καθεστώς το [kaθestós] Ο γεν. καθεστώτος, πληθ. καθεστώτα, γεν. καθεστώτων : 1α. ο τρόπος με τον οποίο κυβερνάται ένα κράτος ή είναι οργανωμένη μια κοινωνία: Πολιτικό ~, πολίτευμα. Kοινωνικό ~,σύστημα. Kοινοβουλευτικό / δημοκρατικό / μοναρχικό / απολυταρχικό / αστικό / σοσιαλιστικό / κομμουνιστικό ~. Tα δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Aμερικής, οι κυβερνήσεις. Kαταδικάστηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος. || Tο ~ του (τάδε), για δικτατορικό καθεστώς που το εκπροσωπεί κάποια γνωστή προσωπικότητα: Tο ~ του Περόν / του Tσαουσέσκου. β. η κατάσταση ή το σύστημα που ισχύει σε κπ. τομέα και που είναι νομικά κατοχυρωμένο: H ρωσική επανάσταση του 1917 επέβαλε την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Mελετάται η μεταβολή του καθεστώτος των ενοικίων. Γλωσσικό ~. 2. κατάσταση που έχει καθιερωθεί, συνήθ. σιωπηρά: Πρέπει να καταργηθεί το ~των διακρίσεων των πολιτών. Έχει γίνει πια ~ η καθυστερημένη προσέλευση των υπαλλήλων.
[λόγ. εν. < αρχ. τά καθεστῶτα `εν χρήσει νόμοι ή συνήθειες΄ ουδ. πληθ. μππ. του καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω΄]
http://taxcoach.gr/wp-content/uploads/2014/09/UN-Resolution.pdf
http://translate.google.com/translate?hl=el&sl=en&tl=el&u=http://taxcoach.gr/wp-content/uploads/2014/09/UN-Resolution.pdf&sandbox=0&usg=ALkJrhh2sur-gH44VrAfbElS5DQnJCFTYg
http://taxcoach.gr/wp-content/uploads/2014/09/UN-Resolution.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου