27 Ιανουαρίου 2014

Ει κε πίθηαι: ανθρωποκεντρική και κοινωνικοκεντρική αυτοθέσμισις,,

Ει κε πίθηαι: ανθρωποκεντρική και κοινωνικοκεντρική αυτοθέσμισις,,




Από την πρώτη ίσως Πανελλήνια εκστρατεία, με την τότε νίκη των Ελλήνων επί των Ιξίων ή Υξώς, που τόσο καινότομα περιγράφει ο Έλληνας επικός ποιητής Νόννος ο Πανοπολίτης, με την εισαγωγή του τρίτου τροχαίου στον στίχο, το ατένισμα της ποθητής, μελλοντικής απελευθερώσεως του ανθρωπίνου πνεύματος εξακολουθεί να παραμένει ένα πρόταγμα του ελληνικού μας κόσμου. Ζούμε καθημερινά μέσα σε διαχρονικές διαδικασίες που οδηγούν τον άνθρωπο σε γενετική φθορά, με τρομακτικές συνέπειες γιά τον πολιτισμό μας. Τούτο το άρθρο στοιχειοθετεί μιά αμυδρή εικόνα, μία μικρή ατραπό έξω από την ολοκληρωτική ζούγκλα της χρηματοπιστωτικής τυραννίας που διακατέχει και κυβερνά το ανθρώπινο κοσμοσύστημα της εποχής μας.

Με κύριο χαρακτηριστικό την ανθρωποκεντρική και κοινωνικοκεντρική αυτονομία και αυτοθέσμισι, επάνω στην βάσι του κονωνικο-πολιτικο-οκονομικού της συστήματος, η κλασική Ελλάδα συχνά  γίνεται θέμα πανηγυρικής ρητορείας και εθνικής υπερηφάνειας. Ίσως όχι άδικα, όπως μαρτυρεί, π.χ., το βιβλίο του Αναστασίου Δ. Καραγιάννη «Αρχαιοελληνική Πρωτοπορία στα Οικονομικά» (Εκδόσεις Παπαζήση: Αθήνα, Ελλάς, 2007). Σε αντίθεση με ερευνητές που αναπαράγουν τον ‘πρωτογονισμό’ της αρχαιοελληνικής οικονομίας των κλασσικών χρόνων, ο Δρ. Καραγιάννης δείχνει ότι η οικονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων—κυρίως η Αθηναϊκή—είχε μηχανισμούς και πάρα πολλά λειτουργικά στοιχεία όμοια με των συγχρόνων. Δικαιολογεί επίσης το γιατί η διερεύνηση της ιστορίας των οικονομικών πρέπει να έχει ως βάσι της την ανθρωποκεντρική και κοινωνικοκεντρική αυτονομία της ελληνικής σκέψης..
Η τεκμηρίωση επίσης της οφειλής του δυτικού πολιτισμού στο ελληνικό πνεύμα από τον Bruno Snell, στο βιβλίο του «Η Ανακάλυψη του Πνεύματος: Ελληνικές Ρίζες της Ευρωπαϊκής Σκέψης» (Δ΄ έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: Αθήνα, Ελλάς, 1997), όχι μόνον προσφέρει έναν άρτιο φιλολογικό εξοπλισμό, αλλά και μία υπέροχη φιλοσοφική παιδεία. Αυτά είναι βασικά στοιχεία ελληνογνωσίας που δυστυχώς τόσο πολύ λείπουν από τον σημερινό άνθρωπο, Έλληνα και μη.
Ένας από τους μεγάλους στοχαστές του 20ου αιώνα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, βλέπει στην κλασική Ελλάδα όχι ένα πρότυπο ή ένα μοντέλο προς μίμησι, αλλά απλά ένα κέντρισμα, μία έμπνευση ή πηγή ιδεών. Κάτω από το οπτικό τούτο, ένα μοναδικό φαινόμενο που βλέπoυμε μόνον στην κλασική Ελλάδα—και πουθενά αλλού—είναι η διττή αμφισβήτησι της παράδοσής τους από τους ιδίους τους Έλληνες. Μέσα σ’ ένα πλαίσιο ανθρωπινής ελευθερίας και κοινωνικής αυτονομίας, η κλασική Ελλάδα αμφισβητεί, κατά τον Καστοριάδη, τους θεσμούς της (α) ως θετούς νόμους, π.χ., πολιτικούς και συνταγματικούς, και (β) ως αυτοθεσμιμένες κοινωνικές εικόνες του κόσμου, αυτοθεσμικές παραστάσεις που γαλουχούν τα παιδιά—τα μαθαίνουν δηλαδή γιατί αξίζει να ζουν ή να πεθαίνουν.
Αντιδιαμετρικά, τα παγκόσμια κοινωνικά ‘αυτονόητα’ εκτός της κλασικής Ελλάδος είναι: (α) η συνέχιση της ζωής, όπως αυτή βρέθηκε από πριν και (β) η διατήρησι του καθενός στην θέση του, στην κοινωνική του κάστα. Είναι, π.χ.,αυτονόητη γιά τους Ιουδαίους η συμμόρφωση προς τις εντολές του Ιεχωβά; όχι η αναζήτηση της ελευθερίας, όχι η αναζήτηση της ισότητος, όχι η αναζήτηση της δικαιοσύνης στο θείο και στη φύση. Επίσης είναι αυτονόητη γιά τους Ινδούς η διατήρηση της θέσης του καθενός στην κοινωνική του κάστα. Μέλη κάθε ανωτέρας κοινωνικής κάστας ‘μολύνονται’ αν αγγίξουν τους ‘παρίες’. Γιά να σωθούν, οι παρίες προσχωρούν στο Ισλάμ.
Το γιατί οι πνευματικές διαστάσεις της κλασικής Ελλάδος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ένα έτοιμο πρότυπο ή μοντέλο προς μίμηση γίνεται ξεκάθαρο στο βιβλίο του Bruno Snell. Απλά, ενώ κατά τον Snell (1997, σελ. 9) δεχόμαστε υποχρεωτικά την σκέψη της κλασικής Ελλάδος σήμερα, την ταυτίζουμε όμως κατά πολύ απλοϊκό και αυθόρμητο τρόπο με νοητικές διαδικασίες διαφορετικού τύπου. Έτσι, οι δυσκολίες σχετικά με την κατανόησι της γενέσεως της ελληνικής σκέψης εξακολουθούν να υφίστανται, αν και η ολοένα αυξανόμενη κατανόησι του ιστορικού γίγνεσθαι στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα οδήγησε στην αναθεώρησι της ορθολογιστικής άποψης πως το ανθρώπινο πνεύμα παραμένει αιώνια αμετάβλητο. Επειδή τα πρώτα έργα της ελληνικής παραδόσεως επικοινωνούν άμεσα με τον σύγχρονο άνθρωπο και τον συγκινούν βαθιά, παραβλέπεται ίσως εύκολα το γεγονός ότι όλα ήταν πολύ διαφορετικά τότε από ό,τι είναι στην δική μας εποχή.
Μπορούμε όμως να κάνουμε χρήση των διαστάσεων του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδος σαν μία έμπνευση ή πηγή ιδεών. Είναι άρδην επιτακτική η ανάγκη της κατασκευής νέων προτύπων ή μοντέλων, έναντι των διαδικασιών της δικής μας εποχής, που οδηγούν τον σημερινό άνθρωπο σε γενετική φθορά, με τρομακτικές συνέπειες γιά τον ανθρώπινο πολιτισμό μας.
Ο άνθρωπος, σαν είδος, αλλά και ο πολιτισμός μας απειλούνται με αφανισμό. Ίσως κάπου, κάποτε ξεφύγαμε από την φυσική μας πορεία. Πήραμε λάθος στροφή. Ασυγκίνητος από τους θριάμβους του ανθρώπου-μηχανή, στο βιβλίο του «Τα 8 Θανάσιμα Αμαρτήματα του Πολιτισμού μας» (Εκδόσεις Θυμάρι: Αθήνα, Ελλάς, 1978), ο κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ, Κόνραντ Λόρεντς, ερευνά τις οκτώ πλέον επικίνδυνες διαδικασίες που οδηγούν τον άνθρωπο στη γενετική φθορά και στις τρομακτικές συνέπειες που απορρέουν από αυτές.
Ίσως η συγκλονιστικοτάτη και αδιαμφισβήτητος μαρτυρία γιά την πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο του φυσικού περιβάλλοντος, ο Λόρεντς ανοίγει με το σοφό νυστέρι του, προσεκτικά και μεθοδικά, τα κατάβαθα της συμπεριφοράς του ανθρώπου και μέσα εκεί ανακαλύπτει επικίνδυνες βιολογικές και ψυχολογικές διαταραχές. Προγράμματα συμπεριφοράς κοινά σε όλα τα οργανικά συστήματα, μα ιδιαίτερα στο ανθρώπινο, αποκτημένα στη μακραίωνη πορεία φυλογένεσης της ανθρώπινης φυλής και εντελώς απαραίτητα γιά την επιβίωσι του είδους, τείνουν να ή ήδη έχουν αλλοιωθεί και διαστραφεί. Εντελώς αρνητικές γιά τον Λόρεντς αξίες, όπως ο ανταγωνισμός, η κυριαρχία, επιθετικότητα, επίδειξη, αλλά και το θανάσιμο μίσος μεταξύ ομάδων και δογμάτων, ήλθαν στην επιφάνεια γιά να γίνουν πιά κοινή πεποίθηση. Όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία έχουν γίνει μέθοδος ζωής γιά τον σημερινό άνθρωπο.
Στην προσπάθειά του να σηκώσει την ανθρωπότητα από το βαθύ της τέλμα, ο Λόρεντς μιλά γιά ‘προσαρμογή’. Βλέπει δε την προσαρμογή τούτη ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής, που γίνεται μέσα από μία γνωστική λειτουργία, καθώς οι άνθρωποι αποκτούμε γνώση του περιβάλλοντός μας. Και μέσα στην διαδικασία της γνωστικής μας λειτουργίας βλέπουμε πως το κύριο χαρακτηριστικό κάθε σωστά διαρθρωμένου οργανικού συστήματος ή ομάδας είναι, κατά τον Λόρεντς (1978, σελ. 28), η ρύθμισή του με κύκλους ανάδρασης ή αντιστρόφου δράσης (feedback), που οδηγούν σε ‘ομοιόστασι’: διατήρησι δηλαδή της ευσταθείας ανάμεσα στα στοιχεία κάθε οργανικού συστήματος ή ομάδος. Στη φύση υπάρχουν αναρίθμητα απτά παραδείγματα ομοιοστάσεως, η οποία είναι τόσο αναγκαία γιά την διαφύλαξι της ζωής, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να φαντασθεί κάποιος την δημιουγία της ζωής χωρίς την ταυτόχρονο δημιουγία των ρυθμιστικών της κύκλων αναδράσεως.
Στην φύσι, κυκλώματα ή κύκλοι θετικής ‘+’ ανάδρασης οδηγούν σε διαχρονικές συμπεριφορές που φουντώνουν και χάνονται γρήγορα, όπως π.χ., οι χιονοστιβάδες ή οι φλεγόμενες στέπες, καθώς και πολλές παθολογικές ανωμαλίες κοινωνικής συμπεριφοράς. Αλλά η ομοιόστασι είναι συχνά το αποτέλεσμα κύκλων αρνητικής ‘–’ ανάδρασης, όπου δεν χρειάζεται να είναι με ακρίβεια προσδιορισμένη η δράση ή η αντίδρασι καθενός από τα υποσυστήματα μίας ομάδος. Κάθε ελαφρά υπέρ- ή υπολειτουργία, εύκολα αντισταθμίζεται ως αποτέλεσμα των κύκλων αρνητικής ‘–’ αναδράσεως. Η ομοιόστασι κάθε ομάδος ή συστήματος μπορεί να διαταραχθεί επικίνδυνα μόνον όταν: (α) η απορύθμηση μιάς λειτουργίας αποκτά τόση έντασι, ώστε να μη μπορεί να διατηρηθεί η ομοιόστασι ή (β) οι ίδιοι οι ρυθμιστικοί κύκλοι αρνητικής ‘–’ αναδράσεως αρχίζουν να λειτουργούν ελαττωματικά.
Επικεντρωμένες στην ανθρωποκεντρική αυτονομία, σαν μία πρωταρχική διαδικασία του κονωνικο-πολιτικο-οκονομικού συστήματος της κλασικής Ελλάδας, τέσσερις επίσης βασικές διαδικασίες του πολιτισμού μας, που αλληλεπιδρούν με την ανθρωποκεντρική αυτονομία μέσω των κυκλωμάτων ή κύκλων θετικής ‘+’ ανάδρασης #1 έως #4 (Σχ. 1), είναι:
1) ένα άκαμπτο αξιακό σύστημα, όπου η Αρετή είναι διδακταία, σύμφωνα με την ηθική της γνώσης και όχι της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων,
2) η αποθέωση της ευμορφίας στην αισθητική, τέχνη και φύση, διότι η ευμορφία είναι δυνατή σαν τον νου του ανθρώπου και φθαρτή σαν την σάρκα του,
3) το θετό δίκαιο που πηγάζει με την κοινωνικο-πολιτική αποδοχή της Αληθείας μέσα από τους νόμους της φύσεως· όχι της αληθείας dujour, που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων, και
4) η οργανικότητα που μέσα από μία κοινωνικο-προσωπική οπτική δέρκεται των ανθρώπων, όχι ως ξεκάρφωτα άτομα ή κακομαθημένα ‘εγώ’, αλλά ως μέλη μιάς ομάδος που αγαπά τον άνθρωπο, ίσως το πιό τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
Στο Σχ. 1, ως βάσι της αναπτύξεως του πολιτισμού της ελληνικής σκέψης, η διαδικασία της ανθρωποκεντρικής αυτονομίας οδηγεί στην ανάπτυξη των άλλων τεσσάρων διαδικασιών και, μέσω των κυκλωμάτων ή κύκλων θετικής ‘+’ αναδράσεως, τροφοδοτείται από αυτές, φυσικά με κάποια χρονική καθυστέρησι. Όταν η διαδικασία της ανθρωποκεντρικής αυτονομίας βρίσκεται σε ομοιόστασι, τότε, με την επίδρασι των θετικών ‘+’ κύκλων αναδράσεως, οι άλλες τέσσερις διαδικασίες του συστήματος αξιών, της αποθέωσης ευμορφίας, του θετού δικαίου και της οργανικότητας μπορούν να εξελίσσονται ομαλά, όπως δείχνει το Σχ. 2α. Αυτή είναι ίσως η περίπτωσι του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδος, ακριβώς πριν από τους Πελοποννησιακούς πολέμους.
Με την κατάλληλο μόχλευσι της διαδικασίας της ανθρωποκεντρικής αυτονομίας, γιά έναν πολιτισμό που ενδιαφέρεται πραγματικά να αναπτυχθεί πέρα από την ομοιοστατική του κατάσταση, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία ανοδική τάσι στην εξέλιξι των τεσσάρων διαδικασιών, όπως περίπου στο Σχ. 2β. Όταν όμως θανάσιμες διαδικασίες όπως, π.χ., ο ‘ραγιαδισμός’ ζουν και βασιλεύουν σε μιά κουλτούρα ελαχίστης προσπαθείας, τεμπελιάς, βολέματος, διαφθοράς, διαπλοκής, με παντελή έλλειψι αξιοκρατίας, τσίπας και υπερηφανείας, και με δήθεν ηγέτες που απλά αντικατοπτρίζουν την μιζέρια του λαού, τότε όλοι οι ρυθμιστικοί κύκλοι αναδράσεως αρχίζουν να λειτουργούν ελαττωματικά. Το θλιβερό αποτέλεσμα είναι μία τάση ομοιοστάσεως, που μόνο ‘θανάτου γνώσι’ θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει (Σχ. 2γ).
Πέραν όμως από τα χρονοντούλαπα της μαύρης τρύπας του συλλογικού μαςραγιαδισμού είναι και οι οκτώ πλέον επικίνδυνες διαδικασίες του Λόρεντς (1978), που επίσης οδηγούν τον άνθρωπο στην γενετική φθορά και τάσι προς θανάτου γνώση. Σε κάθε μία από αυτές, επικεντρωμένη στην ανθρωποκεντρική αυτονομία της, η ελληνική σκέψη αντιπαραθέτει τις τέσσερις βασικές διαδικασίες του πολιτισμού μας, μέσω των κυκλωμάτων ή κύκλων θετικής ‘+’ αναδράσεως #1 έως #4 (Σχ. 3).
Δογματισμός είναι το αποτέλεσμα της αυξανομένης δεκτικότητας της ανθρωπότητος στην υποταγή της σε δόγματα, μαζί με την εξασθένησι της ερεύνης, την θεοποίησι της αυθεντίας και την άκριτο αποδοχή. Η τελειοποίησι των τεχνικών μέσων, σε συνδιασμό με την αύξηση των ανθρώπων συγκεντρωμένων σε μία μόνη πολιτιστική μονάδα, οδηγούν στην δυνατότητα χειραγωγήσεως της κοινής γνώμης προς μία ομοιομορφία πρωτόφαντο στην ιστορία. Έτσι, η δύναμις της επιβολής του κάθε δόγματος που γίνεται δεκτό μπορεί και μαγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο σε σχέση με τους οπαδούς του. Άτομα που απομακρύνονται από τα massmedia θεωρούνται παθολογικές περιπτώσεις και οι συνέπειες της στερήσεως της ατομικότητος που προκαλούν τα μέσα αυτά γίνονται δεκτές με μεγάλη χαρά από όσους θέλουν να χειραγωγούν τους ανθρώπους. Σφυγμομετρήσεις, διαφημίσεις και η μόδα που διαδίδεται με επιδεξιότητα επιτρέπουν στους μεγιστάνες της παραγωγής και στούς υπαλλήλους των να ασκούν εξουσία επί της κοινωνίας.
Πυρετός του ανταγωνισμού προς μία μάλλον εξοντωτική γιά το ανθρώπινο πνεύμα τεχνολογική εξέλιξι, δείχνει πως το πιό βλακώδες αποτέλεσμα ειδικών εσωτερικών επιλογών, φυσικά μετά από τα ερωτικά φτερά του αρσενικού φασιανού ‘άργου’, είναι ο εντατικός ρυθμός εργασίας του συγχρόνου ανθρώπου. Όταν άτομα ενός είδους συναγωνίζονται μεταξύ τους, τότε δημιουργούν ομοιόστασι με κύκλους θετικής ‘+’ αναδράσεως. Ο συναγωνισμός επιδρά στην ανάπτυξι των ανθρώπων μέσω της επιλογής, μιάς και η ομοιόστασι με θετικούς ‘+’ κύκλους αναδράσεως περιλαμβάνει πάντα τον κίνδυνο ενός καταράκτη αντιδράσεων, που μπορεί να προέρχονται από πολύ μικρές αλλαγές έστω και σε ένα μόνον παράγοντα της δομής ενός συστήματος ή μιάς ομάδος. Κάτι που κατά τον Λόρεντς (1978, σελ. 61) δεν γίνεται ποτέ σε κανέναν άλλο βιολογικό παράγοντα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων αντιτίθεται άμεσα προς όλες τις δημιουργικές και αιώνιες δυνάμεις της φύσης, χαιρέκακα καταστρέφοντας τις αληθινές αξίες που ο ίδιος δημιούργησε, γιά χάρη καθαρά και μόνον εμπορικών υπολογισμών. Τί προσβάλει βαθύτερα την ψυχή των σημερινών ανθρώπων: το τυφλό μας πάθος γιά το χρήμα ή η πυρετική μας βιασύνη; Δυστυχώς, ο αγώνας δρόμου της ανθρωπότητος με τον εαυτό της γίνεται διαρκώς ταχύτερος με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Τυφλώνει δε τους ανθρώπους στις αληθινές αξίες και τους στερεί το χρόνο γιά εκείνο που ο Λόρεντς (1978, σελ. 187) καλεί «γνήσια ανθρώπινη δραστηριότητα του στοχασμού».
Ένα άκαμπτο αξιακό σύστημα, όπου η αρετή είναι διδακτέα σύμφωνα με την ηθική της γνώσης και όχι της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων, είναι το τι αντιπαραβάλλει η ελληνική σκέψι έναντι του δογματισμού και του πυρετού του ανταγωνισμού που μας διακατέχει, μέσω των κύκλων θετικής ‘+’ αναδράσεως #5 και #6 (Σχ. 3). Στην βάση της αντιπαραβολής τούτης είναι πάντα η ανθρωποκεντρική αυτονομία, που δρα και αντιδρά θετικά ‘+’ με το αξιακό σύστημα διδακτέας Αρετής. Το αξιακό όμως σύστημα της ελληνικής σκέψης επιδρά αρνητικά ‘–’ στον δογματισμό και στον πυρετό του ανταγωνισμού, οι οποίοι επίσης μπορούν, με χρονικές καθυστερήσεις, διαχρονικά να μειώνουν την διδακτέα Αρετή του αξιακού συστήματος. Η ενδεδειγμένη μόχλευση εδώ απαιτεί ένα σπάσιμο της αρνητικής ‘–’ επιρροής του δογματισμού και του πυρετού του ανταγωνισμού πάνω στο αξιακό σύστημα της ελληνικής σκέψης.
Αποχαύνωσι είναι το αποτέλεσμα της αισθητηριακής ‘εντροπίας’ του ανθρώπου που ζει γιά την ευχαρίστηση, χωρίς κόπο και χωρίς χαρά. Στην θερμοδυναμική, εντροπία είναι μία μεταβλητή, η ποσότητα της οποίας επιτρέπει τον υπολογισμό της ελάττωσης της ενεργείας ενός συστήματος. Καταμεσίς στο ρεύμα της παγκοσμίου ενεργείας, η οργανική ζωή απορροφά αρνητική ‘–’ εντροπία, δηλαδή μαζεύει λαίμαργα ενέργεια, αναπτύσσεται και γίνεται διαρκώς πιό ικανή να εξασφαλίζει περισσότερη ενέργεια. Και όσο περισσότερη ενέργεια μαζεύει, τόσο ταχύτερα μαζεύει ενέργεια. Η επικίνδυνη αυτή διαδικασία της αποχαύνωσης εξαφανίζει κάθε έντονο συναίσθημα και αληθινή συγκίνηση. Επί πλέον, η συνεχής πρόοδος της τεχνολογίας και της φαρμακολογίας προκαλούν έλλειψη ανεκτικότητας σε ότι επιφέρει στον άνθρωπο και την ελαχίστη δυσαρέσκεια. Έτσι, η ταυτόχρονη εξαφάνιση της ικανότητας του ανθρώπου να δοκιμάσει χαρά—στην οποία φτάνει μόνον υπερπηδώντας εμπόδια και ύστερα από σκληρή προσπάθεια—και η έλλειψη ανεκτικότητας στην δυσαρέσκεια, εξασθενίζουν τους φυσιολογικούς κυματισμούς χαράς και λύπης. Τους μετατρέπουν σε ανεπαίσθητες ταλαντώσεις, κάτι που κατά τον Λόρεντς αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο. Ο Snell συμφωνεί (1997, σελ. 12), θυμίζοντάς μας πως πάθει μάθος: «η γνώση αποκτάται με πόνο».
Ερήμωσι περιβάλλοντος είναι η διαδικασία καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος του ανθρώπου. Η διαδικασία τούτη καταστρέφει όχι μόνον τον εξωτερικό μας κόσμο, μέσα στον οποίο ζούμε, αλλά επίσης και τον ανθρώπινο σεβασμό μας γιά την ομορφιά και το μαγαλείο του σύμπαντος που μας περιβάλλει και μας ξεπερνά.
Η κλασική Ελλάδα αντιπαραβάλλει στην αποχαύνωσι, ερήμωσι και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος του ανθρώπου την αποθέωσι της ευμορφίαςστην αισθητική, τέχνη και φύση, μέσω των κυκλωμάτων θετικής ‘+’ αναδράσεως #7 και #8 (Σχ. 3). Η ευμορφία είναι δυνατή σαν τον νου μας και φθαρτή σαν την σάρκα μας έλεγε ο Prof. Dimitris Liantinis. Και βάσει του 1998 άρθρου του στο JournalofModernGreekStudies 16(1): 91-109, ο Rev. Dr. John Chryssavgis συμφωνεί μάλλον με τον Λόρεντς (1978, σελ. 54), πως η ηθική και αισθητική συνείδησι δεν παίζουν κανένα ρόλο γιά όσους αποφασίζουν την κατασκευή δρόμων, ηλεκτρικών σταθμών ή εργοστασίων, που καταστρέφουν γιά πάντα την ομορφιά μιας ολόκληρης περιοχής. Στο Σχ. 3, η τάσις αποθεώσεως της ευμορφίας της ελληνικής σκέψης επιδρά αρνητικά ‘–’ στην αποχαύνωση και στην ερήμωση του περιβάλλοντος, οι οποίες όμως επίσης μπορούν, με χρονικές καθυστερήσεις, διαχρονικά να μειώνουν την αποθέωσι της ευμορφίας στην αισθητική, τέχνη και φύσι. Μία ενδεδειγμένη μόχλευση εδώ απαιτεί τον θρυμματισμό της αρνητικής ‘–’ επιρροής της αποχαύνωσης και της ερήμωσης περιβάλλοντος στην αποθέωσι της ευμορφίας.
Άρνηση εξέλιξης είναι μία διαδικασία άρνησης της ανθρωπίνης εξελικτικής συνεχείας, όπου η ρήξη με την παράδοση ακολουθεί επιλογές χωρίς πειραματισμό. Τέτοιες επιλογές γίνονται διότι έχουμε φτάσει σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, όπου νέες γενεές αδυνατούν να συννενοηθούν πολιτιστικά με προηγούμενες και, ακόμα λιγότερο, να συνταυτιστούν με αυτές. Οι νέοι συχνά βλέπουν τους παλιούς σαν μία ξένη εθνική ομάδα, με εθνικό μίσος. Η έλλειψι επαφής ματαξύ γονέων και παιδιών οδηγεί σε τούτη την ανωμαλία, η οποία επιφέρει παθολογικές συνέπειες από την βρεφική ακόμα ηλικία.
Τα πυρηνικά όπλα αποτελούν μία κυριολέκτικά θανάσιμη απειλή. Κρέμονται πάνω μας συνεχώς, αν και η απειλή τούτη θα μπορούσε να αποτραπεί ευκολότερα από τις άλλες. Φτάνει απλά να μην κατασκευάζουμε πυρηνικά όπλα ή να μην τα ρίξουμε ο ένας στον άλλο. Όμως ο Λόρεντς (1978, σελ. 182) βλέπει τον κίνδυνο του πυρηνικού ολοκαυτώματος να βασίζεται στην απίστευτα συλλογική βλακεία της ανθρωπότητος.
Μέσω των κυκλωμάτων ή κύκλων θετικής ‘+’ αναδράσεως #9 και #10 (Σχ. 3), η ελληνική σκέψι αντιμετωπίζει την άρνηση εξέλιξης και τα πυρηνικά όπλα με τοθετό δίκαιο που πηγάζει από την κοινωνικο-πολιτική αποδοχή της Αληθείας, μέσα από τους νόμους της φύσης, και όχι της αληθείας dujour που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Στην βάση της σθεναρής τούτης αντιμετώπισης είναι πάλι η ανθρωποκεντρική αυτονομία (Σχ. 3), που δρα και αντιδρά θετικά ‘+’ με την διαδικασία θεσμοθέτησης του θετού δικαίου. Το θετό δίκαιο επιδρά αρνητικά ‘–’ στην άρνηση εξέλιξης και στα πυρηνικά όπλα, διαδικασίες όμως θανάσιμες, οι οποίες επίσης μπορούν, με την σειρά τους και με χρονικές καθυστερήσεις, διαχρονικά να μειώνουν την θετή δικαισύνη. Εδώ, η ενδεδειγμένη μόχλευση απαιτεί την εξόντωση της αρνητικής ‘–’ επιρροής της άρνησης εξέλιξης και των πυρηνικών όπλων πάνω την διαδικασία θεσμοθέτησης του εθιμικού δικαίου.
Υπερπληθυσμός είναι η διαδικασία που νεκρώνει την ανθρώπινη επαφή. Ο υπερπληθυσμός της γης οδηγεί σε μία υπερπληθώρα κοινωνικών επαφών—πέρα από τα όρια αντοχής μας. Έτσι επιφέρει την αυτοαπομόνωσι. Ο υπερπληθυσμός αναγκάζει δηλαδή τον κάθε άνθρωπο να αυτοαπομονώνεται με έναν ουσιαστικά απάνθρωπο τρόπο. Και ο πολυάνθρωπος συνωστισμός σε εξαιρετικά περιορισμένο χώρο, π.χ., στις μεγαλουπόλεις, απελευθερώνει τα επιθετικά μας ένστικτα. Πολυάριθμα πειράματα σε ζώα δείχνουν πως, μεταξύ ζώων του ιδίου είδους, η επιθετικότητά τους αυξάνεται με τον συνωστισμό.
Γενετικός μαρασμός είναι το αποτέλεσμα της θανάσιμη υποχώρησης από τη φυλογενετική συμπεριφορά του ανθρώπου. Πέρα από μιά φυσιολογική αίσθηση του δικαίου και μερικά ίσως υπολείμματα του εθιμικού δικαίου, δεν υπάρχουν πιά στην σημερινή κοινωνία παράγοντες επιλογής που να οδηγούν σε κανόνες συμπεριφοράς, παρ’ όλο που, με την ανάπτυξη της κοινωνίας, οι κανόνες συμπεριφοράς γίνονται πλέον αναγκαίοι. Ποία είναι εδώ η πιό ανησυχαστική δυνατότητα; Χωρίς κανόνες συμπεριφοράς, πολύμορφοι παιδισμοί μπορούν να μετατρέψουν πολλά μέλη της νεολαίας της αμφισβήτησης σε κοινωνικά παράσιτα.
Την οργανικότητα, που μέσα από την κοινωνικο-προσωπική οπτική θωρεί τους ανθρώπους όχι σαν ξεκάρφωτα άτομα ή κακομαθημένα ‘εγώ’, αλλά σαν μέλη μιάς ομάδας που αγαπά τον άνθρωπο, αυτό το πιό τραγικό ίσως πλάσμα μέσα στο σύμπαν, είναι το τι αντιπαραβάλλει η ελληνική σκέψη έναντι του υπερπληθυσμού και του γενετικού μαρασμού που μας διακατέχει, μέσω των κύκλων θετικής ‘+’ ανάδρασης #11 και #12 (Σχ. 3). Στην βάσι της αντιπαραβολής τούτης είναι και πάλι η ανθρωποκεντρική (και κοινωνικοκεντρική) αυτονομία, που δρα και αντιδρά θετικά ‘+’ με την οργανικότητα. Η οργανικότητα της ελληνικής σκέψης επιδρά αρνητικά ‘–’ στον υπερπληθυσμό και στον γενετικό μαρασμό, οι οποίοι όμως επίσης μπορούν, με χρονικές καθυστερήσεις, διαχρονικά να μειώνουν την οργανικότητα προς τον ατομικισμό. Η ενδεδειγμένη μόχλευσι εδώ απαιτεί τον αφανισμό της αρνητικής ‘–’ επιρροής του υπερπληθυσμού και του γενετικού μαρασμού πάνω στην οργανικότητα της ελληνικής σκέψης.
Κάθε διαδικασία παύει να είναι θανάσιμη ή τρομακτική από την στιγμή που γνωρίζουμε τα αίτια που κρίβει πίσω της. Μόνον έτσι μπορούν να ελαττωθούν οι κίνδυνοι που επικρέμονται του σημερινού ανθρώπου. Όπως λέει και ο Λόρεντς (1978, σελ. 16), είναι αυθάδεια νε σκεφτόμαστε πως κάτι που γνωρίζουμε δεν μπορεί να γίνεται προσιτό στην πλειονότητα των ανθρώπων. Το περιεχόμενο του άρθρου τούτου γίνεται πιό εύκολα κατανοητό στο σύνολό του με την βοήθεια της συστημικής δυναμικής ή συστηματοδυναμικής, την οποία πρέπει να διδάσκεται κάθε φοιτητής στην ανωτέρα εκπαίδευσι, και όχι οι μηχανικοί μόνον.
Nicholas C. Georgantzas
Professor, Management Systems
Director, System Dynamics Consultancy
FORDHAM UNIVERSITY BUSINESS SCHOOLS
113 West 60th Street, Suite 617-D
New York, NY 10023-7484, U.S.A.
Ο Δρ. Νικόλαος Κ. Γεωργαντζάς είναι καθηγητής συστημικής δυναμικής στο πανεπιστήμιο Fordham της Νέα Υόρκης. Η συστημική δυναμική είναι μία σχετικά νέα επιστήμη, που τα τελευταία χρόνια σημειώνει ραγδαία εξέλιξη, τόσο στην Αμερική όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Δρ. Γεωργατζάς είναι ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος στον παγκόσμιο οργανισμό συστημικής δυναμικής, έχοντας διατελέσει πρόεδρος του παγκοσμίου σχετικού συνεδρίου, που έγινε στην Αθήνα το 2008. Κατατάσσεται στους κορυφαίους παγκοσμίως επιστήμονες του τομέα του, με δημοσιεύσεις σε σειρά επιστημονικών περιοδικών και βιβλίων. Πέρα από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα, με τα συνεχή άρθρα-παρεμβάσεις του βρίσκεται στην πρώτη γραμμή γιά την προώθηση του ελληνικού μας κόσμου και πολιτισμού στις ΗΠΑ, αλλά και της επίλυσης των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική μας κοινωνία συλλογικά επάνω σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη Γη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου