03 Απριλίου 2009

Ξεχασμένοι ήρωες:"Ἄ, πῶς κατάντησα: σκουπίδι τῶν θεῶν, νά μή σημαίνω τίποτε στή γῆ μου·"


------------------------------------------------------

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ἐμφανίζεται ὁ Φιλοκτήτης.
Φορᾶ κουρέλια καί σέρνει τό δεξί του πόδι.
Κρατᾶ τόξο καί φαρέτρα.

----

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔ, σεῖς ἐκεῖ, πῶς φτάσατε ὡς ἐδῶ;
Μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη εἶναι στή μέση τοῦ νεροῦ,
χωρίς λιμάνι. Ἀπό ποῦ ἔρχεστε; Ἀπό ποῦ
κρατᾶτε, γιά νά ξέρω;
Γλυκιά Ἑλλάδα λέει τό ντύσιμό σας.
Μά ν’ ἀκούσω καί τί λέει ἡ φωνή σας.
Μή φοβᾶστε. Δείχνω ἄγριος σάν κτῆνος,
μά εἶμαι γιά λύπηση, ὁ φουκαράς.
Κοιτᾶξτε τί τραβάω στήν ἐρημιά μου,
δίχως οὔτε ἕνα φίλο. Ἄν ἤρθατε σάν φίλοι,
μιλῆστε, ἀπαντῆστε μου. Μόνο ἀπ’ τά λόγια
δέν κινδυνεύουμε ἐδῶ πέρα.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕλληνες εἴμαστε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γλυκιά φωνή!
Ποιός θά ’λεγε πώς θά περνοῦσε
τόσος καιρός γιά νά σ’ ἀκούσω
νά κελαηδᾶς σέ στόμα ἀνθρώπου;
Κι ἐσύ, παιδί μου...
ποιός σ’ ἔστειλε, ποιός σ’ ἔφερε,
ποιός σ’ ἔσπρωξε, ποιά ἀνάγκη,
ποιός ἄνεμος γλυκός; Πές μου ποιός εἶσαι;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶμαι ἀπ’ τήν Σκύρο κι ἐπιστρέφω στό νησί μου.
Νεοπτόλεμο μέ λένε, τοῦ Ἀχιλλέα!

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί πατέρα ἀγαπημένου κι ἀγαπημένης γῆς,
ἀνάθρεμμα τοῦ γέρου Λυκομήδη, τί θές ἐδῶ;
Ἀπό ποῦ ἔκανες πανιά;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀπό τό Ἴλιο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Μά δέν ἤσουν μαζί, ὅταν ξεκίνησε ὁ στόλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔλαβες μέρος κι ἐσύ στήν ἐκστρατεία;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν ξέρεις ποιόν βλέπεις, παιδί μου;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πῶς νά σέ ξέρω, ἀφοῦ δέ σ’ ἔχω ξαναδεῖ;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔτσι λοιπόν; Δέν ἔτυχε ν’ ἀκούσεις τ’ ὄνομά μου,
κάτι γι’ αὐτά πού μ’ ἔφεραν σέ τέτοια χάλια;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτε ἀπολύτως.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, πῶς κατάντησα: σκουπίδι τῶν θεῶν,
νά μή σημαίνω τίποτε στή γῆ μου·
οὔτε μιά φήμη μακρυνή κάποιου πού κάπου, κάποτε,
κάτι... καί τά καθάρματα πού μ’ ἔριξαν ἐδῶ
νά γελᾶνε μοχθηρά καί ἡ ἀρρώστια
νά μέ σκοτώνει κάθε μέρα πιό βαθιά!
Ἀγόρι μου, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, ἐγώ εἶμαι ὁ κληρονόμος
τῶν ὅπλων τοῦ Ἡρακλῆ, ἄν ἔχεις ἀκουστά,
ὁ γιός τοῦ Ποίαντα, ὁ Φιλοκτήτης.
Δυό στρατηγοί κι ὁ ἄρχοντας τῶν Κεφαλλήνων [8]
μοῦ πέταξαν κατάμουτρα τό αἶσχος αὐτῆς τῆς ἐρημιᾶς·
νά τρέφω μέ τό τέλος μου τή φρίκη
πού ἄνοιξε τό δόντι ἑνός φιδιοῦ φονιά.
Μ’ ἐγκατέλειψαν, ἀγόρι μου, ὁλομόναχο, ἀμέσως
μόλις ἀράξαμε ἐδῶ ἀπ’ τό νησί τῆς Χρύσης.
Μέ εἶδαν ζαλισμένο ἀπό τήν τρικυμία
κι ὅταν κατέρρευσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς
σάν πεθαμένος, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά φύγουν,
πετώντας μου κάτι κουρέλια
καί λίγα ψίχουλα. Ἀνάθεμά τους!
Γιά σκέψου, ἀγόρι μου· κατάφερα νά βγῶ
ἀπ’ τό σκοτάδι τοῦ ὕπνου
καί βρέθηκα βαθιά μές στή σιωπή τῆς μοναξιᾶς.
Ἔκλαψα, κραύγασα τή συμφορά μου.
Οἱ ἄντρες, οἱ σύντροφοι, τά πλοῖα: μιά ἀπουσία
γεμάτη μάτια πού δέ μ’ ἔβλεπαν ποτέ καί χέρια
πού δέν μποροῦσαν ν’ ἀπαλύνουν τήν πληγή μου.
Οὔτε αὔριο, οὔτε χθές, μονάχα ἕνα παρόν,
πού θησαύριζε πόνους·: περιουσίες ὁλόκληρες κραυγές.
Ὡστόσο οἱ μέρες ἔφευγαν κι ἔπρεπε νά κρατήσω
τήν ψυχή μου ζωντανή σ’ αὐτή τήν πέτρα.
Ὅσο γιά τό στομάχι μου...
τό γέμιζε αὐτό τό τόξο μ’ ἄγρια περιστέρια.
Τά χτυποῦσα στό φτερό.
Μόνο που ἔπρεπε νά σέρνω τήν πληγή μου,
σφαδάζοντας, ὁ δύστυχος, κατ’ ὅπου
σφάδαζαν τίς πληγές τους.
Ἄν ἤθελα νερό ἤ ξύλα, μέσ’ στόν ἄγριο χειμώνα,
σερνόμουν ὅπως-ὅπως καί τά κατάφερνα.
Κι ἄν ἤθελα φωτιά, χτυποῦσα τσακμακόπετρες,
μέχρι νά βρῶ τήν πυρωμένη τους καρδιά.
Ἔτσι ἐπιβίωσα. Ἔχω στέγη, ἔχω φωτιά, ὅλα καλά.
Μόνο ἡ ἀρρώστια δέ χορταίνει, δέ ζεσταίνει,
δέ λέει ν’ ἀποκοιμηθεῖ.
Καί τό νησί, ἀγόρι μου, νά στέκεται μιά πέτρα
στή μέση τοῦ νεροῦ. Ποιός ναυτικός νά πλησιάσει;
Τί θά κερδίσει; Οὔτε κάν μιά ἀπανεμιά.
Πρέπει νά εἶναι παλαβός γιά νά κατέβει
ἤ ἐντελῶς χαμένος· συμβαίνουν κι αὐτά.
Ὅλα τά φέρνει ὁ χρόνος τῶν ἀνθρώπων.
Ἄν φανεῖ κανένας τέτοιος, δέ λέω, μέ παρηγορεῖ.
Κάποιοι δέν ἔχουν μόνο λόγια, γιά τήν ἀθλιότητά μου.
Μοῦ προσφέρουν τροφή, κανένα ροῦχο,
μά στό τέλος ξεχνοῦν νά μέ πάρουν
μαζί πρός τήν πατρίδα, νά μέ σώσουν.
Ἔτσι λοιπόν, ψυχορραγῶ τό δέκατό μου χρόνο,
μέ τήν πληγή πού τρέφω καί μέ τρέφει δυστυχία.
Νά, τί μοῦ ἔκαναν οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας.
Μακάρι νά τούς πλήρωναν μέ πόνους οἱ θεοί,
τήν κτηνωδία που ξόδεψαν σέ μένα.

ΧΟΡΟΣ
Καταλαβαίνω, γιέ τοῦ Ποίαντα. Σέ συμπονῶ.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ ὅμως κάτι παρά πάνω.
Γιατί μπορῶ νά βεβαιώσω πώς εἶναι ἀλήθεια ὅσα λές.
Δοκίμασα τήν κτηνωδία τῶν Ἀτρειδῶν καί τοῦ Ὀδυσσέα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σέ πόνεσαν κι ἐσένα, τά καθάρματα;
Τί σοῦ ‘καναν καί εἶσαι τόσο θυμωμένος;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό δέν εἶναι τίποτε! Νά δεῖς ὅταν θυμώσει
πραγματικά τό χέρι μου τί ἔχουν νά πάθουν.
Θά πληρώσουν καί θά μάθουν πώς ἐκτός ἀπό τή Σπάρτη
καί τίς Μυκῆνες, βγάζει ἄντρες καί ἡ Σκύρος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καλά τά λές, ἀγόρι μου. Μά, πές μου
πῶς σ’ ἔφεραν σέ τέτοια ὀργή;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πονάω, γιέ τοῦ Ποίαντα καί μόνο πού θυμᾶμαι
πῶς μ’ ἐξευτέλισαν οἱ ἄτιμοι, ὅταν πῆγα,
ἀμέσως μόλις πέθανε ὁ Ἀχιλλέας. Μά θά σοῦ πῶ...

.............................................

http://www.mikrosapoplous.gr/sophocles/phil06.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου