τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά των δανείων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο ή στην παράγραφο 1 του δεκάτου κεφαλαίου και τα οποία είναι απολύτως ενήμερα κατά τη μεταφορά τους προς δημιουργία των ως άνω τίτλων (τίτλοι που εξασφαλίζονται με υποθήκη)
ii) έχει εγγραφεί επί των υπεγγύων περιουσιακών στοιχείων και σε αποδεκτό βαθμό υψηλής τάξης υποθήκη είτε άμεσα από τους επενδυτές σε «τίτλους που εξασφαλίζονται με υποθήκη» είτε για λογαριασμό τους από κάποιο διαχειριστή ή άλλο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, κατά την ίδια αναλογία που αντιπροσωπεύουν οι τίτλοι που κατέχουν ατομικά οι επενδυτές προς το σύνολο των διαθεσίμων τίτλων αυτής της κατηγορίας.
(2) Έξοδα επόμενων χρήσεων και έσοδα χρήσεως εισπρακτέα, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τον συντελεστή στάθμισης του αντισυμβαλλομένου.
δ) Συντελεστής στάθμισης 100%
(1) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της Ζώνης Β, εκτός εκείνων που είναι αποτιμημένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο νόμισμα του οφειλέτη.
(2) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών της Ζώνης Β.
(3) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός διαστήματος μεγαλύτερου του έτους, έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της Ζώνης Β.
(4) Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, έναντι των μη τραπεζικών τομέων της Ζώνης Α και της ζώνης Β.
(5) Πάγια στοιχεία, ήτοι τα εξής:
i. Γήπεδα και κτίρια
ii. Τεχνικές εγκαταστάσεις και μηχανήματα
iii. Άλλες εγκαταστάσεις, εργαλεία, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός
iv. Προκαταβολές για τα ως άνω ως και πρόσθετα υπό κατασκευή ενσώματα πάγια στοιχεία.
(6) Χαρτοφυλάκια μετοχών, συμμετοχές και άλλα συστατικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια του δανειοδοτούντος ιδρύματος.
(7) Συντελεστής στάθμισης προσαυξημένος κατά 150% εφαρμόζεται επί του τμήματος της αξίας των πιο κάτω στοιχείων του ενεργητικού, η οποία αθροιστικά υπερβαίνει ποσοστό ίσο με το 30% των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων:
(i) Γήπεδα και κτίρια
(ii) Οι τοποθετήσεις του επενδυτικού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών με κύρια δραστηριότητα την απόκτηση ή διαχείριση ακινήτων, καθώς και οι αντίστοιχες τοποθετήσεις στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών με κύριο αντικείμενο την απόκτηση συμμετοχών (holding) σε επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας, πλην του τμήματος των τοποθετήσεων αυτών που αναλογεί στο ποσό που αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος.
(8) Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού, εκτός από εκείνα που έχουν αφαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια.
2. Στοιχεία εκτός ισολογισμού:
α) Οι μέθοδοι που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ εφαρμόζονται στα εκτός ισολογισμού στοιχεία του Παραρτήματος ΙΙΙ εκτός από:
- τις συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένα χρηματιστήρια
- τις συμβάσεις πράξεων συναλλάγματος αρχικής διάρκειας μέχρι δεκατεσσάρων ημερών, εξαιρουμένων των συμβάσεων που αφορούν χρυσό
β) Η ακόλουθη μέθοδος εφαρμόζεται στα εκτός ισολογισμού στοιχεία που δεν αναφέρονται στην παράγραφο α):
i) Τα ανωτέρω στοιχεία, κατατάσσονται σε ομάδες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου που ορίζεται στο Παράρτημα Ι. Συνυπολογίζεται η πλήρης αξία των στοιχείων υψηλού κινδύνου, το 50% της αξίας των στοιχείων μέσου κινδύνου, το 20% της αξίας των στοιχείων μετρίου κινδύνου και του τμήματος του εγγεγραμμένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που δεν έχει ζητηθεί να καταβληθεί, ενώ θεωρείται ως μηδενική η αξία των στοιχείων χαμηλού κινδύνου.
ii) Οι αξίες των στοιχείων αυτών, αφού προηγουμένως σταθμισθούν, όπως περιγράφεται πιο πάνω, πολλαπλασιάζονται με τους συντελεστές στάθμισης που προσδίδονται στους οικείους αντισυμβαλλόμενους, σύμφωνα με τα οριζόμενα για τα στοιχεία ενεργητικού στην παράγραφο 1 του παρόντος κεφαλαίου καθώς και στο έβδομο κεφάλαιο. Στην περίπτωση πράξεων προσωρινής εκχώρησης και άλλων εκχωρήσεων με υποχρέωση επαναγοράς, καθώς και στην περίπτωση υποχρεώσεων αγοράς επί προθεσμία, οι συντελεστές στάθμισης θα είναι εκείνοι οι οποίοι αντιστοιχούν στα εν λόγω στοιχεία και δεν θα λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα των αντισυμβαλλόμενων.
γ) Όταν τα εκτός ισολογισμού στοιχεία καλύπτονται από ρητή εγγύηση, σταθμίζονται ως εάν είχαν συναφθεί για λογαριασμό του εγγυητή και όχι του πραγματικού αντισυμβαλλόμενου. Όταν ο κίνδυνος που προκύπτει από συναλλαγή εκτός ισολογισμού είναι πλήρως και καθ’ολοκληρίαν ασφαλισμένος, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, με οιαδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο έκτο κεφάλαιο παράγραφος 1, στοιχείο α), σημείο (7) και στοιχείο β), σημείο (11), εφαρμόζονται αντίστοιχα συντελεστές στάθμισης 0 ή 20%, ανάλογα με την ασφάλεια. Σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης 50% τα στοιχεία εκτός ισολογισμού που αντιπροσωπεύουν εγγυοδοσίες ή εγγυήσεις πιστώσεων που έχουν χαρακτήρα υποκατάστατων πιστοδοτήσεων και τα οποία εξασφαλίζονται πλήρως κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος με υποθήκες που πληρούν τους όρους του εδαφίου γ (1) της παραγράφου 1 του έκτου κεφαλαίου, υπό την επιφύλαξη ότι ο εγγυητής έχει άμεσο δικαίωμα επί των υπεγγύων.
δ) Όταν τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμίζονται με χαμηλότερο συντελεστή λόγω ύπαρξης ρητής εγγύησης ή ασφάλειας δεκτής από τις αρμόδιες αρχές, η στάθμιση με χαμηλότερο συντελεστή εφαρμόζεται μόνο στο εγγυημένο τμήμα ή σ’αυτό που καλύπτεται πλήρως από την ασφάλεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
1. Στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζεται μηδενικός συντελεστής στάθμισης για εργασίες τους, είτε εντός είτε εκτός ισολογισμού, που αφορούν χορηγήσεις προς – ή εγγυημένες από ή εξασφαλισμένες, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από – τοπικές αρχές ή περιφερειακές κυβερνήσεις άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, εφόσον τα κράτη αυτά εφαρμόζουν το συντελεστή αυτό για τις εργασίες αυτές.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να μεταβάλλει το συντελεστή των περιπτώσεων (β) (5) και (β) (6) της παραγρ. 1, του έκτου κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος θα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟΥΣ ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγρ. 1 του εβδόμου κεφαλαίου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20% στα στοιχεία ενεργητικού που, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι εξασφαλισμένα με τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές κρατών της Ζώνης Α, ή με καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της Ζώνης Α, πλην του παρέχοντος την πίστωση ιδρύματος ή με πιστοποιητικά καταθέσεων ή με άλλα παρόμοια μέσα που εκδίδονται από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα ενημερώνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις περιπτώσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ: ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
1. Από 1ης Ιανουαρίου 1993, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διατηρούν μονίμως το συντελεστή που ορίζεται στο τρίτο κεφάλαιο σε ύψος όχι κατώτερο του 8%. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ορίζει ακόμη υψηλότερο συντελεστή, λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική διάταξη του Νόμου 2076/1.8.1992, άρθρο 18, παράγραφος 1 α, όπως ισχύει.
2. Στην περίπτωση που ο συντελεστής φερεγγυότητας κατέλθει κάτω από το 8%, η Τράπεζα της Ελλάδος μεριμνά ώστε το οικείο πιστωτικό ίδρυμα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, για να επαναφέρει, το ταχύτερο δυνατόν, τον εν λόγω συντελεστή στο ελάχιστο όριο.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξαιρεί πιστωτικά ιδρύματα από την υποχρέωση κατάρτισης συντελεστή φερεγγυότητας σε ατομική βάση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του τρίτου κεφαλαίου.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της για την παρακολούθηση της τήρησης του ελαχίστου αποδεκτού συντελεστή φερεγγυότητας από τα πιστωτικά ιδρύματα μεριμνά ώστε η μητρική επιχείρηση να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη δέουσα κατανομή του κεφαλαίου στο εσωτερικό του ομίλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. α) Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στα δάνεια, τα οποία, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ ολοκληρία με υποθήκες γραφείων ή εμπορικών χώρων πολλαπλής χρήσης, που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στο έδαφος άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία επιτρέπουν την εφαρμογή του συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στα δάνεια της κατηγορίας αυτής, με τους ακόλουθους όρους:
i) Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50% εφαρμόζεται στο μέρος του δανείου, το οποίο δεν υπερβαίνει το 50% της αγοραίας αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.
Για τους σκοπούς της παρούσας Πράξης ως αγοραία αξία γραφείου ή άλλου εμπορικού χώρου πολλαπλής χρήσης νοείται η τιμή στην οποία θα μπορούσε να πωληθεί το ακίνητο, κατά την ημέρα της εκτίμησης, από ένα πωλητή, που ενεργεί εκούσια, σε μη συνδεόμενο με αυτόν αγοραστή, θεωρώντας ως δεδομένο ότι το ακίνητο προσφέρεται δημοσίως προς πώληση, ότι οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά επιτρέπουν την κανονική εκποίησή του και ότι, λαμβάνοντας υπόψη του είδος του ακινήτου, είναι δυνατό να μεσολαβήσει μια εύλογης διάρκειας περίοδος διαπραγμάτευσης.
Η αγοραία αξία πρέπει να υπολογίζεται από δύο διαφορετικούς και ανεξάρτητους (τόσο από τον δανειοδοτούμενο όσο και από το πιστωτικό ίδρυμα που διενεργεί τη χρηματοδότηση), εκτιμητές, οι οποίοι προβαίνουν σε ανεξάρτητες εκτιμήσεις κατά τη σύναψη του δανείου. Ειδικότερα:
- Εάν το ενυπόθηκο γραφείο ή εμπορικός χώρος πολλαπλής χρήσης ευρίσκεται σε περιοχή για την οποία υφίστανται Πίνακες Αντικειμενικής Αξίας Ακινήτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ως μία εκ των δύο εκτιμήσεων της αγοραίας αξίας του ακινήτου, υποχρεωτικά θα λαμβάνεται η αξία που προκύπτει με βάση το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων που έχει θεσπίσει το Υπουργείο Οικονομίας & Οικονομικών.
- Η χαμηλότερη μεταξύ των δύο εκτιμήσεων χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του μέρους του δανείου επί του οποίου θα εφαρμοσθεί ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50%.
- Η αξία του ακινήτου επανεκτιμάται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο ή προκειμένου ειδικά περί δανείων που δεν υπερβαίνουν ποσό ισότιμο του ενός εκατομμυρίου ευρώ και το 5% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, ανά τριετία. Στις περιπτώσεις ακινήτων σε περιοχές που καλύπτονται από το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων δεν απαιτείται επανεκτίμηση και από άλλο φορέα, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις η επανεκτίμηση μπορεί να διενεργείται από ένα μόνον ανεξάρτητο εκτιμητή.
ii) Στο μέρος του δανείου που υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο σημείο (i) εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 100%
iii) Το ακίνητο πρέπει να χρησιμοποιείται ή να προσφέρεται προς εκμίσθωση από τον ιδιοκτήτη.
β) Για τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί πριν από την 4.10.2001 και για τα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50%, θα πρέπει να εφαρμοσθούν άμεσα οι όροι (i), (ii) και (iii), με εξαίρεση τα όσα προβλέπονται για την ως άνω διαδικασία εκτίμησης της αγοραίας αξίας των γραφείων ή εμπορικών χώρων πολλαπλής χρήσης, η εφαρμογή της οποίας θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι την 4.10.2002
γ) Για τα δάνεια που θα έχουν χορηγηθεί πριν από την 31 Δεκεμβρίου 2006, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50% εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη τους, εάν το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να τηρήσει τους συμβατικούς όρους.
2. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50% στις χρηματοδοτικές μισθώσεις ακινήτων που θα έχουν συναφθεί πριν από την 31 Δεκεμβρίου 2006 και αφορούν ακίνητα επαγγελματικής χρήσεως, τα οποία ευρίσκονται στη χώρα της έδρας και διέπονται από νομοθετικές διατάξεις δυνάμει των οποίων ο εκμισθωτής παρακρατεί την πλήρη κυριότητα του μισθίου, μέχρις ότου ο μισθωτής ασκήσει το δικαίωμα αγοράς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα οι αναφερόμενες στα συνημμένα παραρτήματα εργασίες έχουν εφαρμογή στο βαθμό που επιτρέπεται η διεξαγωγή τους από την εκάστοτε ισχύουσα Ελληνική νομοθεσία. Το αυτό ισχύει και για την περίπτωση της παραγράφου 2 του δέκατου κεφαλαίου.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του δέκατου κεφαλαίου ανωτέρω, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου προσδιορίζονται από τις διατάξεις της παρούσας .
3. α. Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής στοιχείων, έχουν εφαρμογή τα καθοριζόμενα στις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 1313/9.6.98 όπως εκάστοτε ισχύουν (τελευταία σχετική τροποποποίηση με τις διατάξεις του κεφαλαίου Ε, παρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2494/27.5.2002).
β. Κατά την υποβολή των ως άνω στοιχείων (παρ. α.), τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να εμφανίζουν ξεχωριστά τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγρ. 1(δ), σημείο (7) του έκτου κεφαλαίου ,
4. Από τη δημοσίευση της παρούσας καταργούνται οι διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92, 2349/15.2.95, 2387/6.5.96, 2409/27.3.97, 2479/27.8.2001, καθώς και οι διατάξεις των παραγρ. 2 3 και 5 της ΠΔ/ΤΕ 2512/30.12.2002. Οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε διατάξεις των πιο πάνω καταργούμενων Πράξεων νοείται ότι στο εξής θα αφορά τις διατάξεις της παρούσας, όπως κατ΄αντιστοιχία έχουν κωδικοποιήσει τις καταργούμενες.
Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών της Τράπεζας της Ελλάδος για την παροχή διευκρινίσεων και οδηγιών ως προς την εφαρμογή της παρούσας.
6. Τα επισυναπτόμενα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας Πράξης.
Από τις διατάξεις της παρούσας Πράξης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Η Πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Α’).
Ο Διοικητής
Νικόλαος Γκαργκάνας
Ακριβές αντίγραφο,
Αθήνα,
Δ/νση Νομισματικής Πολιτικής
και Τραπεζικών Εργασιών
Ο Διευθυντής
Π. Κυριακόπουλος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Υψηλός κίνδυνος
Εγγυήσεις που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων
Τίτλοι αποδοχής
Οπισθογραφήσεις αξιογράφων που δεν φέρουν την υπογραφή άλλου πιστωτικού ιδρύματος.
Συναλλαγές με δικαίωμα προσφυγής υπέρ του αγοραστή
Ανέκκλητες stand by πιστωτικές επιστολές που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων
Πράξεις προσωρινής εκχώρησης και άλλες εκχωρήσεις με υποχρέωση επαναγοράς, σε ημερομηνία καθοριζόμενη από τον εκχωρούντα
Στοιχεία ενεργητικού που έχουν αγοραστεί βάσει συμφωνιών μελλοντικής αγοράς.
Καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία (Forward - forward deposits).
Οφειλόμενο μέρος του τιμήματος από αγορά μετοχών και λοιπών τίτλων
Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο
Μέσος κίνδυνος
Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί και βεβαιωθεί (βλέπε επίσης μέτριο κίνδυνο)
Εγγυήσεις και ασφάλειες (περιλαμβανομένων των εγγυήσεων συμμετοχής σε διαγωνισμό, των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης, των τελωνειακών και φορολογικών εγγυήσεων) και εγγυήσεις που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων.
Πράξεις προσωρινής εκχώρησης και άλλες εκχωρήσεις με υποχρέωση επαναγοράς όπου όμως η αξία των εκχωρούμενων εμφανίζεται όχι στον ισολογισμό του εκχωρούντος αλλά εκείνου προς τον οποίον η εκχώρηση, ενώ ο εκχωρών εμφανίζει μόνον τη συμφωνειθείσα τιμή στη περίπτωση επαναγοράς
Ανέκκλητες stand-by πιστωτικές επιστολές που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων.
Μη χρησιμοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική προθεσμία λήξης μεγαλύτερη του ενός έτους.
Ευχέρειες έκδοσης αξιών (”Note issuance facilities – NIF”) και ανανεούμενες ασφαλιστικές ευχέρειες (”Revolving underwriting facilities – RUF”).
Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέσο κίνδυνο
Μέτριος κίνδυνος
Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων, στις οποίες τα εμπορεύματα χρησιμεύουν ως πρόσθετη εγγύηση και άλλες αυτοεξυπηρετούμενες (self liquidating) συναλλαγές.
Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέτριο κίνδυνο
Χαμηλός κίνδυνος (0%)
Μη χρησιμοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) οι οποίες έχουν αρχική προθεσμία λήξης ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο ή αυτές οι οποίες μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων και χωρίς προειδοποίηση οποιαδήποτε στιγμή.
Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης χαμηλό κίνδυνο
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα ενημερώνεται αμέσως μόλις προστεθεί ένα νέο στοιχείο εκτός ισολογισμού σε μία από τις τελευταίες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται σε κάθε κατηγορία κινδύνου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
1. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΝΟΙΓΜΑΤΟΣ
Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος να επιλέξουν μία από τις μεθόδους που περιγράφονται κατωτέρω, για τον υπολογισμό των κινδύνων που σχετίζονται με τις συμβάσεις που απαριθμούνται στα σημεία 1 και 2 του Παραρτήματος ΙΙΙ.
Τα πιστωτικά ιδρύματα που πρέπει να τηρούν την υποχρέωση της παραγράφου 8 εδάφιο α της ΠΔ/ΤΕ 2397/7.11.1996 και δεν εξαιρούνται από την υποχρέωση αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 7 της ίδιας Πράξης πρέπει να χρησιμοποιούν μόνον τη «Μέθοδο 1», όπως αυτή περιγράφεται κατωτέρω.
Για τον υπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τις συμβάσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 3, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να χρησιμοποιούν τη «Μέθοδο 1» που περιγράφεται κατωτέρω.
2. ΜΕΘΟΔΟΙ
ΜΕΘΟΔΟΣ 1
Αποτίμηση βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς (“mark - to - market”)
Στάδιο α) : Το τρέχον κόστος αντικαταστάσεως όλων των συμβάσεων με θετική αξία υπολογίζεται βάσει των τρεχουσών (αγοραίων) τιμών των συμβάσεων (mark– to - market)
Στάδιο β) : Για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος (1) τα ονομαστικά (πλασματικά) ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων πολλαπλασιάζονται με τα ακόλουθα ποσοστά:
(1) Εκτός από τις συμβάσεις ανταλλαγής «κυμαινόμενου/κυμαινόμενου επιτοκίου» στο ίδιο νόμισμα, για τις οποίες υπολογίζεται μόνο το τρέχον κόστος αντικατάστασης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 (α)(β)
Εναπομένουσα διάρκεια (γ)
Συμβάσεις επιτοκίου
Συμβάσεις τιμών συναλλάγματος και χρυσού
Συμβάσεις που αφορούν μετοχές
Συμβάσεις που αφορούν πολύτιμα μέταλλα εκτός από χρυσό Συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός από πολύτιμα μέταλλα
Ενα έτος ή μικρότερη
0%
1%
6%
7%
10%
Πάνω από ένα έτος και έως πέντε έτη

0,5%
5%
8%
7%
12%
Πάνω από πέντε έτη
1,5%
7,5%
10%
8%
15%
(α) Οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν σε μία από τις πέντε κατηγορίες του πίνακα 1 θα αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός πολύτιμων μετάλλων.
(β) Για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου το ποσοστό θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη σύμβαση.
(γ) Για τις συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται ανοίγματα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία τιμή της σύμβασης να είναι μηδέν στις εν λόγω ημερομηνίες, η εναπομένουσα διάρκεια θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου που πληρούν τα κριτήρια αυτά και έχουν εναπομένουσα διάρκεια πάνω από ένα έτος, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 0,5%.
Στάδιο γ) : Το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικαταστάσεως και του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος πολλαπλασιάζεται με τον προβλεπόμενο στο έκτο κεφάλαιο παράγραφο 1 συντελεστή στάθμισης κινδύνου του οικείου αντισυμβαλλόμενου.
ΜΕΘΟΔΟΣ 2
Μέθοδος του αρχικού ανοίγματος (“original exposure”)
Στάδιο α) : Το ονομαστικό (πλασματικό) ποσό κάθε σύμβασης πολλαπλασιάζεται με τα ακόλουθα ποσοστά:

ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Αρχική διάρκεια(α) Συμβάσεις επί επιτοκίων Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό
Ένα έτος ή μικρότερη 0,5% 2%
Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη 1% 5%
Για κάθε επιπλέον έτος 1% 3%
(α) Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα διάρκεια υπό τον όρο η επιλογή αυτή να εφαρμόζεται σταθερά.
Στάδιο β) : Το άνοιγμα που προκύπτει από τον υπολογισμό του σταδίου (α) πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή στάθμισης κινδύνου των οικείων αντισυμβαλλόμενων σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο, παράγρ.1.
Κατά την εφαρμογή των δύο μεθόδων 1 και 2, πρέπει να εξασφαλίζεται, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι το πλασματικό ονομαστικό ποσό του οποίου γίνεται χρήση αποτελεί κατάλληλο μέσο εκτίμησης του κινδύνου που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν π.χ. η σύμβαση προβλέπει πολλαπλές ταμειακές ροές, το πλασματικό ονομαστικό ποσό πρέπει να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλών αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.
3. ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ (ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ)
α) Οι ακόλουθες μορφές συμβατικού συμψηφισμού μπορεί να αναγνωρισθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι μειώνουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγρ. (1) του παρόντος Παραρτήματος
i) διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου του, βάσει των οποίων οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται αυτομάτως, έτσι ώστε να προκύπτει ένα και μόνο καθαρό ποσό σε κάθε χρονική στιγμή που η ανανέωση εφαρμόζεται και συνεπώς να γεννάται νέα νομικά δεσμευτική και ενιαία σύμβαση με την οποία αποσβένυνται οι προϋπάρχουσες συμβάσεις.
ii) άλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου (3), ως “αντισυμβαλλόμενος” νοείται ο φορέας (συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων), που έχει ικανότητα σύναψης συμφωνίας περί συμβατικού συμψηφισμού.
β) Προϋποθέσεις αναγνώρισης:
Ο συμβατικός συμψηφισμός αναγνωρίζεται ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου, μόνο εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) Το πιστωτικό ίδρυμα έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενό του σύμβαση συμψηφισμού, η οποία γεννά μία ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει την παροχή είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω πτωχεύσεως ή εκκαθαρίσεως ή άλλων ανάλογων περιστάσεων, το πιστωτικό ίδρυμα να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επί μέρους συναλλαγές.
ii) Το πιστωτικό ίδρυμα έχει θέσει υπόψη της Τράπεζας της Ελλάδος γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, εάν υπάρξει νομική αμφισβήτηση, τα αρμόδια δικαστήρια και οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να διαπιστώσουν, στις περιπτώσεις που περιγράφονται στο σημείο (i) ότι οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος θα περιορισθούν στο καθαρό άθροισμα, κατά τα οριζόμενα στο σημείο (i), σύμφωνα με:
- το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ή κατοικεί ο αντισυμβαλλόμενος και, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος είναι αλλοδαπό υποκατάστημα μίας εταιρείας, επιπλέον του δικαίου του κράτους σύστασης της εταιρείας, σύμφωνα και με το δίκαιο του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα,
- το δίκαιο που διέπει κάθε επί μέρους καλυπτόμενη από τη σύμβαση συμψηφισμού συναλλαγή και
- το δίκαιο που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού.
iii) Το πιστωτικό ίδρυμα έχει καθιερώσει διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η εγκυρότητα του συμβατικού συμψηφισμού εξακριβώνεται διαρκώς σύμφωνα με τις εκάστοτε αλλαγές της οικείας νομοθεσίας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώσει, μετά από σχετικές διαβουλεύσεις με τις εμπλεκόμενες άλλες αρμόδιες αρχές, ότι μία ή περισσότερες από τις αρχές αυτές δεν έχει βεβαιωθεί ως προς τη νομική εγκυρότητα μίας συμφωνίας συμψηφισμού, δεν πρόκειται να αναγνωρίσει τη σχετική συμφωνία ως παράγοντα ελάττωσης του κινδύνου για κανένα από τους συμβαλλόμενους. Αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις για κατηγορίες συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού και όχι μόνο για συγκεκριμένες συμφωνίες είναι δυνατόν να γίνονται δεκτές από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου συμβάσεις με ρήτρα υπαναχώρησης (walkaway clause) δηλαδή συμβάσεις που σε περίπτωση πτώχευσης ενός εκ των δύο συμβαλλομένων παρέχουν τη δυνατότητα στο μη πτωχεύσαντα να πραγματοποιήσει περιορισμένες ή και καθόλου πληρωμές στον πτωχεύσαντα ακόμη και στην περίπτωση που ο τελευταίος είναι συνολικά καθαρός πιστωτής με βάση τη συμφωνία συμψηφισμού.
γ) Αποτελέσματα της αναγνώρισης:
i) Συμβάσεις ανανέωσης οφειλής
Επιτρέπεται η στάθμιση των ενιαίων καθαρών ποσών που καθορίζονται από τις συμβάσεις ανανέωσης οφειλής αντί των ακαθάριστων (μεικτών) ποσών. Κατά συνέπεια :
• Σύμφωνα με την Μέθοδο1 :
- κατά το στάδιο α): το τρέχον κόστος αντικατάστασης και
- κατά το στάδιο β): τα ονομαστικά (πλασματικά) ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων,
μπορούν να υπολογισθούν λαμβανομένης υπόψη της σύμβασης ανανέωσης.
• Αντίστοιχα σύμφωνα με τη Μέθοδο 2 :
- στο στάδιο (α), για τον υπολογισμό του ονομαστικού (πλασματικού) ποσού μπορεί να ληφθεί υπόψη η σύμβαση ανανέωσης οφειλής και ισχύουν στην περίπτωση αυτή τα ποσοστά του Πίνακα 2.
ii) Άλλες συμφωνίες συμψηφισμού
Για την εφαρμογή της Μεθόδου 1:
- κατά το στάδιο (α), το τρέχον κόστος αντικατάστασης για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να υπολογισθεί λαμβάνοντας υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία. Όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για το πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης υπολογίζεται ως ΜΗΔΕΝ.
- κατά το στάδιο (β) το ποσό που αφορά τα ενδεχόμενα μελλοντικά πιστωτικά ανοίγματα για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού, μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση:
ΕΠΑμειωμένο = 0,4 x ΕΠΑακαθ + 0,6 x ΔΚΑ x ΕΠΑακαθ
όπου:
- ΕΠΑμειωμένο : το μειωμένο ποσό που αφορά τo ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμου
- ΕΠΑακαθ : το άθροισμα των ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μία νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού, τα οποία υπολογίζονται αν πολλαπλασιαστούν τα πλασματικά ονομαστικά ποσά με τα ποσοστά του Πίνακα 1
- ΔΚΑ : Δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο (net to gross ratio):
το πηλίκο το καθαρού κόστους αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού με ένα συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο (παρονομαστής)
Για τον υπολογισμό των ενδεχομένων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον παραπάνω τύπο, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις θεωρούνται τα συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος (forward foreign exchange contracts), ή παρεμφερείς συμβάσεις στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, αν οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και πλήρως ή εν μέρει αφορούν στο ίδιο νόμισμα.
Για την εφαρμογή της Μεθόδου 2 :
Κατά το στάδιο (α). Οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Τα πλασματικά ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του Πίνακα 2.
Προκειμένου περί οποιονδήποτε άλλων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων σε διμερή συμφωνία συμψηφισμού, στα ακαθάριστα ονομαστικά/πλασματικά ποσά των συμβάσεων έχουν εφαρμογή τα μειωμένα ποσοστά του πιο κάτω Πίνακα 3:
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Αρχική διάρκεια(α) Συμβάσεις επί επιτοκίων Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό
Ένα έτος ή μικρότερη 0,35% 1,50%
Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη 0,75% 3,75%
Για κάθε επιπλέον έτος 0,75% 2,25%
(α) Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα διάρκεια υπό τον όρο η επιλογή αυτή να εφαρμόζεται σταθερά.
Οι ρυθμίσεις του Παραρτήματος αυτού (ΙΙ) δεν θίγουν τις διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής που είχαν συναφθεί πριν από την 27.3.1997
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙI
ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
1. Συμβάσεις επιτοκίου
α) Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (Single – currency interest rate swaps)
β) Πράξεις ανταλλαγής κυμαινομένων επιτοκίων διαφορετικής βάσης (Basis swaps)
γ) Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίου (Forward - rate agreements)
δ) Προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (Interest - rate futures)
ε) Αγορασθέντα δικαιώματα προαιρέσεως επιτοκίου (interest – rate options purchased)
στ) Λοιπές Συμβάσεις Επιτοκίου
2. Συμβάσεις Συναλλάγματος και Συμβάσεις Χρυσού.
α) Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα (Cross – currency interest rate swaps)
β) Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος (Forward foreign - exchange contracts) περιλαμβανομένου και του προθεσμιακού σκέλους πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων.
γ) Προθεσμιακές συμβάσεις επί συναλλάγματος (Currency futures)
δ) Αγορασθέντα δικαιώματα προαιρέσεως συναλλάγματος (currency options purchased)
ε) Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως
στ) Συμβάσεις χρυσού παρεμφερείς με εκείνες των στοιχείων α) έως ε)
3. Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες του σημείου 1 στοιχεία α) έως ε) και του σημείου 2 στοιχεία α) έως δ) επί άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών, που αφορούν:
α) Μετοχές
β) Πολύτιμα μέταλλα εκτός από χρυσό
γ) Εμπορεύματα άλλα εκτός από πολύτιμα μέταλλα
δ) Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως.
ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ. 2524/23.7.2003 (ΣΕΛ.91)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου