Φωτογραφία τής Αψίδας τού Θριάμβου τού Τίτου στη Ρώμη: Ένα ιστορικό μνημείο που θα θυμίζει πάντα την εκπλήρωση τής προφητείας τού Χριστού και πιστοποιεί ο Ιώσηπος.
Ο Ιωσήφ μπεν Ματθίας, ή Ιώσηπος (Josephus Flavius 37 ως μετά το 100 μ.Χ.), γεννήθηκε λίγο μετά το θάνατο του Χριστού, τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καλιγούλα. Γι’ αυτόν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες, αφού φρόντισε ο ίδιος να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο πατέρας του Ιώσηπου ανήκε σε ιερατική οικογένεια. Η μητέρα του, ήταν απόγονος του Ασμοναίου αρχιερέα Ιωνάθαν. Μετά από πολλούς αγώνες οι Μακκαβαίοι / Ασμοναίοι κατόρθωσαν να δώσουν στους Ιουδαίους την ανεξαρτησία τους. Η οικογένειά τους κυβέρνησε την Ιουδαία μέχρι την εποχή που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια ο εξελληνισμός των Ιουδαίων συνεχίστηκε. Γι' αυτό εξακολουθούσαν και οι διαμάχες ανάμεσα στους εξελληνισμένους Ιουδαίους και τους «ευσεβείς». Οι πρώτοι έφταναν, όπως είδαμε, στο σημείο να απορρίπτουν τις πατρογονικές τους παραδόσεις. Αντίθετα οι δεύτεροι πίστευαν ότι έπρεπε να μένουν πιστοί αποκλειστικά στη δική τους παράδοση και αρνούνταν οτιδήποτε ξένο. Εφάρμοζαν αυστηρά όχι μόνο το Νόμο αλλά και τις ερμηνείες των Γραμματέων. Ο απλός λαός βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε πια ποιον να εμπιστευτεί. Με το πέρασμα των χρόνων η σύγχυση ολοένα και μεγάλωνε. Ο Ιώσηπος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και αφηγητής της εκπλήρωσης της
προφητείας του Χριστού για την
πτώση της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Υπήρξε στρατιωτικός διοικητής, διπλωμάτης, Φαρισαίος και λόγιος.
Στη διάρκεια της εφηβείας του, ο Ιώσηπος ήταν ένθερμος μελετητής του Μωσαϊκού Νόμου. Ανέλυσε τρεις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού, τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους. Αποφάσισε να ζήσει τρία χρόνια κοντά σε έναν ερημίτη που ονομαζόταν Βάννος, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν Εσσαίος. Όμως σε ηλικία 19 χρονών, ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και προσχώρησε στους Φαρισαίους.
Ο Ιώσηπος στη Ρώμη και στον πόλεμοΟ Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη το 64 μ.Χ. προκειμένου να μεσολαβήσει για μερικούς Ιουδαίους ιερείς τους οποίους ο ανθύπατος Φήλιξ της Ιουδαίας είχε στείλει στον Αυτοκράτορα Νέρωνα για να τους δικάσει. Ο Ιώσηπος ναυάγησε στη διάρκεια του ταξιδιού και μόλις και μετά βίας γλίτωσε το θάνατο. Διασώθηκαν μόνο 80 από τους 600 επιβάτες που ήταν στο πλοίο.
Στη διάρκεια της επίσκεψης του Ιώσηπου στη Ρώμη, ένας Ιουδαίος ηθοποιός τον σύστησε στη σύζυγο του Νέρωνα, την αυτοκράτειρα Ποππαία. Εκείνη έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία της αποστολής του. Το μεγαλείο της τον εντυπωσίασε.
Όταν ο Ιώσηπος επέστρεψε στην Ιουδαία, η ιδέα της εξέγερσης εναντίον της Ρώμης είχε ριζώσει στο μυαλό των Ιουδαίων. Αυτός προσπάθησε να καταδείξει στους συμπατριώτες του τη ματαιότητα του πολέμου εναντίον της Ρώμης. Καθώς δεν μπόρεσε να τους συγκρατήσει και πιθανώς επειδή φοβόταν ότι θα τον θεωρούσαν προδότη, δέχτηκε τη θέση του διοικητή των ιουδαϊκών στρατευμάτων στη Γαλιλαία. Ο Ιώσηπος συγκέντρωσε και εκπαίδευσε τους άντρες του και εξασφάλισε προμήθειες προετοιμαζόμενος για τη μάχη εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Γαλιλαία έπεσε από το στρατό του Βεσπασιανού. Μετά την πολιορκία που διήρκεσε 47 μέρες, το φρούριο του Ιώσηπου στα Ιωτάπατα καταλήφτηκε.
Όταν ο Ιώσηπος παραδόθηκε, με διορατικότητα πρόβλεψε ότι ο Βεσπασιανός σύντομα θα γινόταν αυτοκράτορας. Φυλακίστηκε αλλά γλίτωσε την τιμωρία λόγω της πρόβλεψης του, και αφέθηκε ελεύθερος όταν αυτή επαληθεύτηκε. Αυτό αποτέλεσεε σημείο στροφής στη ζωή του. Για το υπόλοιπo του πολέμου, υπηρέτησε τους Ρωμαίους ως διερμηνέας και μεσολαβητής. Σε ένδειξη της προστασίας που του παρείχαν ο Βεσπασιανός και οι γιοι του, Τίτος και Δομιτιανός, ο Ιώσηπος πρόσθεσε το οικογενειακό όνομα Φλάβιος στο δικό του.
Μετά τον πόλεμο, ο Ιώσηπος πήγε στη Ρώμη. Απολαμβάνοντας την εύνοια των Φλαβίων, έζησε ως Ρωμαίος πολίτης στο πρώην αρχοντικό του Βεσπασιανού και έλαβε μια αυτοκρατορική σύνταξη μαζί με δώρα από τον Τίτο. Ο Ιώσηπος στη συνέχεια ακολούθησε συγγραφική σταδιοδρομία.
Ο Τίτος του επέτρεψε να πάρει ότι ήθελε απ' την πατρίδα του. Ο Ιώσηπος ζήτησε να πάρει μόνο κάποια βιβλία, και ζήτησε την απελευθέρωση κάποιων αιχμαλώτων μεταξύ των οποίων ήταν και αδελφός του. Πήγε στη Ρώμη μαζί με τον Τίτο, όπου έτυχε μεγάλων περιποιήσεων από τον αυτοκράτορα. Του παραχώρησαν μάλιστα κατοικία να μένει μέσα στα ανάκτορα, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, καθώς και σύνταξη, και του χάρισαν αρκετή γη στην Ιουδαία για ιδιοκτησία του. Να λοιπόν γιατί δεν έγραψε πολλά για τον Μέγα Ναζωραίο και τους Ναζωραίους που συντάραξαν τον κόσμο. Βέβαια κάτι έγραψε για το Χριστό, σχετικά όμως πολύ λίγα, έγραψε επίσης πολύ θετικά και για τον Ιωάννη το Βαφτιστή, και ίσως να τα έγραψε κοντά στο τέλος της ζωής του για να εξιλεωθεί.
Έργα του
Τα βιβλία του Ιώσηπου, πέρα από τις ιστορικές πληροφορίες τους, είναι χρήσιμα και για την τοπογραφία και τη γεωγραφία της Παλαιστίνης. Το αρχαιότερο από τα συγγράμματά του φέρει τον τίτλο Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος. Είναι μία επτάτομη αφήγηση, την οποία έγραψε πιθανόν για να δώσει στους Ιουδαίους μια παραστατική περιγραφή της ανώτερης δύναμης της Ρώμης αποτρέποντας έτσι μελλοντικές επαναστάσεις. Αυτά τα συγγράμματα διερευνούν την ιουδαϊκή ιστορία από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή (το δεύτερο αιώνα π.Χ.) μέχρι τον
πόλεμο του 66 μ.Χ. Ως αυτόπτης μάρτυρας, ο Ιώσηπος κατόπιν εξετάζει τον πόλεμο ως το τέλος του με την
πτώση της Μασάδα το 73 μ.Χ.
Ένα άλλο έργο του Ιώσηπου ήταν η Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, η ιστορία των Ιουδαίων σε 20 τόμους. Αρχίζοντας από τη Γένεση και τη δημιουργία, προχωρεί και φτάνει ως τον πόλεμο με τη Ρώμη. Ακολουθεί πιστά τη σειρά της Αγιογραφικής αφήγησης, προσθέτοντας παραδοσιακές εξηγήσεις και εξωτερικές παρατηρήσεις.
Ο Ιώσηπος έγραψε μια προσωπική αφήγηση με τίτλο "Βίος". Σε αυτό το έργο επιζητεί να δικαιολογήσει τη στάση του κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπαθεί να μετριάσει τις κατηγορίες που του επέρριψε ο Ιούστος από την Τιβεριάδα. Ένα τέταρτο έργο του, είναι μια δίτομη απολογία με τίτλο "Κατ' Απίωνος" που υπερασπίζεται τους Ιουδαίους από παραποιημένες πληροφορίες.
Υπάρχουν όμως και χαμένα έργα τού Ιώσηπου. Ο Ευσέβιος (όπως παλαιότερα και ο Ωριγένης), μας διασώζει απόσπασμα από χαμένο κείμενο τού Ιώσηπου περί τού Ιακώβου, επισκόπου Ιεροσολύμων, που λέει τα εξής: «ταύτα δε συμβέβηκεν Ιουδαίοις κατ’ εκδίκησιν Ιακώβου του δικαίου, ος ην αδελφός Ιησού του λεγομένου Χριστού, επειδήπερ δικαιότατον αυτόν όντα οι Ιουδαίοι απέκτειναν» (Εκκλ. Ιστ. ΙΙ 23, 20).
Εβραϊκός Κανόνας και Ιουδαϊκή παράδοση
Στο έργο του «Κατ’ Απίωνος», αναφέρει πληροφορίες για τον Εβραϊκό κανόνα, που έχει λιγότερα βιβλία από τον Χριστιανικό και των Γνωστικών. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη διαφορά αυτή, ο Ιώσηπος λέει: «Εμείς δεν έχουμε αναρίθμητο πλήθος βιβλίων ανάμεσα μας, ασύμφωνων και αντιφατικών μεταξύ τους... αλλά μονάχα είκοσι δύο βιβλία (τα ίδια με τον Προτεσταντικό κανόνα με διαφορετικό διαχωρισμό), που περιέχουν τα υπομνήματα όλων των περασμένων εποχών τα οποία δίκαια πιστεύεται ότι είναι θεϊκά».
Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ο Ιώσηπος προσθέτει κάποιες λεπτομέρειες στην αφήγηση της Αγίας Γραφής, από την προφορική Ιουδαϊκή παράδοση. Λέει ότι «ο Ισαάκ ήταν είκοσι πέντε χρονών» όταν ο Αβραάμ τον έδεσε χειροπόδαρα για να τον θυσιάσει. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αφού βοήθησε στην οικοδόμηση του θυσιαστηρίου, ο Ισαάκ είπε ότι «δεν θα ήταν άξιος να είχε γεννηθεί από την αρχή, αν αρνιόταν την απόφαση του Θεού και του πατέρα του, γι' αυτό, πήγε αμέσως στο θυσιαστήριο για να θυσιαστεί».
Στη Γραφική αφήγηση για την αναχώρηση του Ισραήλ από την αρχαία Αίγυπτο, ο Ιώσηπος προσθέτει τις εξής λεπτομέρειες: «Ο αριθμός εκείνων που τους καταδίωκαν ήταν εξακόσια άρματα, με πενήντα χιλιάδες ιππείς και διακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, όλοι οπλισμένοι». Λέει επίσης, ότι «όταν ο Σαμουήλ ήταν δώδεκα χρονών, άρχισε να προφητεύει· και κάποτε ενώ κοιμόταν, ο Θεός τον κάλεσε με το όνομα του».
Άλλα συγγράμματα του Ιώσηπου δίνουν πληροφορίες για τους φόρους, τους νόμους και διάφορα γεγονότα. Κατονομάζει τη Σαλώμη ως τη γυναίκα που χόρεψε στη γιορτή του Ηρώδη και η οποία ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή. (Μάρκος 6: 17-26) Το μεγαλύτερο μέρος των όσων γνωρίζουμε για τη δυναστεία του Ηρώδη έχει καταγραφτεί από τον Ιώσηπο. Ο ίδιος λέει ακόμα ότι, «προκειμένου να κρύβει τη μεγάλη ηλικία του, [ο Ηρώδης] έβαφε τα μαλλιά του μαύρα».
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι μάλλον ο Ιώσηπος ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο «Θεοκρατία». Σε σχέση με το ιουδαϊκό έθνος, έγραψε: «Η κυβέρνηση μας . . . μπορεί να ονομαστεί Θεοκρατία, καθώς αποδίδει την εξουσία και τη δύναμη στον Θεό».
Η πολιορκία τής Ιερουσαλήμ το 66 μ.Χ
Ζούσε ακόμα η γενιά για την οποία είχε προφητεύσει ο Χριστός ότι θα έβλεπε το τέλος τής Ιερουσαλήμ και τού ναού της, όταν ξέσπασε η επανάσταση τών Ιουδαίων. Σε τρεις μόνο μήνες από την αρχή τής επανάστασης, πριν από το τέλος του 66 μ.Χ., ο Ρωμαίος έξαρχος της Συρίας, Κέστιος Γάλλος, συγκέντρωσε την δωδέκατη λεγεώνα του Ρωμαϊκού στρατού, μαζί με σημαντικές βοηθητικές δυνάμεις. Η αποστολή τους ήταν να καταστείλουν την εξέγερση και να τιμωρήσουν τους ενόχους.
Αφού κατέστρεψαν τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, οι άντρες του Κέστιου στρατοπέδευσαν γύρω από την περιτειχισμένη πόλη και την πολιόρκησαν. Χρησιμοποιώντας μια τακτική που ονομαζόταν τεστούντο (Χελώνα), οι Ρωμαίοι με επιτυχία ένωναν τις ασπίδες τους κάνοντας τες να μοιάζουν με καβούκι χελώνας για να προστατευτούν από τον εχθρό. Επιβεβαιώνοντας την επιτυχία αυτής της τακτικής, ο Ιώσηπος δηλώνει: «Τα βέλη που τους έριχναν έπεφταν και γλιστρούσαν χωρίς να τους κάνουν κανένα κακό· έτσι οι στρατιώτες υπέσκαψαν το τείχος χωρίς να τραυματιστούν οι ίδιοι, και ετοίμασαν τα πάντα για να βάλουν φωτιά στην πύλη του ναού».
Οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στην πόλη απ' όλες τις πλευρές και μάλιστα στη διάρκεια της γιορτής της σκηνοπηγίας, έφτασαν στο σημείο να υποσκάψουν τα βόρεια οχυρωμένα θεμέλια του ναού.
Ξαφνικά, ο Γάλλος απέσυρε τα στρατεύματα του και, για λόγους που δεν είναι σαφείς, εγκατέλειψε την Ιουδαία. «Αν συνέχιζε για λίγο ακόμη την πολιορκία, θα είχε καταλάβει αμέσως την Πόλη», έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας
Ιώσηπος.
«Τότε ήταν που ο Κέστιος... ανακάλεσε τους στρατιώτες του από εκεί… Αποσύρθηκε από την πόλη, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος» γράφει ο Ιώσηπος. Οι Ιουδαίοι ενθουσιασμένοι από τη σκέψη ότι είχαν νικήσει καταδίωξαν τους Ρωμαίους (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» ΙΙ, ιθ΄ 5-7). Οι επιθέσεις τους ανάγκασαν τους υποχωρούντες Ρωμαίους να εγκαταλείψουν τον όγκο των εφοδιοπομπών τους και τον βαρύ πολιορκητικό εξοπλισμό τους. Οι Ιουδαίοι γεμάτοι χαρά, πεπεισμένοι ότι ο Θεός τους ελευθέρωσε, έκοψαν νομίσματα που έφεραν επιγραφές, «Η Αγία Ιερουσαλήμ».
Απ' ό,τι φαίνεται, οι Ιουδαίοι πίστευαν πως ο Θεός θα ευλογούσε την εξέγερση τους κατά της Ρώμης. Όπως εξηγεί Η Παγκόσμια Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια: "Ο φανατικός ζήλος των Ιουδαίων στο Μεγάλο Πόλεμο εναντίον της Ρώμης (66 - 73 μ.Χ.) ενισχυόταν από την πεποίθηση τους ότι η Μεσσιανική εποχή ήταν πολύ κοντά".
Οι Χριστιανοί όμως περίμεναν ακριβώς μια τέτοια ευκαιρία, ώστε να υπακούσουν την
εντολή του Χριστού: «Όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε να ξέρετε ότι πλησίασε η ερήμωσή της. Τότε όσοι είναι στην Ιουδαία ας φεύγουν στα βουνά, και όσοι είναι μέσα της ας αναχωρήσουν, και όσοι είναι στην ύπαιθρο ας μην εισέλθουν σε αυτήν, επειδή αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, ώστε να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα». (Λουκάς 21/κα΄ 20-22)
Οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να βγουν από την Ιερουσαλήμ όσο υπήρχαν γύρω στρατεύματα. Επωφελήθηκαν λοιπόν από την αιφνίδια, ανεξήγητη αναχώρηση, και
έφυγαν γρήγορα από την πόλη και τη γύρω περιφέρεια της Ιουδαίας, και γλίτωσαν το θάνατο ή την αιχμαλωσία, όταν τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν το 70 μ.Χ. κάτω από τον Στρατηγό Τίτο και
κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τους πρώτους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, τον Ηγήσιππο, τον Ευσέβιο και τον Επιφάνειο, οι Ιουδαίοι Χριστιανοί κατέφυγαν πέρα από τον Ιορδάνη στην Πέλλα.
Ενώ
οι Χριστιανοί ήταν εκτός κινδύνου στην Πέλλα όπου κατέφυγαν, ο Αυτοκράτορας Νέρων διόρισε τον Στρατηγό Βεσπασιανό να συντρίψει την Ιουδαϊκή επανάσταση. Ο Βεσπασιανός βοηθούμενος από τον μεγαλύτερο γιό του, τον Τίτο, εξώρμησε με δύναμη 60.000 ανδρών. Κατεύθυνε τις λεγεώνες του εναντίον των πόλεων της Γαλιλαίας, συναντώντας άγρια αντίσταση. Οι πόλεις κυριεύθηκαν, και έγινε μεγάλη σφαγή.
Τα όσα συνέβησαν στις Ταριχείες και στα Γάμαλα δίνουν μια εικόνα του τι έγινε σε ολόκληρη τη χώρα. Στις Ταριχείες που είναι στην ακτή της Θάλασσης της Γαλιλαίας, πάνω από 6.000 Ιουδαίοι χάθηκαν στη μάχη. Οι επιζώντες κακοποιήθηκαν χωρίς έλεος. Οι «γέροι και οι άχρηστοι» που ανέρχονταν σε 1.200 εκτελέσθηκαν. Πάνω από 30.000 πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και 6.000 από τους πιο εύρωστους νέους στάλθηκαν να εργαστούν για τον Νέρωνα σκάπτοντας τον Ισθμό της Κορίνθου. Στα Γάμαλα, όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Ιουδαίους, πολλοί άνδρες έριχναν τις συζύγους και τα παιδιά τους και πηδούσαν και οι ίδιοι από τα τείχη της πόλεως. Πάνω από 5.000 άτομα χάθηκαν έτσι στις βαθιές τεχνητές χαράδρες που ήταν από κάτω. Άλλα 4.000 άτομα σφάχτηκαν από τους Ρωμαίους.
Στο μεταξύ, στην ίδια την Ιερουσαλήμ, είχε ξεσπάσει εμφύλιος μεταξύ αντιμαχόμενων φατριών, για τον έλεγχο τής εξουσίας. Μια κατάσταση που έμεινε ίδια ως την
επιστροφή τών Ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Η κατάσταση στην ΙερουσαλήμΣτη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, παρά το ότι είχαν φύγει τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιερουσαλήμ είχαν χειροτερέψει. Οι ίδιοι οι στασιαστές «πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ ποδοπατούσαν τα σώματα των νεκρών καθώς αυτά κείτονταν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο». Λεηλατούσαν το λαό, σκοτώνοντας για τροφή και πλούτο. Η Ιερουσαλήμ έγινε πεδίο μάχης των αντιμαχομένων Ιουδαϊκών φατριών: των Ζηλωτών και των Μετριοπαθών. Οι Ζηλωτές ανέλαβαν τη διοίκηση του ναού και τον έκαναν φρούριο. Από εκείνη τη βάση, επιδίδονταν σε πράξεις λεηλασίας και αιματοχυσίας.
Οι κραυγές των ταλαιπωρημένων ήταν συνεχείς. Μέσα στην πόλη, αντιμαχόμενες φατρίες προσπαθούσαν να πάρουν τον έλεγχο. Κατέφυγαν σε ακραία μέτρα, και χύθηκε πολύ αίμα. Μερικοί «ήταν τόσο δυστυχισμένοι από τις εσωτερικές τους συμφορές, ώστε εύχονταν να εισβάλουν οι Ρωμαίοι», ελπίζοντας να «γλιτώσουν από τα εσωτερικά δεινά τους», λέει ο Ιώσηπος. Αποκαλεί τους επαναστάτες «ληστές» που ασχολούνταν με την καταστροφή της περιουσίας των πλουσίων και με το φόνο σπουδαίων αντρών (δηλαδή εκείνων για τους οποίους υπήρχαν υποψίες όχι ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους Ρωμαίους).
Αργότερα ο ιερέας Άνανος ξεσήκωσε τους πολίτες εναντίον των Ζηλωτών. Επακολούθησε άγρια μάχη και οι Ζηλωτές τελικά πολιορκήθηκαν στη περιοχή του ναού. Αλλά ο Άνανος δεν ήθελε να ωθήσει τη μάχη μέσα στον ιερό περίβολο και γι’ αυτό διευθέτησε να υπάρχει μια φρουρά από 6.000 άνδρες η οποία να φρουρεί τους πολιορκημένους Ζηλωτές ώστε να μη διαφύγουν.
Οι Ζηλωτές, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, απέστειλαν δύο μηνυτές έξω από την πόλη για να καλέσουν τους Ιδουμαίους να έλθουν σε βοήθειά τους. Σε λίγο μια δύναμη 20.000 Ιδουμαίων κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ. Με την κάλυψη απ’ το σκοτάδι και τη θύελλα, μια ομάδα Ζηλωτών ξέφυγε από τους φρουρούς και άνοιξε τις πύλες στους Ιδουμαίους. Επακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία και οι Μετριοπαθείς υπέστησαν πλήρη ήττα. Ο Άνανος θανατώθηκε.
Προβλήματα στη Ρώμη
Ενώ η Ιερουσαλήμ κλονιζόταν από τα αποτελέσματα των εσωτερικών αγώνων και της διαμάχης, οι Ρωμαϊκές στρατιές εξακολουθούσαν να προελαύνουν και να εντείνουν την εκστρατεία τους. Τότε όμως έγινε σοβαρή αναταραχή μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επαρχίες ξεσήκωσαν επανάσταση και ισχυρά στοιχεία συνωμοτούσαν εναντίον του Νέρωνα. Τελικά η Ρωμαϊκή Γερουσία εξέδωσε την απόφαση θανατώσεώς του. Ο Νέρων, για να μην αντιμετωπίσει εκτέλεση αυτοκτόνησε τον Ιούνιο του έτους 68.
Ο Βεσπασιανός ετοιμαζόταν να βαδίσει με τις δυνάμεις του εναντίον της Ιερουσαλήμ, οπότε του ανήγγειλαν την αυτοκτονία του Νέρωνα. Αυτό τον έκανε ν’ αναστείλει τα σχέδιά του, διότι επιθυμούσε να γνωρίσει την επιθυμία του νέου αυτοκράτορα. Τρεις αντίπαλοι αυτοκράτορες, ο Γάλβας, ο Όθων και ο Βιτέλιος, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πολύ σύντομα. Ο Βεσπασιανός, καλεσμένος από τον στρατό του ν’ αναλάβει την αυτοκρατορία (το 69 μ.Χ.), εγκατέλειψε την προσωπική του διεύθυνση του πολέμου και προσηλώθηκε στην εξασφάλιση της θέσης του με σκοπό ν’ αποκτήσει τον θρόνο.
Στο μεταξύ η κατάσταση δεν βελτιωνόταν στην Ιερουσαλήμ. Σχετικά με τις ενέργειες των Ζηλωτών, ο Ιώσηπος γράφει:
«Το πάθος τους για λεηλασία ήταν ακόρεστο∙ λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων, σκότωναν άνδρες και βίαζαν γυναίκες για διασκέδαση και έπιναν με τα λάφυρά τους βουτηγμένα στο αίμα∙ από καθαρή πλήξη παραδίδονταν αναίσχυντα σε θηλυπρεπείς πράξεις με το να στολίζουν τα μαλλιά τους και να φορούν γυναικεία ρούχα, να αλείφονται με αρώματα και να βάφουν από κάτω τα μάτια τους για να γίνονται ελκυστικοί. Μιμήθηκαν όχι μόνον το ντύσιμο αλλά και τα πάθη των γυναικών, και με την πλήρη ρυπαρότητά των επινοούσαν παράνομες απολαύσεις∙ κυλιόντουσαν στο βόρβορο, μεταβάλλοντας ολόκληρη την πόλη σε πορνοστάσιο και μολύνοντάς την με βρωμερές πράξεις. Εν τούτοις, αν και είχαν πρόσωπα γυναικών, είχαν χέρια φονιάδων∙ πλησίαζαν με κουνιστά βήματα και κατόπιν απότομα γίνονταν πολεμιστές, έβγαζαν τα ξίφη τους κάτω από τους βαμμένους μανδύες τους και διαπερνούσαν κάθε διαβάτη με το ξίφος».
Όσο κακή και αν ήταν η κατάσταση, η διαφυγή από την Ιερουσαλήμ ήταν αδύνατη. Οι Ζηλωτές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τη λιποταξία στους Ρωμαίους. Οποιοσδήποτε έβγαινε από την πόλη κινδύνευε να σκοτωθεί από μια άλλη αντίπαλη φατρία που ήταν έξω από την πύλη της πόλεως.
Η δεύτερη πολιορκία
Υπό αυτές τις συνθήκες, το 70 μ.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και ο στρατηγός Τίτος, ήρθε για να την κατακτήσει. Η πόλη πολιορκήθηκε για έξι μήνες (από Μάρτιο έως Σεπτέμβριο).
Η εσωτερική διαμάχη δεν έπαυσε ακόμη και όταν οι Ρωμαϊκές στρατιές, που ήταν τώρα κάτω από την ηγεσία του Τίτου, βρίσκονταν μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ τον καιρό του Πάσχα του έτους 70 μ.Χ. Η πόλη ήταν τότε κατάμεστη από εορτασμούς του Πάσχα. Την ημέρα του Πάσχα, 14 Νισάν, επιτράπηκε στους προσκυνητές η είσοδος στην περιοχή του ναού αλλά απροσδόκητα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ενόπλους άνδρες μιας από τις ανταγωνιστικές φατρίες της πόλης. Αυτοί οι άνδρες μπήκαν απαρατήρητοι, διότι μπήκαν μεταμφιεσμένοι με κρυμμένα τα όπλα τους. Προσπάθησαν να επικρατήσουν στα ενδότερα του ναού και στις αποθήκες του. Επακολούθησε βία και αιματοχυσία. Το Ιερό τού Ναού μετά την επανάσταση, είχε βεβηλωθεί χειρότερα από ό,τι το είχαν βεβηλώσει οι εθνικοί. Ο Ιώσηπος προφανώς θεωρώντας τη βεβήλωση αυτή τού ναού από τους σικάριους τού Ελεάζαρου ως εκπλήρωση προφητείας τού Δανιήλ για "το βδέλυγμα στον άγιο τόπο" γράφει: «ά παραβάντες οι ζηλωταί, και την κατά της πατρίδος προφητείαν τέλους ηξίωσαν» (Ιουδ. πολ. IV, 6, 3).
Σύντομα οι Ρωμαϊκές πολιορκητικές μηχανές χτυπούσαν το εξωτερικό βόρειο τείχος του τριπλού οικοδομήματος της Ιερουσαλήμ. Την δέκατη πέμπτη μέρα της πολιορκίας αυτό το τείχος κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά από τέσσερις μέρες οι Ρωμαίοι κυρίευσαν το δεύτερο τείχος. Αλλά οι Ιουδαϊκές αντεπιθέσεις τα επανέκτησαν. Με μεγάλες απώλειες οι Ρωμαίοι, μέσα σε τέσσερις μέρες τελικά έδιωξαν τους Ιουδαίους από το δεύτερο τείχος και κατόπιν γκρέμισαν το βόρειο τμήμα από το ένα άκρο ως το άλλο. Απέμεινε τότε μόνο ένα τείχος.
Ο Τίτος προέτρεψε τους Ιουδαίους να παραδώσουν την πόλη και έτσι να σωθούν. «Έστειλε τον
Ιώσηπο να τους μιλήσει στη δική τους γλώσσα επειδή φανταζόταν ότι μπορεί να υποχωρούσαν στην πειθώ ενός συμπατριώτη τους». Αλλά εκείνοι έβρισαν τον Ιώσηπο.
Αργότερα ο Τίτος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και πρότεινε την ανέγερση ενός τείχους γύρω από την πόλη. Επειδή οι Ιουδαίοι δεν θα ήταν δυνατόν μ’ αυτόν τον τρόπο να φύγουν, ο Τίτος πίστευε ότι αυτό θα πετύχαινε την παράδοσή τους ή θα διευκόλυνε την κατάληψη της πόλης λόγω της πείνας που θα επακολουθούσε. Το σχέδιό του έγινε δεκτό. Οι στρατιώτες οργανώθηκαν για να αναλάβουν το σχέδιο. Οι λεγεώνες και οι μικρότερες φάλαγγες του στρατού συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να τελειώσουν το έργο. Ατομικά οι άνδρες υποκινούνταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν τους ανωτέρους τους. Η οχύρωση περισσοτέρων από τεσσεράμισυ μιλίων, τελείωσε σε τρεις μέρες μόνο. Έτσι εκπληρώθηκαν τα προφητικά λόγια του Ιησού που απευθύνθηκαν στην Ιερουσαλήμ: «ήξουσιν ημέραι επί σε και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσί σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ων ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.» (Λουκ. 19/ιθ΄ 43, 44).
Καθώς κάθε ελπίδα διαφυγής είχε χαθεί και οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες, η πείνα «κατέστρεψε ολόκληρα σπιτικά και οικογένειες». Ο παρατεινόμενος πόλεμος αύξησε τον αριθμό των νεκρών. Οι συνθήκες πείνας στην Ιερουσαλήμ έγιναν τώρα χειρότερες. Ο Ιώσηπος γράφει: «Οι στέγες καλύφθηκαν από γυναίκες και βρέφη, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεκρούς γέροντες. Νέοι και παιδιά εξαντλημένοι από την πείνα, γύριζαν τις πλατείες σαν φαντάσματα και έπεφταν αναίσθητοι λιποθυμώντας. Η ταφή των συγγενών τους υπερέβαινε τις δυνάμεις των ασθενών, και όσοι μπορούσαν να το κάμουν το απέφευγαν λόγω του μεγάλου αριθμού των νεκρών και της αβεβαιότητας για τη δική τους τύχη, επειδή πολλοί ενώ έθαβαν άλλους, έπεφταν οι ίδιοι νεκροί. Και πολλοί ξεκινούσαν για τους τάφους τους προτού έλθει η ώρα τους. Δεν άκουγε κανείς κλάμα ή θρήνο στην άθλια κατάσταση που ήταν». Επειδή δεν μπορούσαν να μαζέψουν χόρτα εξαιτίας του τείχους, «μερικοί ήταν σε τόσο δύσκολη θέση ώστε σκάλιζαν τους οχετούς και τους κοπρώνες και έτρωγαν τα σκουπίδια που έβρισκαν εκεί». Οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν ότι στη διάρκεια της πολιορκίας τουλάχιστον 600.000 πτώματα είχαν ριχτεί έξω από τις πύλες της πόλεως.
Η καταστροφή τής πόληςΟι Ρωμαίοι τελικά άρχισαν να χτυπούν την περιοχή του ναού. Αφού πυρπολήθηκε το ιερό, αποφάσισαν να πυρπολήσουν και ο,τιδήποτε άλλο. Στην τελευταία κιονοστοιχία που απέμεινε από το εξωτερικό του ναού είχαν καταφύγει περίπου 6.000 άτομα, πιστεύοντας σ’ ένα ψευδοπροφήτη που τους είχε πει να πάνε εκεί για να λάβουν σημεία της απελευθέρωσής τους. Εν τούτοις, οι στρατιώτες πυρπόλησαν αυτή την κιονοστοιχία από κάτω. Πολλοί Ιουδαίοι τότε πήδησαν έξω από τη φωτιά και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι κάηκαν μέσα στις φλόγες.
Όταν τελείωσε η πολιορκία με την καταστροφή τής πόλης, στις 10 Αυγούστου τού 70 μ.Χ., ο απολογισμός των χαμένων ήταν τεράστιος. Ο Ιώσηπος λέει ότι 1.100.000 άνθρωποι πέθαναν, γιατί η Ιερουσαλήμ ήταν «γεμάτη από κατοίκους», πλήθη μεγάλα που είχαν έρθει «από όλη τη χώρα» στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. (Ιώσηπος «Πόλεμοι των Ιουδαίων» VΙ, θ΄ 3,4). Οι περισσότεροι νεκροί πέθαναν από ασθένειες και πείνα. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από την αρχή ως το τέλος του πολέμου ανέρχονταν σε 97.000 περίπου. Οι πιο υψηλοί και πιο κομψοί νέοι κρατήθηκαν για τη θριαμβευτική πομπή. Όσο για τους λοιπούς, πολλοί στάλθηκαν έξω για να εκτελούν καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο ή στη Ρώμη∙ άλλους τους έφεραν στις Ρωμαϊκές επαρχίες για να εξολοθρευτούν στις παλαίστρες. Όσοι ήταν κάτω των δεκαεπτά ετών, πουλήθηκαν.
Εκπληρώνοντας εν αγνοία του την
προφητεία τού Ιησού Χριστού, ο Τίτος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Στη συνέχεια, παρατηρώντας τα ογκώδη τείχη της και τους οχυρούς πύργους της, αναφώνησε: «Δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που έδιωξε τους Ιουδαίους από αυτά τα οχυρώματα».
Ο Τίτος σε μνήμη τής επιτυχίας του, έφτιαξε στη Ρώμη την Αψίδα τού Θριάμβου, όπου απεικονίζονται τα σκεύη τού ναού που διαρπάχθηκαν, όπως η επτάφωτη λυχνία και η τράπεζα τών άρτων τής προθέσεως που φαίνονται καθαρότερα στην παρακάτω εικόνα τής Αψίδας τού Τίτου.
Η πολιορκία διήρκεσε λιγότερο από πέντε μήνες. Αλλά σε εκπλήρωση της προφητείας του Ιησού, ήταν πραγματικά η μεγαλύτερη θλίψη που είχε έλθει ποτέ στην Ιερουσαλήμ. Η πόλη και ο ναός της κατεδαφίστηκαν. Μόνο τρεις πύργοι και ένα τμήμα του δυτικού τείχους της πόλης έμειναν όρθια. Ο Ιώσηπος λέει: "Όλες οι λοιπές οχυρώσεις που περιέβαλλαν την πόλη ισοπεδώθηκαν"
Ο Ιώσηπος μαρτυρεί, ότι όταν ο Τίτος κυρίευσε την Ιερουσαλήμ όρισε το έργο της καταστροφής και κατάλυσης να συντελεστεί ολοκληρωτικά από δέκα λεγεώνες. Και εκτελέστηκε αυτό σε τέτοιο βαθμό ώστε κανείς ο οποίος επισκέπτονταν την πόλη δεν θα πίστευε, ότι ο τόπος εκείνος είχε ποτέ κατοικηθεί (Ιουδ. πολ. VII 1, 1). Επί πλέον, γράφει ο Θεόφραστος, ότι: «ιστόρηται ότι ο Αίλιος Αδριανός κατέσκαψε την πόλιν και το ιερόν εκ βάθρων αυτών, ώστε και τούτο επ’ αυτού πληρωθήναι το μηδέ λίθον υπολειφθήναι επί λίθω».
Φαίνεται, μάλιστα, πως οι κάτοικοι υπέστησαν την εξορία…Άραγε, η εξορία του 70 μ.Χ. συνέβη πραγματικά ; Παραδόξως, αυτό το « θεμελιώδες γεγονός » στην ιστορία των Εβραίων, που αποτελεί την απαρχή της διασποράς, δεν αποτέλεσε αντικείμενο κανενός ερευνητικού έργου. Κι αυτό, για έναν πολύ πεζό λόγο : οι Ρωμαίοι κατακτητές δεν εξόρισαν ποτέ κανέναν λαό σε όλο το ανατολικό τμήμα της Μεσογείου. Με εξαίρεση τους αιχμαλώτους που έγιναν σκλάβοι, οι κάτοικοι της Ιουδαίας συνέχισαν να ζουν στη γη τους ακόμα και μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού.
Ενα τμήμα τους ασπάστηκε το χριστιανισμό τον 4ο αιώνα, ενώ η πλειονότητα ενώθηκε με το Ισλάμ μετά την κατάκτηση από τους Άραβες, τον 7ο αιώνα. Οι περισσότεροι διανοητές του σιωνισμού τα γνώριζαν όλα αυτά : έτσι, ο Γιτζάκ Μπεν Ζβι, πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ, όπως και ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, ιδρυτής του κράτους, τα έγραφαν αυτά ώς το 1929, τη χρονιά της μεγάλης εξέγερσης της Παλαιστίνης.
http://www.oodegr.com/oode/sygrafeis/iosipos1.htmhttp://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article162http://www.oodegr.com/oode/istoria/israil1/70mx2.htm