Το Ηράκλειο της Κρήτης (Α' Μέρος)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Χάνει όποιος το πόδι του στο Ηράκλειο δεν πατήσει, τόσες χιλιάδες ομορφιές ποτέ δε θα γνωρίσει». Στίχοι που περιγράφουν επακριβώς την όμορφη και πολυσύνθετη πόλη του Ηρακλείου. Χιλιάδες τουρίστες απ’ όλον τον κόσμο το επισκέπτονται, όχι μόνο για διακοπές, αλλά και για να γνωρίσουν τον πολιτισμό και την ιστορία του αινιγματικού και ταυτόχρονα σαγηνευτικού αυτού τόπου. Πλούσιο σε μνημεία και μνήμες, το Ηράκλειο αναδίδει το άρωμα μιας παλιάς εποχής και σε προκαλεί να ταξιδέψεις πίσω στο χρόνο και να το ανακαλύψεις. Είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, καθώς και το μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού με μεγάλη κίνηση επιβατών και εμπορευμάτων. Εδώ είναι και το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης», ένα από τα μεγαλύτερα σε κίνηση αεροδρόμια της χώρας. Είναι η 5η μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό της Ελλάδας, με το Δήμο Ηρακλείου να έχει περίπου 170.000 κατοίκους. Διαθέτει και βιομηχανική περιοχή 4 χλμ., νοτιοανατολικά του κέντρου. Η τουριστική ζώνη της πόλης είναι από τις πιο αναπτυγμένες, με ξενοδοχεία διεθνών προδιαγραφών και μεγάλο αριθμό επισκεπτών-τουριστών, σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα κεντρικά κομμάτια του νομού είναι από τα πιο ευλογημένα της χώρας μας, με απέραντους κάμπους και καλλιέργειες κάθε είδους.
Το Ηράκλειο μπορεί να χαρακτηριστεί, χωρίς υπερβολή, το λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, καθώς βρίσκεται κοντά στην Κνωσό, την πόλη που είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού στην Κρήτη όπου εδώ αναπτύχθηκε ο πρώτος πολιτισμός της Γηραιάς Ηπείρου, ο Μινωικός. Οι Μινωικοί κυριαρχούν, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, από το 2.880 μέχρι το 1.400 π.Χ. Στην Κνωσό χτίζεται το μεγαλοπρεπές παλάτι του Μίνωα. Η ανακοπή της ακμής του Μινωικού Πολιτισμού έρχεται από μία μεγάλη φυσική καταστροφή (πιθανόν η μεγάλη έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης). Μετά το 1.400 π.Χ. έντονη είναι η παρουσία των Αχαιών και των Δωριέων και αναδεικνύονται οι πόλεις Λύκτος και Ριζηνία.
Σχετικά με την προέλευση του ονόματος Ηράκλειο, ο μύθος αναφέρει ότι η Ρέα, η μητέρα του Δία, ανέθεσε στους Κουρήτες τη φύλαξη του νεογέννητου γιου της στην προσπάθειά της να τον γλιτώσει από τον πατέρα του Κρόνο. Ένας από αυτούς, ο Ιδαίος Ηρακλής (όχι ο γνωστός ήρωας) φεύγει για την Ολυμπία και διοργανώνει μαζί με τα αδέλφια του (Παιωναίος, Επιμίδης, Ιάσιος, Ίδας) αγώνα δρόμου. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου στον κόσμο και ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την αγριελιά που είχε ο ίδιος φυτέψει εκεί. Από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Αργότερα ο Κλύμενος, απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έχτισε προς τιμή των προγόνων του βωμό, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται η αρχαία Ολυμπία. Ο ίδιος ο Ιδαίος Ηρακλής χάρισε το όνομά του στο σημερινό Ηράκλειο. Ο παραπάνω μύθος ίσως θέλει να υποδείξει τη μινωική Κρήτη σαν τόπο όπου γεννήθηκε ο αθλητισμός. Γνωρίζουμε από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα ίχνη των τοιχογραφιών στην Κνωσό, ότι οι Μινωίτες αγαπούσαν τον αθλητισμό και ασχολούνταν με αθλήματα, όπως η γυμναστική, η τοξοβολία, οι αρματοδρομίες, η πυγμαχία και η πάλη, η κολύμβηση και άλλα, ειδικά σε γιορτές όπως τα ταυροκαθάψια. Α' ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Την Α' Βυζαντινή περίοδο (4ος-9ος μ.Χ.) η μικρή πόλη Ηράκλειο συναντάται με το όνομαΚάστρο, ονομασία που υποδηλώνει μια κάποιας μορφής οχύρωση. Η Κρήτη αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ διοικητικό, στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού ήταν η Γόρτυνα. Οι πόλεις στη βόρεια Κρήτη εμφανίζονται λιγότερο αναπτυγμένες, καθώς οι θαλάσσιοι δρόμοι περνούσαν από το Νότο. Οι αιώνες 7ος και 8ος αναφέρονται ως σκοτεινοί από τους ιστορικούς, γιατί οι σχετικές με την εποχή πληροφορίες από γραπτές ή άλλου είδους πηγές είναι πενιχρές. Αναφορές γίνονται για φυσικές καταστροφές και, κυρίως από τα μέσα του 7ου αιώνα, για πειρατικές επιδρομές. Εξαιτίας αυτών οι οικισμοί χάνουν τον αστικό τους χαρακτήρα, ο πληθυσμός μειώνεται και οι στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού περιορίζονται.
ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ - ΧΑΝΔΑΚΑΣ
Σαρακηνοί Άραβες εκδιώκονται από την Ισπανία και με αρχηγό τον Αμπού Χαφέζ Ομάρ καταφεύγουν στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου εκδιώκονται και πάλι. Σταδιακά καταλαμβάνουν την Κρήτη (824-828 μ.Χ.), εκμεταλλευόμενοι την αμυντική της αδυναμία και χτίζουν την πόλη του Ηρακλείου στη θέση του λιμανιού που στα Μινωικά χρόνια το χρησιμοποιούσαν ως επίνειο. Η πειρατεία ήταν η κύρια ασχολία τους, γι’ αυτό και επέλεξαν το Ηράκλειο για πρωτεύουσα του εμιράτου τους. Η γεωγραφική του θέση στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού διευκόλυνε από τη μια τις επιδρομές τους προς τις ακτές του Αιγαίου και από την άλλη τη συλλογή προϊόντων από όλη την Κρήτη για το εμπόριό τους με τα ισλαμικά κράτη. Η πόλη οχυρώνεται με τείχος με λίθινη βάση και πλίνθινο σώμα, που περιβάλλεται από βαθιά τάφρο (khandaq) απ’ όπου και παίρνει το όνομά της Rabadh el Khandaq, δηλαδή Φρούριο της Τάφρου, εξελληνισμένο Χάνδακας και εκλατινισμένο Candia. Η μορφή του αραβικού Χάνδακα δεν πρέπει να είχε μεγάλες διαφορές από το βυζαντινό και το ενετικό Ηράκλειο. Β' ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ
Για τους Βυζαντινούς η Κρήτη και η πρωτεύουσά της Χάνδακας, επί αραβικής κατοχής ήταν άντρο πειρατών και δουλεμπόρων. Αραβικές πηγές από την άλλη αναφέρουν ότι στην καινούρια τους κτήση οι Άραβες ανέπτυξαν το δικό τους πολιτισμό με πνευματικό κέντρο τον Χάνδακα, δικό τους νόμισμα, ανεπτυγμένη μεταλλοτεχνία και κεραμική. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε επανειλημμένα να ανακτήσει τη στρατηγικής σημασίας Κρήτη για να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς στη νότια Μεσόγειο. Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς, αρχιστράτηγος και μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, επιτέθηκε στην πόλη, έσφαξε τους Σαρακηνούς, τη λεηλάτησε και την έκαψε. Από τότε ξεκινά η Β' Βυζαντινή περίοδος για το νησί.
Ο Χάνδακας στην πολιορκία ισοπεδώθηκε και η παράλια θέση του ήταν επισφαλής από πειρατικές επιδρομές, γι’ αυτό ο Νικηφόρος Φωκάς θέλησε να μεταφέρει την πόλη λίγο πιο νότια, στο Κανλί Καστέλι (σήμερα Προφήτης Ηλίας), χτίζοντας μάλιστα και φρούριο. Ωστόσο ο λαός της Κρήτης δεν θεώρησε σαν καλή επιλογή την εγκατάλειψη του Ηρακλείου και την μετακίνηση στην ενδοχώρα, γιατί αυτό θα σήμαινε τον μαρασμό του θαλάσσιου εμπορίου με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία του νησιού. Έτσι οι κάτοικοι γρήγορα επέστρεψαν στο παραθαλάσσιο Ηράκλειο και άρχισαν την ανοικοδόμηση του. Το λιμάνι οργανώθηκε καλύτερα και χτίστηκε νέα οχύρωση πάνω στα θεμέλια του αραβικού τείχους. Πολύ σύντομα το Ηράκλειο αναπτύχθηκε σε πολιτεία με αστική οργάνωση, τη μοναδική στην Κρήτη, και πήρε το όνομα Μεγάλο Κάστρο. Το διοικητικό της κέντρο πιθανότατα βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτή η ανάπτυξη προσέλκυσε πληθυσμό και έτσι η πόλη, που απλωνόταν στην περιοχή μεταξύ των οδών Δαιδάλου, Χάνδακος, Επιμενίδη, Μποφόρ, άρχισε να επεκτείνεται δημιουργώντας προάστια. Οι Βυζαντινοί κράτησαν την κυριαρχία της πόλης για 243 χρόνια.
ΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ - CANDIA
Η Δ' Σταυροφορία του 1204 είχε ως συνέπεια την πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Δ’ ο Άγγελος, ραδιούργος σφετεριστής του θρόνου, παραχώρησε την Κρήτη στον Σταυροφόρο Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος με τη σειρά του την πούλησε στο δόγη Δάνδολο της Βενετίας. Οι Βενετοί καθυστερώντας τη διανομή γαιών έδωσαν περιθώριο στον Γενουάτη πειρατή Ερρίκο Πεσκατόρε το 1206 να καταλάβει το νησί και μάλιστα να χτίσει 14 φρούρια σ’ αυτό. Μετά από μία σειρά διεκδικήσεων, τελικά το 1211 η Κρήτη οριστικοποιείται στα χέρια των Ενετών, κυριαρχία που θα κρατήσει μέχρι το 1669, όπου η Κρήτη αποτελεί μία ενιαία διοικητική περιφέρεια με το όνομα Βασίλειο της Κρήτης (Regno di Candia), όπου το Ηράκλειο γίνεται η πρωτεύουσα. Οι Ενετοί βελτίωσαν την οχύρωση της πόλης, χτίζοντας ένα τεράστιο τείχος κατά μήκος της πόλης (πάχους μέχρι 40 μ. σε ορισμένα σημεία), που το μεγαλύτερο μέρος του σώζεται μέχρι και σήμερα. Το όνομα της πόλης από «Handaq» έγινε «Candia» στα Ιταλικά.
ΚΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η οικονομική άνθηση της Κρήτης γενικά, αλλά και ειδικότερα της πρωτεύουσας Κάντια, οδήγησε στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και στην ανάπτυξη μίας ενετοκρητικής αστικής κοινωνίας με εκλεπτυσμένη ζωή. Το Ηράκλειο γνωρίζει, μαζί με τις άλλες περιοχές της Κρήτης, μοναδική πολιτιστική ακμή. Γόνιμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ βυζαντινής και ιταλικής διανόησης έφεραν αυτό που σήμερα ονομάζουμε Κρητική Αναγέννηση στις Τέχνες και στα Γράμματα (16ος αιώνας) και δημιουργεί την εξαιρετική Ζωγραφική της Κρητικής Σχολής. Μεγάλη άνθηση γνώρισαν η ζωγραφική, η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο με σπουδαία έργα και εκπροσώπους, δημιουργώντας ένα πολιτισμό με κρητικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι από εδώ ξεκινά ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, που μαθητεύει δίπλα σε μεγάλους δασκάλους, όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, και φεύγει για τη Δύση για να δοξάσει τη γενέτειρά του με το όνομα El Greco. Ακμάζουν όμως και η μουσική και το θέατρο με έργα ανυπέρβλητα, όπως ο Ερωτόκριτος και η Ερωφίλη. Οι Ενετοί ήδη από την αρχή της κατάκτησής τους θέλησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο νησί μεταφέροντας στοιχεία της μητρόπολής τους, Βενετίας, στη νέα τους αποικία. Έντονα φαίνεται αυτό στην αρχιτεκτονική με εμφανή αναγεννησιακά στοιχεία και την αίσθηση μίας μεγαλοπρέπειας τόσο στα δημόσια κτίρια του Ηρακλείου (παλάτι του δούκα, Λότζια, βασιλική Αγ. Μάρκου) όσο και στα ιδιωτικά. Τους δύο τελευταίους αιώνες της ενετικής κυριαρχίας, το Ηράκλειο είχε σχεδόν τριπλασιαστεί σε έκταση και παράλληλα η τουρκική απειλή είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Η ενετική Γερουσία αποφάσισε το 1462 να ανεγείρει νέα οχύρωση περιμετρικά της πόλης, συμπεριλαμβάνοντας και τις νέες συνοικίες έξω από τα παλαιά τείχη, και να ενισχύσει τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Στα πλαίσια αυτού του μεγαλεπήβολου προγράμματος η Κάντια οχυρώνεται σύμφωνα με το σύστημα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με προμαχώνες, μοναδικό δείγμα του είδους του σε όλη τη Μεσόγειο, που σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Τα περισσότερα μνημεία που διατηρούνται σήμερα στο Ηράκλειο είναι αυτής της περιόδου, όταν η πόλη ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Σε ό, τι αφορά βέβαια την ανέγερσή τους πρέπει να γίνει μνεία στο φαινόμενο της αγγαρείας, καθώς δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατή χωρίς τα απαραίτητα εργατικά χέρια. Ο ντόπιος ανδρικός πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος μέχρι την ηλικία των εξήντα κάθε χρόνο μία φορά να δουλεύουν στα δημόσια έργα για διάστημα περίπου δύο μηνών.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
Ο φόβος για τούρκικη επίθεση δεν άργησε να αποδειχθεί βάσιμος. Οθωμανικός στρατός αποβιβάστηκε στη δυτική Κρήτη και το 1645 ξεκίνησε ο Ε' Ενετοτουρκικός πόλεμος. Μετά από πολλές σκληρές μάχες, οι Τούρκοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι όλης της Κρήτης, εκτός του Χάνδακα. Η πολιορκία του Χάνδακα ξεκίνησε το 1647, κράτησε 22 χρόνια, κόστισε τη ζωή σε 30.000 Κρητικούς και 120.000 Τούρκους και τελικά έληξε με την κατάκτηση της πόλης το 1669 από τον Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ, μετά από προδοσία του Ενετοκρητικού Αντρέα Μπαρότσι. Ο Μπαρότσι ήταν μηχανικός κι έδωσε τα σχέδια των τειχών στον Κιοπρουλού, το 1667, δείχνοντάς του τα πιο αδύναμα σημεία τους. Η αμυντική δύναμη της πόλης είχε αποδυναμωθεί μετά από 20 ολόκληρα χρόνια πολιορκίας και αποκλεισμού, αλλά ο Χάνδακας αντιστάθηκε για δύο χρόνια ακόμα μέχρι την τελική παράδοση υπό όρους (1669). Το ισχυρότερο φρούριο της Ανατολικής Μεσογείου άντεξε στην πιο μακρόχρονη πολιορκία της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Κιοπρουλού πασάς μετά την παράδοση του Χάνδακα γκρέμισε ένα τμήμα του τείχους για να μπει θριαμβευτικά σε μία πόλη κατεστραμμένη. Άμεσα ξεκίνησε προσπάθεια ανοικοδόμησης της πόλης, που κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι γνωστή ως «Μεγάλο Κάστρο» ή απλά «Κάστρο» και γίνεται έδρα του «Γραμματικού της Πόρτας», κάτι αντίστοιχο σε διοικητή ορισμένο από το σουλτάνο. Ανακαινίστηκαν τα ενετικά δημόσια κτίρια για να στεγάσουν διάφορες υπηρεσίες, ενώ οι περισσότερες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Η εποχή όμως που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται από πολιτισμική και οικονομική παρακμή, ενώ δε σταμάτησαν οι επαναστάσεις των ντόπιων για να απελευθερωθούν και αργότερα να ενωθούν με την Ελλάδα. Μόλις τον 18ο μ.Χ. αιώνα, οι ιστορικές συγκυρίες ευνόησαν τον προοδευτικά αυξανόμενο Κρητικό πληθυσμό να συμμετάσχει στις εμπορικές δραστηριότητες και τότε φάνηκε μία σταδιακή ανάπτυξη του Χάνδακα. Το 1851, η πρωτεύουσα της Κρήτης μεταφέρθηκε στα Χανιά, αλλά αυτό δεν επηρέασε την οικονομική και εμπορική άνθηση της πόλης. Το Ηράκλειο χτυπήθηκε από σεισμό το 1856 και ισοπεδώθηκε. Η ανοικοδόμησή του τον 19ο μ.Χ. αιώνα το μετέτρεψε σε μία μεγάλη τουρκόπολη. Χαρακτηριστικά της είναι τα τζαμιά με τους μιναρέδες, καφενεία, κρήνες, λουτρά και στενά δρομάκια, σπίτια με σαχνισιά και πυργόσχημους όγκους. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν κάποια νεοκλασικά ρεύματα φορτισμένα με εθνικό περιεχόμενο τα οποία εξέφραζαν στις ντόπιες ψυχές την αναγέννηση του έθνους. Ο νεοκλασικισμός υιοθετήθηκε ως τάση και από την τούρκικη διπλωματία στα πλαίσια εκσυγχρονισμού του. Η πόλη ελευθερώθηκε το 1898 και μπήκε στην Κρητική Πολιτεία το 1908. Κατά την απελευθέρωσή της, η πόλη ονομάστηκε Ηράκλειο από τον Μινωικό οικισμό που υπήρχε εδώ, ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα που αναφέρουν: «... έχει για επίνειο η Κνωσός το Ηράκλειο». ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Το Δεκέμβριο του 1913 κηρύσσεται επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η Κρήτη αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κράτους και στα επόμενα χρόνια μοιράζονται τις ίδιες περιπέτειες και το ίδιο μέλλον. Η μικρασιατική καταστροφή το 1922 έχει σαν αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Συνολικά μετακινούνται 1.000.000 Έλληνες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη προς την Ελλάδα, ενώ την Ελλάδα εγκαταλείπουν 500.000 Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι (23.821) μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ηρακλείου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και στη θέση τους έρχονται πολλές χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και νέοι οικισμοί, όπως η Νέα Αλικαρνασσός, τα Τρία Πεύκα, ο Κατσαμπάς, οι Πατέλες κ.ά., προστίθενται στον πολεοδομικό της ιστό.
Εντυπωσιακές όμως είναι και οι αλλαγές στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Το λιμάνι επεκτείνεται, τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται και η πόλη αποκτά αεροδρόμιο. Το μπετόν, η ηλεκτρική ενέργεια, το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο «εισβάλλουν» στην καθημερινή ζωή στο Ηράκλειο και αλλάζουν συνήθειες και πρακτικές αιώνων. Δυστυχώς την ίδια περίοδο στο βωμό του εκμοντερνισμού και της προόδου, πολλά μνημεία κατεδαφίζονται αλόγιστα, είτε για να σβήσουν δυσάρεστες μνήμες του παρελθόντος, είτε για κοντόφθαλμες οικονομικές σκοπιμότητες. Έτσι, όποιο μνημείο θύμιζε το τούρκικο παρελθόν εξαφανίστηκε, γιατί θεωρήθηκε αταίριαστο σε μοντέρνα πόλη ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Ακόμα και για τα ενετικά τείχη υπήρχε σχέδιο κατεδάφισης, για να μπορεί να εξαπλωθεί η πόλη ελεύθερα, αλλά ευτυχώς το σχέδιο κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο και γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το Ηράκλειο παρουσιάζει την εικόνα ενός αναπτυσσόμενου σύγχρονου αστικού κέντρου, με έντονη εμπορική-ναυτιλιακή κίνηση και «ζωηρή» κοσμική ζωή. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 κηρύσσεται ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Η Κρήτη βρίσκεται ουσιαστικά ανοχύρωτη, γιατί οι Κρητικοί στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν προλαβαίνουν να γυρίσουν έγκαιρα και να αντιμετωπίσουν τη γερμανική εισβολή στο νησί που ξεκινά στις 20 Μαΐου του 1941 (Μάχη της Κρήτης). Το Ηράκλειο βομβαρδίζεται από τη γερμανική αεροπορία ήδη από τις 14 Μαΐου. Όσο πλησιάζει η μέρα της εισβολής (20 Μαΐου) οι βομβαρδισμοί εντείνονται και πολλοί κάτοικοι εγκαταλείπουν το Ηράκλειο για να βρουν προστασία στα χωριά. Στις 20 Μαΐου χιλιάδες αλεξιπτωτιστές πέφτουν στο νησί προσπαθώντας να το καταλάβουν. Το νησί υπερασπίζονται μικρές συμμαχικές μονάδες (Άγγλοι, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί) και οι άοπλοι Κρητικοί, που όμως δεν διστάζουν να αντιμετωπίσουν τους πάνοπλους γερμανούς με ξύλα και αγροτικά εργαλεία. Οι επιθέσεις αποκρούονται και τα γερμανικά τάγματα αλεξιπτωτιστών έχουν τεράστιες απώλειες. Στις 23 Μαΐου τα γερμανικά βομβαρδιστικά εξαπολύουν σφοδρή επίθεση εναντίον ολόκληρης της πόλης του Ηρακλείου. Οι στόχοι δεν είναι μόνο στρατιωτικοί, αλλά κάθε κτίριο στο Ηράκλειο. Στο τέλος του βομβαρδισμού έχει καταστραφεί το 1/3 της πόλης με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η μέρα αυτή έμεινε στη μνήμη των Ηρακλειωτών σαν η «Μαύρη Παρασκευή». Από τις 28 Μαΐου μέχρι την 1η Ιουνίου αποχωρούν από το Ηράκλειο τα συμμαχικά στρατεύματα και η πόλη παραδίδεται στους Γερμανούς.
Το Ηράκλειο δεν θεωρείτο ποτέ μια όμορφη πόλη, τουλάχιστον από ρυμοτομικής άποψης. Προσπαθώντας να βρείτε άκρη μέσα στους στενούς και πολυσύχναστους δρόμους, σας έρχεται στη μνήμη η ιστορία του Μινώταυρου και της Αριάδνης στον Λαβύρινθο. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξουν προς το καλύτερο κάποια τμήματα της πόλης που απαιτούσαν επίμονα λίφτινγκ. Το πιο χαρακτηριστικό είναι η αλλαγή της όψης της παραλιακής ζώνης της πόλης, με εμπορικά κέντρα, καταστήματα, εστιατόρια και cafe, ιδιαίτερα της περιοχής δυτικά του λιμανιού, εκεί που πρόσφατα ανακαινίστηκε το καθολικό μοναστήρι Πέτρου και Παύλου. Οι εργασίες στην παραλιακή ζώνη συνεχίζονται, ακόμη και σήμερα, κι η όψη της πόλης αναμορφώνεται. Κεντρικοί δρόμοι έχουν πεζοδρομηθεί και έχουν δημιουργηθεί πολλά πάρκα. Το λιμάνι του Ηρακλείου και το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης» είναι δύο από τις πιο σημαντικές, ζωτικής σημασίας εγκαταστάσεις της πόλης. Σημαντικές πρωτιές στον τομέα της εκπαίδευσης για το Ηράκλειο είναι οι Σχολές Θετικών Επιστημών και Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης (με 8.000 φοιτητές), καθώς και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), ένα από τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα της χώρας (με 6.500 φοιτητές), ενώ στον τομέα της υγείας υπάρχει το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου (ΠΑ.Γ.Ν.Η.). Ο αθλητισμός είναι ένας ακόμη τομέας που το Ηράκλειο υπερέχει. Το Παγκρήτιο Στάδιο ένας χώρος που φιλοξένησε πολλά αγωνίσματα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, συνεχίζει να φιλοξενεί κυρίως ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κάθε καλοκαίρι διεξάγονται εκεί σημαντικές συναυλίες. Άλλοι σπουδαίοι συναυλιακοί κι εκθεσιακοί χώροι είναι το Δημοτικό Κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης», «Μάνος Χατζιδάκις», η Πύλη Βηθλεέμ που βρίσκεται μέσα στα Ενετικά Τείχη και φιλοξενεί τον Δημοτικό Θερινό Κινηματογράφο της πόλης και η Πύλη Αγίου Γεωργίου. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Το πρώτο που αντικρίζει κανείς, καθώς φτάνει με καράβι στην πόλη του Ηρακλείου είναι το βενετσιάνικο λιμάνι, που επίσης αναμορφώνεται, με το φρούριο Κούλες να αποτελεί το σήμα κατατεθέν στην είσοδό του. Το λιμάνι έπαιζε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλης. Χωρίζεται στο παλιό ενετικό λιμάνι και στο νέο λιμάνι για επιβάτες και εμπορεύματα. Το ενετικό λιμάνι βρίσκεται στο τέλος της οδού 25ης Αυγούστου, του πεζόδρομου που ξεκινά από το κέντρο της πόλης και καταλήγει στο φρούριο Κούλες. Σήμερα το παλιό λιμάνι φιλοξενεί καΐκια και κότερα και η ιστορία του είναι τόσο παλιά όσο και της πόλης του Ηρακλείου. Το νέο, σύγχρονο λιμάνι επιβατών και εμπορευμάτων ξεκινά ανατολικά από το παλιό. Η διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου, κι η επέκταση του λιμανιού επέβαλαν το γκρέμισμα μέρους των νεωρίων, καθώς και των δύο Πυλών που οδηγούσαν από το λιμάνι στην πόλη (Πύλη Μόλου, Πύλη Νεωρίων) και έδωσαν στο λιμάνι τη σύγχρονη μορφή του. ΤΟ ΕΝΕΤΙΚΟ ΛΙΜΑΝΙ
Στο ενετικό λιμάνι βρίσκεται το φρούριο Κούλες και από δω ξεκινά ο μακρύς λιμενοβραχίονας του νέου λιμανιού της πόλης. Η διαδρομή από την παραλιακή ως τον Κούλε και μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα, είναι από τους πιο κλασικούς τόπους περιπάτου για τους Ηρακλειώτες, ειδικά τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια, όταν η θαλασσινή αύρα προσφέρει ανακούφιση από τη ζέστη. Οι κάτοικοι της πόλης με χιούμορ αποκάλεσαν τον λιμενοβραχίονα «οδό Μπαϊπάς», γιατί πολλοί από αυτούς που περπατούν στο λιμενοβραχίονα είναι άνθρωποι που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς (bypass) και με τον μακρύ περίπατο στο μόλο κάνουν την απαραίτητη σωματική άσκηση που τους συστήνουν οι γιατροί τους. Σε όλο το μήκος του λιμενοβραχίονα θα συναντήσετε ανθρώπους απ’ όλες τις ηλικίες, άλλοι να περπατάνε, άλλοι να κάνουν ποδήλατο, άλλοι απλά να χαζεύουν τη θέα, άλλοι σε ρομαντικά ραντεβού κι άλλοι να ψαρεύουν υπομονετικά, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα. Στη μέση του λιμενοβραχίονα υπάρχει καντίνα με παγωτά, αναψυκτικά και πρόχειρο φαγητό. Στο ενετικό λιμάνι θα δείτε επίσης τα ενετικά νεώρια, τους χώρους όπου επισκεύαζαν τα πλοία τους οι Ενετοί. Απέναντι από τον Κούλε, στο σημείο που δένουν τα κότερα, υπάρχει μια καφετέρια και πίσω της το Λιμεναρχείο Ηρακλείου, ενώ δίπλα του ένα εστιατόριο με θαλασσινά. Εδώ κάποτε βρίσκονταν ο Μικρός Κούλες, που μαζί με τον Κούλε που σώζεται μέχρι σήμερα, φύλασσαν την είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου. ΤΑ ΕΝΕΤΙΚΑ ΝΕΩΡΙΑ
Τα νεώρια, αυτές οι θολοσκεπείς επιμήκεις κατασκευές στα νότια του ενετικού λιμανιού ήταν ταρσανάδες. Εδώ οι Βενετοί ναυπηγούσαν κι επισκεύαζαν εμπορικά και πολεμικά πλοία. Αρχικά υπήρχαν τρία συγκροτήματα: τα Arsenali Antichi, τα Arsenali Vechi και τα Arsenali Nuovi.
Ο φυσικός όρμος του Ηρακλείου, που διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων στο πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, δεν υπήρξε ούτε ιδιαίτερα μεγάλος, ούτε ιδιαίτερα βαθύς και σίγουρα καθόλου απάνεμος. Οι πρώτες λιμενικές εγκαταστάσεις είναι άγνωστο πότε έγιναν, αν και οι επιστήμονες αναγνωρίζουν σ’ αυτές λαξεύσεις αρχαίων χρόνων. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια, να δημιουργηθεί οργανωμένο λιμάνι στον όρμο του Χάνδακα, έγινε στην περίοδο της Αραβοκρατίας (9ος-10ος). Από τη μία η νευραλγική θέση του σε σχέση με τις θαλάσσιες οδούς της Ανατολικής Μεσογείου διευκόλυνε τις πειρατικές επιχειρήσεις των Αράβων πειρατών, και από την άλλη η ύπαρξη λιμανιού εξυπηρετούσε στο να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κρήτης για τις εμπορικές συναλλαγές τους με ισλαμικές χώρες.
Ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα είναι το επιβλητικό ενετικό φρούριο του Κούλε που δεσπόζει στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκινά χρονικά η ιστορία του Κούλε, αλλά ένα λιμάνι με τόσο νευραλγικό ρόλο στη Μεσόγειο, όπως το Ηράκλειο, δεν θα μπορούσε να μείνει απροστάτευτο. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, το πρώτο φρούριο στη θέση του σημερινού να έγινε στην περίοδο της Αραβοκρατίας (9ος-10ος), ενώ αναφορά για πύργο στην είσοδο του λιμανιού γίνεται στη Β' Βυζαντινή περίοδο (10ος-13ος αιώνας) ως Castellum Comunis. Σήμερα σώζονται κάποια σχέδια περιηγητών που χαρτογράφησαν το Ηράκλειο, με παλιότερο αυτό του Μπουοντελμόντι του 1429, που απεικονίζουν έναν πύργο στην είσοδο του λιμανιού. Ο πύργος αυτός απεικονίζεται σαν ψηλό οικοδόμημα με κατακόρυφους τοίχους και κάτοψη άλλοτε κυκλική και άλλοτε παραλληλόγραμμη. Τα σχέδια αυτά δεν είναι απαραίτητα αξιόπιστα, αφού η κατασκευή που απεικονίζουν μοιάζει περισσότερο με έργο οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της δυτικής Ευρώπης. Στα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, κάνει την εμφάνισή της στην Ευρώπη η πυρίτιδα (μείγμα νίτρου, θείου και άνθρακα). Αποκτά τόσο σημαντικό ρόλο στην πολεμική πρακτική, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, ώστε τελικά αντικατέστησε τις προϋπάρχουσες πολεμικές μηχανές και εκμηδένισε την αμυντική δυνατότητα των παλιών οχυρώσεων. Έτσι τα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα βρήκαν το Ηράκλειο ανεπαρκώς οχυρωμένο και τον πύργο του λιμανιού, το Castellum Comunis των Βυζαντινών, αμυντικά ανίκανο και ευάλωτο. Η Γερουσία της Βενετίας το 1462 ενέκρινε ένα ευρύ πρόγραμμα οχύρωσης της πόλης, που θα προστάτευε το Ηράκλειο και τους βούργους (προάστια) έξω από αυτό. Η νέα οχύρωση θα ακολουθούσε τα πρότυπα της νέας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με τους προμαχώνες. Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος το 1523 κατεδαφίστηκε ο πύργος του λιμανιού και αντικαταστάθηκε με το φρούριο Κούλες, που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκτεταμένες επιχωματώσεις στη βραχώδη εξέδρα που υπήρχε στο σημείο αυτό του λιμανιού, κατάφεραν να δημιουργήσουν το χώρο για να χτιστεί το φρούριο έκτασης 3.600 τ.μ. Οι επιχωματώσεις γίνονταν με μία πολύ ενδιαφέρουσα μέθοδο. Γέμιζαν τα παλιά πλοία με πέτρες από το νησί Ντία και την περιοχή Φρασκιές και τα βύθιζαν έξω από τη βόρεια πλευρά του μόλου, δημιουργώντας έτσι κυματοθραύστες που αύξαναν τον διαθέσιμο χώρο. Οι Ενετοί το ονομάζουν «Φρούριο στη Θάλασσα» (Castello a Molo ή Rocca a Mare), αλλά σήμερα διατηρεί την τούρκικη ονομασία του, Κούλες, από το Su Kulesi.
«Χάνει όποιος το πόδι του στο Ηράκλειο δεν πατήσει, τόσες χιλιάδες ομορφιές ποτέ δε θα γνωρίσει». Στίχοι που περιγράφουν επακριβώς την όμορφη και πολυσύνθετη πόλη του Ηρακλείου. Χιλιάδες τουρίστες απ’ όλον τον κόσμο το επισκέπτονται, όχι μόνο για διακοπές, αλλά και για να γνωρίσουν τον πολιτισμό και την ιστορία του αινιγματικού και ταυτόχρονα σαγηνευτικού αυτού τόπου. Πλούσιο σε μνημεία και μνήμες, το Ηράκλειο αναδίδει το άρωμα μιας παλιάς εποχής και σε προκαλεί να ταξιδέψεις πίσω στο χρόνο και να το ανακαλύψεις. Είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, καθώς και το μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού με μεγάλη κίνηση επιβατών και εμπορευμάτων. Εδώ είναι και το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης», ένα από τα μεγαλύτερα σε κίνηση αεροδρόμια της χώρας. Είναι η 5η μεγαλύτερη πόλη σε πληθυσμό της Ελλάδας, με το Δήμο Ηρακλείου να έχει περίπου 170.000 κατοίκους. Διαθέτει και βιομηχανική περιοχή 4 χλμ., νοτιοανατολικά του κέντρου. Η τουριστική ζώνη της πόλης είναι από τις πιο αναπτυγμένες, με ξενοδοχεία διεθνών προδιαγραφών και μεγάλο αριθμό επισκεπτών-τουριστών, σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τα κεντρικά κομμάτια του νομού είναι από τα πιο ευλογημένα της χώρας μας, με απέραντους κάμπους και καλλιέργειες κάθε είδους.
Οι τουρίστες, ωστόσο, προτιμούν ιδιαίτερα τις άγριες, παρθένες παραλίες στα νότια, τα μνημεία του Μινωικού πολιτισμού, σε Κνωσό και Φαιστό, και τις καυτές νύχτες γεμάτες ξεφάντωμα, στα βόρεια παράλια. Οι κύριοι άξονες βιοπορισμού της πόλης είναι κυρίως ο τουρισμός και η γεωργία και έπειτα το εμπόριο και η βιομηχανία. Η Κρήτη, έκτος από τα πλούσια μνημεία και τους όμορφους τόπους, φημίζεται και για τα τοπικά προϊόντα της. Οπότε, αν σας φέρει ο δρόμος από το Ηράκλειο, μην παραλείψετε να δοκιμάσετε τα μοναδικά ντάκος (παξιμάδια της Κρήτης), τη γραβιέρα, τη ξυνομυζήθρα, το ξακουστό και εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο και τις ελιές Θρούμπα. Για τους γλυκατζήδες, τα σκαλτσούνια και τα ξεροτήγανα θα γλυκάνουν τα στόματά τους. Αναπόσπαστο κομμάτι της κρητικής παράδοσης είναι και οι μαντινάδες, που σκαρώνουν οι Κρητικοί στη στιγμή.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗΤο Ηράκλειο μπορεί να χαρακτηριστεί, χωρίς υπερβολή, το λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, καθώς βρίσκεται κοντά στην Κνωσό, την πόλη που είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού στην Κρήτη όπου εδώ αναπτύχθηκε ο πρώτος πολιτισμός της Γηραιάς Ηπείρου, ο Μινωικός. Οι Μινωικοί κυριαρχούν, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, από το 2.880 μέχρι το 1.400 π.Χ. Στην Κνωσό χτίζεται το μεγαλοπρεπές παλάτι του Μίνωα. Η ανακοπή της ακμής του Μινωικού Πολιτισμού έρχεται από μία μεγάλη φυσική καταστροφή (πιθανόν η μεγάλη έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης). Μετά το 1.400 π.Χ. έντονη είναι η παρουσία των Αχαιών και των Δωριέων και αναδεικνύονται οι πόλεις Λύκτος και Ριζηνία.
Αυτήν την εποχή πρέπει να υπήρχαν σποραδικά σπίτια στο σημερινό κέντρο της πόλης, ενώ κάποιες μικρές κοινότητες ζούσαν στους γειτονικούς λόφους. Η περιοχή ανατολικά του Ηρακλείου, ο Πόρος, ο Κατσαμπάς, η Αλικαρνασσός και η περιοχή του αεροδρομίου μέχρι τον Καρτερό ποταμό και την Αμνισό, παρουσιάζει σημάδια κατοίκησης, τόσο λόγω γεωμορφολογίας, όσο και λόγω του ότι ήταν η φυσική διέξοδος της Κνωσού στη θάλασσα μέσω του Καίρατου ποταμού που εκβάλλει στον Κατσαμπά (ανατολικό άκρο του σημερινού λιμανιού της πόλης). Αυτό αποδεικνύεται από πρόσφατη ανασκαφή στην περιοχή του Κατσαμπά, που έφερε στο φως τμήμα των μινωικών λιμενικών εγκαταστάσεων. Αντίθετα, η περιοχή δυτικά της πόλης (Γιόφυρος - Αμουδάρα), δεν ευνοούσε την κατοίκηση γιατί, όντας στην εκβολή τεσσάρων ποταμών, σε πολλά σημεία ήταν ελώδης. Ο οικισμός με το όνομα Ηράκλειο πρέπει να διαμορφώθηκε τον 9ο π.Χ. αιώνα στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Δαιδάλου και Επιμενίδη, δηλαδή στην κορυφή του λόφου, που πάνω του είναι κτισμένο το σημερινό κέντρο του Ηρακλείου, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα. Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Ρωμαίους, άλλες πόλεις έρχονται στο προσκήνιο, η Χερσόνησος και η Γόρτυνα.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣχετικά με την προέλευση του ονόματος Ηράκλειο, ο μύθος αναφέρει ότι η Ρέα, η μητέρα του Δία, ανέθεσε στους Κουρήτες τη φύλαξη του νεογέννητου γιου της στην προσπάθειά της να τον γλιτώσει από τον πατέρα του Κρόνο. Ένας από αυτούς, ο Ιδαίος Ηρακλής (όχι ο γνωστός ήρωας) φεύγει για την Ολυμπία και διοργανώνει μαζί με τα αδέλφια του (Παιωναίος, Επιμίδης, Ιάσιος, Ίδας) αγώνα δρόμου. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου στον κόσμο και ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την αγριελιά που είχε ο ίδιος φυτέψει εκεί. Από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Αργότερα ο Κλύμενος, απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έχτισε προς τιμή των προγόνων του βωμό, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται η αρχαία Ολυμπία. Ο ίδιος ο Ιδαίος Ηρακλής χάρισε το όνομά του στο σημερινό Ηράκλειο. Ο παραπάνω μύθος ίσως θέλει να υποδείξει τη μινωική Κρήτη σαν τόπο όπου γεννήθηκε ο αθλητισμός. Γνωρίζουμε από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα ίχνη των τοιχογραφιών στην Κνωσό, ότι οι Μινωίτες αγαπούσαν τον αθλητισμό και ασχολούνταν με αθλήματα, όπως η γυμναστική, η τοξοβολία, οι αρματοδρομίες, η πυγμαχία και η πάλη, η κολύμβηση και άλλα, ειδικά σε γιορτές όπως τα ταυροκαθάψια. Α' ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Την Α' Βυζαντινή περίοδο (4ος-9ος μ.Χ.) η μικρή πόλη Ηράκλειο συναντάται με το όνομαΚάστρο, ονομασία που υποδηλώνει μια κάποιας μορφής οχύρωση. Η Κρήτη αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ διοικητικό, στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού ήταν η Γόρτυνα. Οι πόλεις στη βόρεια Κρήτη εμφανίζονται λιγότερο αναπτυγμένες, καθώς οι θαλάσσιοι δρόμοι περνούσαν από το Νότο. Οι αιώνες 7ος και 8ος αναφέρονται ως σκοτεινοί από τους ιστορικούς, γιατί οι σχετικές με την εποχή πληροφορίες από γραπτές ή άλλου είδους πηγές είναι πενιχρές. Αναφορές γίνονται για φυσικές καταστροφές και, κυρίως από τα μέσα του 7ου αιώνα, για πειρατικές επιδρομές. Εξαιτίας αυτών οι οικισμοί χάνουν τον αστικό τους χαρακτήρα, ο πληθυσμός μειώνεται και οι στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού περιορίζονται.
Σαρακηνοί Άραβες εκδιώκονται από την Ισπανία και με αρχηγό τον Αμπού Χαφέζ Ομάρ καταφεύγουν στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου εκδιώκονται και πάλι. Σταδιακά καταλαμβάνουν την Κρήτη (824-828 μ.Χ.), εκμεταλλευόμενοι την αμυντική της αδυναμία και χτίζουν την πόλη του Ηρακλείου στη θέση του λιμανιού που στα Μινωικά χρόνια το χρησιμοποιούσαν ως επίνειο. Η πειρατεία ήταν η κύρια ασχολία τους, γι’ αυτό και επέλεξαν το Ηράκλειο για πρωτεύουσα του εμιράτου τους. Η γεωγραφική του θέση στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού διευκόλυνε από τη μια τις επιδρομές τους προς τις ακτές του Αιγαίου και από την άλλη τη συλλογή προϊόντων από όλη την Κρήτη για το εμπόριό τους με τα ισλαμικά κράτη. Η πόλη οχυρώνεται με τείχος με λίθινη βάση και πλίνθινο σώμα, που περιβάλλεται από βαθιά τάφρο (khandaq) απ’ όπου και παίρνει το όνομά της Rabadh el Khandaq, δηλαδή Φρούριο της Τάφρου, εξελληνισμένο Χάνδακας και εκλατινισμένο Candia. Η μορφή του αραβικού Χάνδακα δεν πρέπει να είχε μεγάλες διαφορές από το βυζαντινό και το ενετικό Ηράκλειο. Β' ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ
Για τους Βυζαντινούς η Κρήτη και η πρωτεύουσά της Χάνδακας, επί αραβικής κατοχής ήταν άντρο πειρατών και δουλεμπόρων. Αραβικές πηγές από την άλλη αναφέρουν ότι στην καινούρια τους κτήση οι Άραβες ανέπτυξαν το δικό τους πολιτισμό με πνευματικό κέντρο τον Χάνδακα, δικό τους νόμισμα, ανεπτυγμένη μεταλλοτεχνία και κεραμική. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε επανειλημμένα να ανακτήσει τη στρατηγικής σημασίας Κρήτη για να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς στη νότια Μεσόγειο. Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς, αρχιστράτηγος και μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, επιτέθηκε στην πόλη, έσφαξε τους Σαρακηνούς, τη λεηλάτησε και την έκαψε. Από τότε ξεκινά η Β' Βυζαντινή περίοδος για το νησί.
Το Βυζαντινό Ηράκλειο σε σχέση με το Ενετικό Ηαράκλειο |
Η Δ' Σταυροφορία του 1204 είχε ως συνέπεια την πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Δ’ ο Άγγελος, ραδιούργος σφετεριστής του θρόνου, παραχώρησε την Κρήτη στον Σταυροφόρο Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος με τη σειρά του την πούλησε στο δόγη Δάνδολο της Βενετίας. Οι Βενετοί καθυστερώντας τη διανομή γαιών έδωσαν περιθώριο στον Γενουάτη πειρατή Ερρίκο Πεσκατόρε το 1206 να καταλάβει το νησί και μάλιστα να χτίσει 14 φρούρια σ’ αυτό. Μετά από μία σειρά διεκδικήσεων, τελικά το 1211 η Κρήτη οριστικοποιείται στα χέρια των Ενετών, κυριαρχία που θα κρατήσει μέχρι το 1669, όπου η Κρήτη αποτελεί μία ενιαία διοικητική περιφέρεια με το όνομα Βασίλειο της Κρήτης (Regno di Candia), όπου το Ηράκλειο γίνεται η πρωτεύουσα. Οι Ενετοί βελτίωσαν την οχύρωση της πόλης, χτίζοντας ένα τεράστιο τείχος κατά μήκος της πόλης (πάχους μέχρι 40 μ. σε ορισμένα σημεία), που το μεγαλύτερο μέρος του σώζεται μέχρι και σήμερα. Το όνομα της πόλης από «Handaq» έγινε «Candia» στα Ιταλικά.
Η Candia (Ηράκλειο), πρωτεύουσα του βασιλείου, υπήρξε τους 5 αιώνες της Ενετοκρατίας το πολιτικό, στρατιωτικό, εμπορικό, κοινωνικό και πνευματικό κέντρο του νησιού, από τα πιο σπουδαία κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου. Αναφέρεται ότι το Ηράκλειο απέκτησε τη φήμη της «πρώτης πόλης μετά την πρώτη πόλη» της Ενετικής Δημοκρατίας, δηλαδή για τους Ενετούς ήταν δεύτερο σε σημασία αμέσως μετά τη Βενετία. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι Ενετοί στην πρόσοψη της εκκλησίας της Σάντα Μαρία στη Βενετία έχουν τοποθετήσει ένα ανάγλυφο που δείχνει τα τείχη της Κάντια, το λιμάνι με τα νεώρια και το φρούριο Κούλες, την πύλη Voltone, ναούς, μνημεία και κρήνες της πόλης. Τους πρώτους δύο αιώνες της ενετικής κατάκτησης, οι ντόπιοι, συσπειρωμένοι γύρω από γόνους μεγάλων οικογενειών με τοπική δύναμη και έντονη συνείδηση, κατέφευγαν συνεχώς σε αποτυχημένες επαναστάσεις αντιδρώντας στον ξένο ζυγό. Μετά τον 14ο μ.Χ. αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ Βενετών και Κρητικών βελτιώνονται, καθώς οι δεύτεροι αποκτούν περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα τόσο στην οικονομική ζωή του τόπου, όσο και στην εκπλήρωση του θρησκευτικού τους συναισθήματος.
Η οικονομική άνθηση της Κρήτης γενικά, αλλά και ειδικότερα της πρωτεύουσας Κάντια, οδήγησε στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και στην ανάπτυξη μίας ενετοκρητικής αστικής κοινωνίας με εκλεπτυσμένη ζωή. Το Ηράκλειο γνωρίζει, μαζί με τις άλλες περιοχές της Κρήτης, μοναδική πολιτιστική ακμή. Γόνιμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ βυζαντινής και ιταλικής διανόησης έφεραν αυτό που σήμερα ονομάζουμε Κρητική Αναγέννηση στις Τέχνες και στα Γράμματα (16ος αιώνας) και δημιουργεί την εξαιρετική Ζωγραφική της Κρητικής Σχολής. Μεγάλη άνθηση γνώρισαν η ζωγραφική, η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο με σπουδαία έργα και εκπροσώπους, δημιουργώντας ένα πολιτισμό με κρητικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι από εδώ ξεκινά ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, που μαθητεύει δίπλα σε μεγάλους δασκάλους, όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, και φεύγει για τη Δύση για να δοξάσει τη γενέτειρά του με το όνομα El Greco. Ακμάζουν όμως και η μουσική και το θέατρο με έργα ανυπέρβλητα, όπως ο Ερωτόκριτος και η Ερωφίλη. Οι Ενετοί ήδη από την αρχή της κατάκτησής τους θέλησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο νησί μεταφέροντας στοιχεία της μητρόπολής τους, Βενετίας, στη νέα τους αποικία. Έντονα φαίνεται αυτό στην αρχιτεκτονική με εμφανή αναγεννησιακά στοιχεία και την αίσθηση μίας μεγαλοπρέπειας τόσο στα δημόσια κτίρια του Ηρακλείου (παλάτι του δούκα, Λότζια, βασιλική Αγ. Μάρκου) όσο και στα ιδιωτικά. Τους δύο τελευταίους αιώνες της ενετικής κυριαρχίας, το Ηράκλειο είχε σχεδόν τριπλασιαστεί σε έκταση και παράλληλα η τουρκική απειλή είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Η ενετική Γερουσία αποφάσισε το 1462 να ανεγείρει νέα οχύρωση περιμετρικά της πόλης, συμπεριλαμβάνοντας και τις νέες συνοικίες έξω από τα παλαιά τείχη, και να ενισχύσει τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Στα πλαίσια αυτού του μεγαλεπήβολου προγράμματος η Κάντια οχυρώνεται σύμφωνα με το σύστημα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με προμαχώνες, μοναδικό δείγμα του είδους του σε όλη τη Μεσόγειο, που σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Τα περισσότερα μνημεία που διατηρούνται σήμερα στο Ηράκλειο είναι αυτής της περιόδου, όταν η πόλη ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Σε ό, τι αφορά βέβαια την ανέγερσή τους πρέπει να γίνει μνεία στο φαινόμενο της αγγαρείας, καθώς δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατή χωρίς τα απαραίτητα εργατικά χέρια. Ο ντόπιος ανδρικός πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος μέχρι την ηλικία των εξήντα κάθε χρόνο μία φορά να δουλεύουν στα δημόσια έργα για διάστημα περίπου δύο μηνών.
Ο φόβος για τούρκικη επίθεση δεν άργησε να αποδειχθεί βάσιμος. Οθωμανικός στρατός αποβιβάστηκε στη δυτική Κρήτη και το 1645 ξεκίνησε ο Ε' Ενετοτουρκικός πόλεμος. Μετά από πολλές σκληρές μάχες, οι Τούρκοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι όλης της Κρήτης, εκτός του Χάνδακα. Η πολιορκία του Χάνδακα ξεκίνησε το 1647, κράτησε 22 χρόνια, κόστισε τη ζωή σε 30.000 Κρητικούς και 120.000 Τούρκους και τελικά έληξε με την κατάκτηση της πόλης το 1669 από τον Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ, μετά από προδοσία του Ενετοκρητικού Αντρέα Μπαρότσι. Ο Μπαρότσι ήταν μηχανικός κι έδωσε τα σχέδια των τειχών στον Κιοπρουλού, το 1667, δείχνοντάς του τα πιο αδύναμα σημεία τους. Η αμυντική δύναμη της πόλης είχε αποδυναμωθεί μετά από 20 ολόκληρα χρόνια πολιορκίας και αποκλεισμού, αλλά ο Χάνδακας αντιστάθηκε για δύο χρόνια ακόμα μέχρι την τελική παράδοση υπό όρους (1669). Το ισχυρότερο φρούριο της Ανατολικής Μεσογείου άντεξε στην πιο μακρόχρονη πολιορκία της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Κιοπρουλού πασάς μετά την παράδοση του Χάνδακα γκρέμισε ένα τμήμα του τείχους για να μπει θριαμβευτικά σε μία πόλη κατεστραμμένη. Άμεσα ξεκίνησε προσπάθεια ανοικοδόμησης της πόλης, που κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι γνωστή ως «Μεγάλο Κάστρο» ή απλά «Κάστρο» και γίνεται έδρα του «Γραμματικού της Πόρτας», κάτι αντίστοιχο σε διοικητή ορισμένο από το σουλτάνο. Ανακαινίστηκαν τα ενετικά δημόσια κτίρια για να στεγάσουν διάφορες υπηρεσίες, ενώ οι περισσότερες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Η εποχή όμως που ακολούθησε, χαρακτηρίζεται από πολιτισμική και οικονομική παρακμή, ενώ δε σταμάτησαν οι επαναστάσεις των ντόπιων για να απελευθερωθούν και αργότερα να ενωθούν με την Ελλάδα. Μόλις τον 18ο μ.Χ. αιώνα, οι ιστορικές συγκυρίες ευνόησαν τον προοδευτικά αυξανόμενο Κρητικό πληθυσμό να συμμετάσχει στις εμπορικές δραστηριότητες και τότε φάνηκε μία σταδιακή ανάπτυξη του Χάνδακα. Το 1851, η πρωτεύουσα της Κρήτης μεταφέρθηκε στα Χανιά, αλλά αυτό δεν επηρέασε την οικονομική και εμπορική άνθηση της πόλης. Το Ηράκλειο χτυπήθηκε από σεισμό το 1856 και ισοπεδώθηκε. Η ανοικοδόμησή του τον 19ο μ.Χ. αιώνα το μετέτρεψε σε μία μεγάλη τουρκόπολη. Χαρακτηριστικά της είναι τα τζαμιά με τους μιναρέδες, καφενεία, κρήνες, λουτρά και στενά δρομάκια, σπίτια με σαχνισιά και πυργόσχημους όγκους. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν κάποια νεοκλασικά ρεύματα φορτισμένα με εθνικό περιεχόμενο τα οποία εξέφραζαν στις ντόπιες ψυχές την αναγέννηση του έθνους. Ο νεοκλασικισμός υιοθετήθηκε ως τάση και από την τούρκικη διπλωματία στα πλαίσια εκσυγχρονισμού του. Η πόλη ελευθερώθηκε το 1898 και μπήκε στην Κρητική Πολιτεία το 1908. Κατά την απελευθέρωσή της, η πόλη ονομάστηκε Ηράκλειο από τον Μινωικό οικισμό που υπήρχε εδώ, ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα που αναφέρουν: «... έχει για επίνειο η Κνωσός το Ηράκλειο». ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
Το Δεκέμβριο του 1913 κηρύσσεται επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η Κρήτη αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κράτους και στα επόμενα χρόνια μοιράζονται τις ίδιες περιπέτειες και το ίδιο μέλλον. Η μικρασιατική καταστροφή το 1922 έχει σαν αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Συνολικά μετακινούνται 1.000.000 Έλληνες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη προς την Ελλάδα, ενώ την Ελλάδα εγκαταλείπουν 500.000 Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι (23.821) μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ηρακλείου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και στη θέση τους έρχονται πολλές χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και νέοι οικισμοί, όπως η Νέα Αλικαρνασσός, τα Τρία Πεύκα, ο Κατσαμπάς, οι Πατέλες κ.ά., προστίθενται στον πολεοδομικό της ιστό.
Θέα από τη Χανιώπορτα, περίοδος Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) |
Στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το Ηράκλειο παρουσιάζει την εικόνα ενός αναπτυσσόμενου σύγχρονου αστικού κέντρου, με έντονη εμπορική-ναυτιλιακή κίνηση και «ζωηρή» κοσμική ζωή. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 κηρύσσεται ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Η Κρήτη βρίσκεται ουσιαστικά ανοχύρωτη, γιατί οι Κρητικοί στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν προλαβαίνουν να γυρίσουν έγκαιρα και να αντιμετωπίσουν τη γερμανική εισβολή στο νησί που ξεκινά στις 20 Μαΐου του 1941 (Μάχη της Κρήτης). Το Ηράκλειο βομβαρδίζεται από τη γερμανική αεροπορία ήδη από τις 14 Μαΐου. Όσο πλησιάζει η μέρα της εισβολής (20 Μαΐου) οι βομβαρδισμοί εντείνονται και πολλοί κάτοικοι εγκαταλείπουν το Ηράκλειο για να βρουν προστασία στα χωριά. Στις 20 Μαΐου χιλιάδες αλεξιπτωτιστές πέφτουν στο νησί προσπαθώντας να το καταλάβουν. Το νησί υπερασπίζονται μικρές συμμαχικές μονάδες (Άγγλοι, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί) και οι άοπλοι Κρητικοί, που όμως δεν διστάζουν να αντιμετωπίσουν τους πάνοπλους γερμανούς με ξύλα και αγροτικά εργαλεία. Οι επιθέσεις αποκρούονται και τα γερμανικά τάγματα αλεξιπτωτιστών έχουν τεράστιες απώλειες. Στις 23 Μαΐου τα γερμανικά βομβαρδιστικά εξαπολύουν σφοδρή επίθεση εναντίον ολόκληρης της πόλης του Ηρακλείου. Οι στόχοι δεν είναι μόνο στρατιωτικοί, αλλά κάθε κτίριο στο Ηράκλειο. Στο τέλος του βομβαρδισμού έχει καταστραφεί το 1/3 της πόλης με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η μέρα αυτή έμεινε στη μνήμη των Ηρακλειωτών σαν η «Μαύρη Παρασκευή». Από τις 28 Μαΐου μέχρι την 1η Ιουνίου αποχωρούν από το Ηράκλειο τα συμμαχικά στρατεύματα και η πόλη παραδίδεται στους Γερμανούς.
Στη διάρκεια της Κατοχής στο Ηράκλειο, αλλά και σε όλη την Κρήτη οργανώνεται η αντίσταση κατά των κατακτητών. Η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων εξοργίζει τους Ναζί, που συχνά προβαίνουν σε αντίποινα εκτελώντας αμάχους και καταστρέφοντας ολόκληρα χωριά, όπως η καταστροφή των Ανωγείων και το ολοκαύτωμα της Βιάννου. Τη νύχτα της 13ης προς 14ης Ιουνίου 1942 ομάδα σαμποτέρ, που έφτασε στην Κρήτη με το ελληνικό υποβρύχιο «Τρίτων», εισχωρούν στο χώρο του αεροδρομίου και καταστρέφουν με εμπρηστικές βόμβες 20 περίπου αεροπλάνα της γερμανικής αεροπορίας. Από τους σαμποτέρ μόνο δύο (ο Άγγλος Τζέλικο και ο Έλληνας Κωστής Πετράκης) καταφέρνουν να διαφύγουν, ενώ ένας Γάλλος σκοτώνεται και οι άλλοι τρεις Γάλλοι συλλαμβάνονται. Την επόμενη μέρα (14 Ιουνίου), οι δυνάμεις κατοχής εκτελούν 50 κατοίκους της ευρύτερης περιοχής Ηρακλείου ως αντίποινα στο σαμποτάζ. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 3 Ιουνίου οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει 12 ακόμα Ηρακλειώτες, ανάμεσά τους το δήμαρχο Ηρακλείου Μηνά Γεωργιάδη και τα αδέρφια του. Προς τιμή των 62 αυτών εκτελεσθέντων πήρε το όνομά της η Λεωφόρος 62 Μαρτύρων στο Ηράκλειο. Στις 11 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώνεται η πόλη του Ηρακλείου. Η ατμόσφαιρα στην πόλη είναι γεμάτη ένταση, καθώς οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν κάτω από τις αποδοκιμασίες του συγκεντρωμένου πλήθους και των ανταρτών, που εισέρχονται στην πόλη. Μόλις, όμως, η γερμανική οπισθοφυλακή, με τη συνοδεία αξιωματικών του συμμαχικού στρατού, διασχίζει τη Χανιώπορτα και απομακρύνεται, όλοι οι συγκεντρωμένοι ξεσπούν σε ζητωκραυγές και τραγούδια.
ΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΣΗΜΕΡΑΤο Ηράκλειο δεν θεωρείτο ποτέ μια όμορφη πόλη, τουλάχιστον από ρυμοτομικής άποψης. Προσπαθώντας να βρείτε άκρη μέσα στους στενούς και πολυσύχναστους δρόμους, σας έρχεται στη μνήμη η ιστορία του Μινώταυρου και της Αριάδνης στον Λαβύρινθο. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξουν προς το καλύτερο κάποια τμήματα της πόλης που απαιτούσαν επίμονα λίφτινγκ. Το πιο χαρακτηριστικό είναι η αλλαγή της όψης της παραλιακής ζώνης της πόλης, με εμπορικά κέντρα, καταστήματα, εστιατόρια και cafe, ιδιαίτερα της περιοχής δυτικά του λιμανιού, εκεί που πρόσφατα ανακαινίστηκε το καθολικό μοναστήρι Πέτρου και Παύλου. Οι εργασίες στην παραλιακή ζώνη συνεχίζονται, ακόμη και σήμερα, κι η όψη της πόλης αναμορφώνεται. Κεντρικοί δρόμοι έχουν πεζοδρομηθεί και έχουν δημιουργηθεί πολλά πάρκα. Το λιμάνι του Ηρακλείου και το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης» είναι δύο από τις πιο σημαντικές, ζωτικής σημασίας εγκαταστάσεις της πόλης. Σημαντικές πρωτιές στον τομέα της εκπαίδευσης για το Ηράκλειο είναι οι Σχολές Θετικών Επιστημών και Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης (με 8.000 φοιτητές), καθώς και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), ένα από τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα της χώρας (με 6.500 φοιτητές), ενώ στον τομέα της υγείας υπάρχει το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου (ΠΑ.Γ.Ν.Η.). Ο αθλητισμός είναι ένας ακόμη τομέας που το Ηράκλειο υπερέχει. Το Παγκρήτιο Στάδιο ένας χώρος που φιλοξένησε πολλά αγωνίσματα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, συνεχίζει να φιλοξενεί κυρίως ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κάθε καλοκαίρι διεξάγονται εκεί σημαντικές συναυλίες. Άλλοι σπουδαίοι συναυλιακοί κι εκθεσιακοί χώροι είναι το Δημοτικό Κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης», «Μάνος Χατζιδάκις», η Πύλη Βηθλεέμ που βρίσκεται μέσα στα Ενετικά Τείχη και φιλοξενεί τον Δημοτικό Θερινό Κινηματογράφο της πόλης και η Πύλη Αγίου Γεωργίου. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Μια ημερήσια βόλτα μέσα στην πόλη δεν αρκεί για να δείτε και να θαυμάσετε τις ομορφιές της. Καλό θα είναι, όμως, να μην προτιμήσετε το αυτοκίνητο για να γυρίσετε την πόλη, αλλά να το αφήσετε σε κάποιο από τα πάρκινγκ, που βρίσκονται στον περίβολο του Κάστρου. Ένας περίπατος στους πεζόδρομους της πόλης θα σας ξαφνιάσει ευχάριστα καθώς θα αντικρίσετε πολλά μνημεία και κτίρια από διάφορες περιόδους κατοχής του νησιού. Η βυζαντινή εποχή, η Ενετοκρατία και η Τουρκοκρατία έχουν αφήσει το σημάδι τους στην πόλη του Ηρακλείου.
Το πρώτο που αντικρίζει κανείς, καθώς φτάνει με καράβι στην πόλη του Ηρακλείου είναι το βενετσιάνικο λιμάνι, που επίσης αναμορφώνεται, με το φρούριο Κούλες να αποτελεί το σήμα κατατεθέν στην είσοδό του. Το λιμάνι έπαιζε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλης. Χωρίζεται στο παλιό ενετικό λιμάνι και στο νέο λιμάνι για επιβάτες και εμπορεύματα. Το ενετικό λιμάνι βρίσκεται στο τέλος της οδού 25ης Αυγούστου, του πεζόδρομου που ξεκινά από το κέντρο της πόλης και καταλήγει στο φρούριο Κούλες. Σήμερα το παλιό λιμάνι φιλοξενεί καΐκια και κότερα και η ιστορία του είναι τόσο παλιά όσο και της πόλης του Ηρακλείου. Το νέο, σύγχρονο λιμάνι επιβατών και εμπορευμάτων ξεκινά ανατολικά από το παλιό. Η διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου, κι η επέκταση του λιμανιού επέβαλαν το γκρέμισμα μέρους των νεωρίων, καθώς και των δύο Πυλών που οδηγούσαν από το λιμάνι στην πόλη (Πύλη Μόλου, Πύλη Νεωρίων) και έδωσαν στο λιμάνι τη σύγχρονη μορφή του. ΤΟ ΕΝΕΤΙΚΟ ΛΙΜΑΝΙ
Στο ενετικό λιμάνι βρίσκεται το φρούριο Κούλες και από δω ξεκινά ο μακρύς λιμενοβραχίονας του νέου λιμανιού της πόλης. Η διαδρομή από την παραλιακή ως τον Κούλε και μέχρι το τέλος του λιμενοβραχίονα, είναι από τους πιο κλασικούς τόπους περιπάτου για τους Ηρακλειώτες, ειδικά τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια, όταν η θαλασσινή αύρα προσφέρει ανακούφιση από τη ζέστη. Οι κάτοικοι της πόλης με χιούμορ αποκάλεσαν τον λιμενοβραχίονα «οδό Μπαϊπάς», γιατί πολλοί από αυτούς που περπατούν στο λιμενοβραχίονα είναι άνθρωποι που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς (bypass) και με τον μακρύ περίπατο στο μόλο κάνουν την απαραίτητη σωματική άσκηση που τους συστήνουν οι γιατροί τους. Σε όλο το μήκος του λιμενοβραχίονα θα συναντήσετε ανθρώπους απ’ όλες τις ηλικίες, άλλοι να περπατάνε, άλλοι να κάνουν ποδήλατο, άλλοι απλά να χαζεύουν τη θέα, άλλοι σε ρομαντικά ραντεβού κι άλλοι να ψαρεύουν υπομονετικά, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα. Στη μέση του λιμενοβραχίονα υπάρχει καντίνα με παγωτά, αναψυκτικά και πρόχειρο φαγητό. Στο ενετικό λιμάνι θα δείτε επίσης τα ενετικά νεώρια, τους χώρους όπου επισκεύαζαν τα πλοία τους οι Ενετοί. Απέναντι από τον Κούλε, στο σημείο που δένουν τα κότερα, υπάρχει μια καφετέρια και πίσω της το Λιμεναρχείο Ηρακλείου, ενώ δίπλα του ένα εστιατόριο με θαλασσινά. Εδώ κάποτε βρίσκονταν ο Μικρός Κούλες, που μαζί με τον Κούλε που σώζεται μέχρι σήμερα, φύλασσαν την είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου. ΤΑ ΕΝΕΤΙΚΑ ΝΕΩΡΙΑ
Τα νεώρια, αυτές οι θολοσκεπείς επιμήκεις κατασκευές στα νότια του ενετικού λιμανιού ήταν ταρσανάδες. Εδώ οι Βενετοί ναυπηγούσαν κι επισκεύαζαν εμπορικά και πολεμικά πλοία. Αρχικά υπήρχαν τρία συγκροτήματα: τα Arsenali Antichi, τα Arsenali Vechi και τα Arsenali Nuovi.
Σήμερα σώζονται μόνο τμήματα των Vechi (ΝΔ του λιμανιού)
και των Nuovi (ΝΑ του λιμανιού),
ενώ τα υπόλοιπα δυστυχώς κατεδαφίστηκαν για τη διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου. Δίπλα στα Arsenali Nuovi υπήρχε αποθήκη αλατιού και μια μεγάλη δεξαμενή νερού.
ΤΟ ΝΕΟ ΛΙΜΑΝΙ
Άλλα δύο εστιατόρια με θαλασσινά, υπάρχουν λίγο πιο πέρα, στην περιοχή του νέου λιμανιού, εκεί απ’ όπου αναχωρούν τα καραβάκια για τη Σαντορίνη. Εδώ επίσης υπάρχει μεγάλο παρκινγκ, όπου μπορείτε να αφήσετε το αυτοκίνητο σας για να ανέβετε στο κέντρο ή για να περπατήσετε στο λιμάνι. Προχωρώντας πιο ανατολικά στο νέο λιμάνι, υπάρχει ο επιβατικός σταθμός και οι προβλήτες για τα ferries προς και από Πειραιά. Υπάρχουν καθημερινά δρομολόγια όπου τα πλοία αναχωρούν τη νύχτα και φτάνουν νωρίς το πρωί, ενώ το καλοκαίρι εκτελούνται και ημερήσια δρομολόγια.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε το λιμάνι Ηρακλείου να προσφέρει σύγχρονες υπηρεσίες στους ταξιδιώτες. Σημαντική βελτίωση αποτελεί ο νέος επιβατικός σταθμός που κάνει την παραμονή των επιβατών ευχάριστη στις καινούριες εγκαταστάσεις με εμβαδόν 2.500 τ.μ. Εδώ έχετε και τη δυνατότητα να κάνετε το Check-in ή Check-out για την πτήση σας από το αεροδρόμιο Ηρακλείου. Επίσης στον επιβατικό σταθμό μπορείτε να φυλάξετε τις αποσκευές σας προσωρινά ή να συνδεθείτε στο Ιντερνέτ ασύρματα με το φορητό σας υπολογιστή. Το νέο λιμάνι δέχεται 2.000.000 επιβάτες το χρόνο, τόσο από τα καθημερινά δρομολόγια από Πειραιά, τη Σαντορίνη και άλλα νησιά, όσο και από κρουαζιερόπλοια που σταματούν στο Ηράκλειο για μια επίσκεψη στην πόλη και στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥΟ φυσικός όρμος του Ηρακλείου, που διαμορφώθηκε στο πέρασμα των αιώνων στο πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, δεν υπήρξε ούτε ιδιαίτερα μεγάλος, ούτε ιδιαίτερα βαθύς και σίγουρα καθόλου απάνεμος. Οι πρώτες λιμενικές εγκαταστάσεις είναι άγνωστο πότε έγιναν, αν και οι επιστήμονες αναγνωρίζουν σ’ αυτές λαξεύσεις αρχαίων χρόνων. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια, να δημιουργηθεί οργανωμένο λιμάνι στον όρμο του Χάνδακα, έγινε στην περίοδο της Αραβοκρατίας (9ος-10ος). Από τη μία η νευραλγική θέση του σε σχέση με τις θαλάσσιες οδούς της Ανατολικής Μεσογείου διευκόλυνε τις πειρατικές επιχειρήσεις των Αράβων πειρατών, και από την άλλη η ύπαρξη λιμανιού εξυπηρετούσε στο να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κρήτης για τις εμπορικές συναλλαγές τους με ισλαμικές χώρες.
Με την ανάκτηση της Κρήτης από το Βυζάντιο, το 961 μ.Χ., ο Χάνδακας σταδιακά εξελίσσεται σε ακμαία πόλη με αστική οργάνωση, οχυρώνεται και οργανώνεται καλύτερα το λιμάνι της. Όταν το νησί ήρθε στα χέρια των Ενετών (1204), η Κάντια (όπως ονόμαζαν οι Ενετοί την πόλη, αλλά και την Κρήτη ολόκληρη) γίνεται η «Βενετία της Ανατολής» και το λιμάνι της κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Κυρίως τους δύο τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου και σταθμός για τα πλοία που έκαναν εμπόριο με Αίγυπτο, Συρία, Κύπρο, Ρόδο κ.ά. Εξαγώγιμα προϊόντα ήταν κυρίως το κρασί, το μέλι, το τυρί, το κερί, το μετάξι, οι σταφίδες, το μπαμπάκι, το λάδι και το αλάτι, που αποτελούσε ενετικό μονοπώλιο.
Αποτέλεσε σημαντικό ναύσταθμο των Ενετών στην Ανατολικό Μεσόγειο, τόσο για τα εμπορικά όσο για τα πολεμικά τους πλοία. Από την αρχή το λιμάνι παρουσίαζε την ανάγκη συνεχών εκβαθύνσεων, λόγω απόθεσης άμμου, που έκαναν οι Ενετοί με διάφορες τεχνικές της εποχής. Τον 17ο μ.Χ. αιώνα, το λιμάνι πήρε την τελική του μορφή ικανό να ελλιμενίσει 50 γαλέρες (Φραγκίσκος Βασιλικάτα, 1625). Το λιμάνι αρχίζει να παρακμάζει τον 19ο αιώνα μετά από φυσικές καταστροφές, αλλά κι ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Δυστυχώς, οι πιο καταστροφικές επεμβάσεις στο χώρο του λιμανιού έγιναν τον 20ο μ.Χ. αιώνα, τις οποίες επέβαλαν οι ανάγκες της νέας εποχής, ώστε να αναβαθμιστεί το Ηράκλειο σε πόλη ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Σε μία εποχή που η έννοια «μνημείο» δεν είχε ιδιαίτερη αξία, η εισχώρηση του αυτοκινήτου στην καθημερινότητα της πόλης οδήγησε στη διάνοιξη της παραλιακής οδού με το γκρέμισμα σημαντικού μέρους των ενετικών λιμενικών εγκαταστάσεων (μικρός Κούλες, βυζαντινή πύλη). Η ύπαρξη του παραλιακού δρόμου εκπληρώνει σημαντικές ανάγκες των πολιτών, αλλά δυστυχώς για άλλη μια φορά η αισθητική και η ιστορία της πόλης θυσιάστηκαν για χάρη της ανάπτυξης και της λειτουργικότητας.
ΕΝΕΤΙΚΟ ΦΡΟΥΡΙΟ (ΚΟΥΛΕΣ)Ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα είναι το επιβλητικό ενετικό φρούριο του Κούλε που δεσπόζει στην είσοδο του ενετικού λιμανιού στο Ηράκλειο. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκινά χρονικά η ιστορία του Κούλε, αλλά ένα λιμάνι με τόσο νευραλγικό ρόλο στη Μεσόγειο, όπως το Ηράκλειο, δεν θα μπορούσε να μείνει απροστάτευτο. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, το πρώτο φρούριο στη θέση του σημερινού να έγινε στην περίοδο της Αραβοκρατίας (9ος-10ος), ενώ αναφορά για πύργο στην είσοδο του λιμανιού γίνεται στη Β' Βυζαντινή περίοδο (10ος-13ος αιώνας) ως Castellum Comunis. Σήμερα σώζονται κάποια σχέδια περιηγητών που χαρτογράφησαν το Ηράκλειο, με παλιότερο αυτό του Μπουοντελμόντι του 1429, που απεικονίζουν έναν πύργο στην είσοδο του λιμανιού. Ο πύργος αυτός απεικονίζεται σαν ψηλό οικοδόμημα με κατακόρυφους τοίχους και κάτοψη άλλοτε κυκλική και άλλοτε παραλληλόγραμμη. Τα σχέδια αυτά δεν είναι απαραίτητα αξιόπιστα, αφού η κατασκευή που απεικονίζουν μοιάζει περισσότερο με έργο οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της δυτικής Ευρώπης. Στα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα, κάνει την εμφάνισή της στην Ευρώπη η πυρίτιδα (μείγμα νίτρου, θείου και άνθρακα). Αποκτά τόσο σημαντικό ρόλο στην πολεμική πρακτική, αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, ώστε τελικά αντικατέστησε τις προϋπάρχουσες πολεμικές μηχανές και εκμηδένισε την αμυντική δυνατότητα των παλιών οχυρώσεων. Έτσι τα μέσα του 15ου μ.Χ. αιώνα βρήκαν το Ηράκλειο ανεπαρκώς οχυρωμένο και τον πύργο του λιμανιού, το Castellum Comunis των Βυζαντινών, αμυντικά ανίκανο και ευάλωτο. Η Γερουσία της Βενετίας το 1462 ενέκρινε ένα ευρύ πρόγραμμα οχύρωσης της πόλης, που θα προστάτευε το Ηράκλειο και τους βούργους (προάστια) έξω από αυτό. Η νέα οχύρωση θα ακολουθούσε τα πρότυπα της νέας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με τους προμαχώνες. Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος το 1523 κατεδαφίστηκε ο πύργος του λιμανιού και αντικαταστάθηκε με το φρούριο Κούλες, που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκτεταμένες επιχωματώσεις στη βραχώδη εξέδρα που υπήρχε στο σημείο αυτό του λιμανιού, κατάφεραν να δημιουργήσουν το χώρο για να χτιστεί το φρούριο έκτασης 3.600 τ.μ. Οι επιχωματώσεις γίνονταν με μία πολύ ενδιαφέρουσα μέθοδο. Γέμιζαν τα παλιά πλοία με πέτρες από το νησί Ντία και την περιοχή Φρασκιές και τα βύθιζαν έξω από τη βόρεια πλευρά του μόλου, δημιουργώντας έτσι κυματοθραύστες που αύξαναν τον διαθέσιμο χώρο. Οι Ενετοί το ονομάζουν «Φρούριο στη Θάλασσα» (Castello a Molo ή Rocca a Mare), αλλά σήμερα διατηρεί την τούρκικη ονομασία του, Κούλες, από το Su Kulesi.
Το φρούριο ατενίζει αγέρωχο το Κρητικό πέλαγος, θυμίζοντας το μεγαλείο του ενετικού Χάνδακα, ενώ στοιχειώνεται από θρύλους που θέλουν στους υγρούς και σκοτεινούς του χώρους να βασανίστηκαν φριχτά Κρητικοί επαναστάτες. Ο Κούλες διανύει μια ήρεμη περίοδο, έχει χαρακτηριστεί πολιτιστικός χώρος και φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στους εσωτερικούς χώρους του ισογείου κατά καιρούς χρησιμοποιείται για καλλιτεχνικές εκθέσεις και για θεατρικές ή μουσικές παραστάσεις στον επάνω όροφο, όταν ο καιρός το επιτρέπει. Είναι από τα πιο οικεία και αγαπημένα μνημεία της πόλης, σύμβολο του Ηρακλείου και είναι ανοικτό για επίσκεψη. Εκεί κοντά θα θαυμάσετε και τα Ενετικά Νεώρια που χρησίμευαν ως αποθηκευτικός χώρος των καραβιών για φύλαξη ή επισκευή.
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ
Η κατασκευή του Κούλε κράτησε μέχρι το 1540. Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν πάχος σχεδόν 9 μ., ενώ οι εσωτερικοί φτάνουν τα 3 μ. πάχος σε κάποια σημεία. Ήδη από πολύ νωρίς παρουσιάστηκαν ζημιές στα θεμέλια του από τη θάλασσα, που κατά καιρούς αντιμετωπίζονταν. Επίσης το φρούριο παρουσίασε πολλές οχυρωματικές αδυναμίες, γεγονός που οφείλεται στο ότι χτίστηκε σε μεταβατική φάση, όταν η αρχιτεκτονική των φρουρίων πειραματιζόταν ακόμα με τις κατάλληλες λύσεις.
Αρχιτεκτονικά ο Κούλες αποτελείται από δύο επιμέρους τμήματα: το νοτιοδυτικό, παραλληλόγραμμο, λίγο ψηλότερο και το βορειοανατολικό σε σχήμα μισής έλλειψης, ελαφρώς χαμηλότερο. Για την είσοδο στο φρούριο υπήρχαν τρεις πύλες: δυτικά, βόρεια και ΝΔ, με κεντρική πύλη τη δυτική. Στο φρούριο περιμετρικά είχαν εντοιχιστεί διάφορες ανάγλυφες πλάκες, επιγραφές και οικόσημα. Κορυφαία έργα γλυπτικής είναι τα τρία μαρμάρινα ανάγλυφα που απεικονίζουν τον φτερωτό λέοντα, σύμβολο της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας και υπάρχουν πάνω από κάθε μία είσοδο, δύο από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα με φανερή τη διάβρωση από το θαλασσινό αέρα. Το φρούριο είναι διώροφο με 26 διαμερίσματα.
Στο ισόγειο αρχικά υπήρχαν 5 χώροι για κανόνια. Σύντομα φάνηκε ότι η χρήση κανονιών σε εσωτερικούς χώρους δημιουργούσε προβλήματα, γιατί και το οπτικό πεδίο εκ των πραγμάτων μέσα από τα μικρά ανοίγματα στους τοίχους ήταν περιορισμένο, αλλά και ο καπνός που δημιουργείτο μετά τη ρίψη κάθε βλήματος έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική και έτσι εγκαταλείφθηκε η χρήση τους. Εκτός από τους διαδρόμους (casamatte) των κανονιών, στο ισόγειο είχαν διαμορφωθεί και επιμέρους χώροι, ένας λειτουργούσε σαν φυλακή και χώρος βασανιστηρίων των Κρητικών επαναστατών και οι υπόλοιποι για αποθήκευση τροφίμων και πολεμοφοδίων για τους στρατιώτες.
Στον πάνω όροφο, που είχε διαμορφωθεί σε ευρύχωρη πλατεία, υπήρχε στη βόρεια πλευρά ο πύργος του φάρου. Εκεί υπήρχαν οι στρατώνες των στρατιωτών και οι κατοικίες των αξιωματούχων και του διοικητή. Στο φρούριο λειτουργούσε μύλος, φούρνος και εκκλησία, παρέχοντας αυτονομία στη φρουρά του. Ο ρόλος του Κούλε στη διάρκεια της τουρκικής πολιορκίας (1646-1669) δεν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αρκετά νωρίς το τουρκικό πυροβολικό, τοποθετημένο στις κατάλληλες θέσεις, κατάφερε να εξουδετερώσει τη δύναμη πυρός του και έτσι οι Τούρκοι απέκτησαν τον έλεγχο της εισόδου του λιμανιού του Ηρακλείου. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Κούλες δε δέχτηκε ιδιαίτερες παρεμβάσεις, εκτός από την προσθήκη κτιστών επάλξεων με θέσεις τουφεκιοφόρων και κανονιών.
Μια λεπτομέρεια που ακόμα και αρκετοί ντόπιοι αγνοούν είναι ότι επί Τουρκοκρατίας, χτίστηκε ακριβώς απέναντι από τον Κούλε από την πλευρά της στεριάς, ένα μικρότερο φρούριο, ο «μικρός Κούλες» για την ενίσχυση της προστασίας του λιμανιού. Δυστυχώς το μνημείο αυτό μαζί με τμήματα των ενετικών νεωρίων κατεδαφίστηκε το 1936 για χάρη της ανάπτυξης της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου