Σχέδιο Αίτησης Ασφαλιστικών Μέτρων απέστειλε ο δικηγόρος Αθηνών Χάρης Οικονομόπουλος με e-mail στα 5 πολιτικά κόμματα που έχουν εκροσώπηση στη Βουλή καθώς επίσης και στα 300 μέλη της για τυχόν σχόλια ή παρατηρήσεις τους πριν τη δημόσια πρόσκληση για την υπογραφή του, μετά την κατάθεσή του στο δικαστήριο. Το συνοδευτικό μήνυμα με το οποίο απεστάλη είναι το ακόλουθο: "Αξιότιμες κυρίες και κύριοι Βουλευτές, Λαμβάνω την τιμή να σας γνωστοποιήσω αίτηση πολιτών, που θα κατατεθεί τις προσεχείς ημέρες στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των εταιρειών Siemens AG και Siemens A.E. Οι πολίτες αυτοί, τους οποίους εκπροσωπώ, με την κίνησή τους αυτή απαιτούν την δημοσιοποίηση από τις παραπάνω εταιρείες όλων των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν και αφορούν παράνομες χρηματοδοτήσεις κομμάτων και πολιτικών στην Ελλάδα. Με την ευκαιρία επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι, όπως στην 19η παράγραφο της συνημμένης αιτήσεως αναφέρεται: "...έχουμε έννομο συμφέρον ως Έλληνες πολίτες να περιορίσουμε, δια της πλήρους πληροφορήσεως, την συλλογική απαξίωση και ισοπέδωση των κομμάτων ως συνταγματικά κατ΄άρθρο 29, παρ, 1 Σ. κατοχυρωμένων θεσμικών σχηματισμών, «...η οργάνωση και η δράση των οποίων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ...», εξακριβώνοντας τις παραβατικές δραστηριότητες συγκεκριμένων προσώπων οι οποίες σήμερα, σύμφωνα με όλες τις δημοσιοποιούμενες μετρήσεις της κοινής γνώμης, χαρακτηρίζουν και απαξιώνουν συλλήβδην το σύνολο των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, δημιουργώντας προυποθέσεις ευκαιριών ουσιαστικής εκτροπής του πολιτεύματος. Στα πλαίσια αυτά, από νομικής απόψεως, θεωρούμε ότι τα κόμματα και τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων διαθέτουν άμεσο ηθικό έννομο συμφέρον είτε να παρέμβουν στη σχετική διαδικασία είτε να στραφούν απευθείας κατά των Siemens AG και ΣΗΜΕΝΣ Α.Ε ζητώντας την πλήρη και άμεση παροχή των εις χείρας τους αποδείξεων για παράνομες χρηματοδοτήσεις πολιτικών και κομμάτων στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό λαμβάνω την τιμή, ενεργώντας για λογαριασμό όλων όσων συμφωνούν με τα παραπάνω και το συνημμένο κείμενο, να σας κοινοποιήσω την παρούσα, παρακαλώντας για τις όποιες τυχόν παρατηρήσεις σας και θέτοντας στη διάθεσή σας, άνευ αμοιβής ή δαπάνης, τις υπηρεσίες όλων όσων θα δεχτούν να ενταχθούν στην ομάδα που θα υποστηρίξει την ευδοκίμησή της. Με τιμή" ENΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (ΓΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ) Χάρη Οικονομόπουλου του Αθανασίου, Έλληνα πολίτη και φορολογουμένου, κατοίκου Αθηνών και επί της οδού Κουμπάρη 4, (ακολουθούν ονόματα) ΚΑΤΑ Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Siemens AG που εδρεύει στο Μόναχο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και επί της Wittelsbacherplatz 2 με αριθμό φορολογικού μητώου φ.π.α DE 129274202, όπως εκπροσωπείται νόμιμα Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΣΗΜΕΝΣ ΑΕ Ηλεκτροτεχνικών Έργων και Προιόντων» που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής επί της οδού Αρτέμιδος 8, τ.κ.15125, όπως εκπροσωπείται νόμιμα. (-) 1. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων (παρ. 2, αρ. 120 του Συντάγματος). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 120 παρ. 2 του Συντάγματος περιλαμβάνεται μεταξύ των εγγυητικών θεσμών προστασίας του Συντάγματος (πρβλ. Δ.Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τομ. Α’ 1994, σελ 246 επόμ. Σ. 248) και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο του κατά το άρθρο 59 παρ.1 του Συντάγματος όρκου των βουλευτών για πίστη στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους και ευσυνείδητη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Εξάλλου, στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «To Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος, που επιβάλλει τον από μέρους της Πολιτείας σεβασμό της ανθρώπινης προσωπικότητας και χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου, προκύπτει μία αμφίδρομη σχέση εκατέρωθεν υποχρεώσεων μεταξύ του Κράτους και των πολιτών. Ειδικότερα, κατ’ επίκληση της απορρέουσας από την ως άνω διάταξη του άρθρου 120 παρ.2 Σ. επιταγή, προκύπτει, καταρχάς, υποχρέωση των πολιτών να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους, να προασπίζουν την Πατρίδα και τη Δημοκρατία, καθώς επίσης, κατά το άρθρο 25 παρ. 4 Σ., να ανταποκρίνονται στην εκπλήρωση του χρέους της εθνικής αλληλεγγύης, όποτε το Κράτος το αξιώσει. Από την άλλη πλευρά, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της Πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται, πρωτίστως, η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό αίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η Πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα οφείλουν να σέβονται και να προστατεύουν την αξία αυτή από προσβολές (πρβλ. ΑΠ Ολ. 40/1998). 2. Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος: «Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, των υποψηφίων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών. Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προυποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου». Πράγματι, όπως γίνεται δεκτό, η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών αποτελεί ουσιώδες ζήτημα για την λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος και την διαφάνεια της πολιτικής ζωής της χώρας. Με την ως άνω συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 29 παρ.2 του αναθεωρημένου Συντάγματος, στην οποία υπάρχει επιφύλαξη νόμου για τη διατύπωση των σχετικών οικονομικής ενίσχυσης των εκλογικών και λειτουργικών δαπανών των πολιτικών κομμάτων, ανήχθη πλέον σε συνταγματική αρχή η υποχρέωση διαφάνειας ως προς τις δαπάνες και εν γένει την διαχείριση των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών (πρβλ. Εισηγητική Έκθεση ν. 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών», οι ρυθμίσεις του οποίου εξειδκεύθηκαν με τις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότησή του Υπουργικές Αποφάσεις (ενδεικτικά, Υ.Α. 9226/14.2.2008, σχετικά με την κατανομή κρατικής οικονομικής ενίσχυσης έτους 2008 στα δικαιούχα κόμματα, ΦΕΚ Β΄245/2008, Υ.Α. 47233/21.8.2007, σχετικά με τον καθορισμό κατηγοριών των παροχών και διευκολύνσεων, οι οποίες συνυπολογίζονται στις εκλογικές δαπάνες των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών και των υποψηφίων βουλευτών, ΦΕΚ Β’1655/2007). Σύμφωνα με την παρ. 1 του 7ου άρθρου ν. 3023/2002 («Περί Χρηματοδοτήσεως των Πολιτικών Κομμάτων») «Απαγορεύεται η χρηματοδότηση και κάθε είδους παροχές προς τα κόμματα και τους υποψήφιους βουλευτές από Νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου». 3. Σύμφωνα με το νόμο 5227 της 26.8.1931 «Περί Μεσαζόντων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «...Είναι άκυρη ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη και ουδέν συνεπάγεται αποτέλεσμα κάθε συμφωνία κατά την οποία το έτερο των μερών αντί ορισμένης αμοιβής ή με ποσοστό αναδέχεται όπως, καθ΄οιονδήποτε τρόπο, επιτύχει ή συντελέσει στην σύναψη μετά του Δημοσίου ή Δήμου ή Κοινότητας ή Κρατικής επιχειρήσεως ή μονών ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου σύμβαση με οιοδήποτε αντικείμενο ή περιεχόμενο...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του ιδίου νόμου «...Οσάκις εγένετο κάποια από τις εκ του πρώτου άρθρου συμφωνίες, εάν η συνομολογηθείσα μετά του Δημοσίου ή των εν αυτώ άρθρω νομικών προσώπων σύμβασις οφείληται κυρίως ή υπήρξε αποτέλεσμα της ψήφου ή ενεργείας των εν τω εδαφ.β του άρθρου 1 προσώπων ή της ασκηθείσης παρά των εν εδαφ. α’ προσώπων επιρροής ή της απομακρύνσεως των εν εδαφ. Γ προσώπων το Δικαστήριο μετά από αίτηση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δύναται να κηρύξει εν όλω ή εν μέρει άκυρη την σύμβασ η». Ειδιότερα επί των ανωτέρω, στην ΠολΠρωτΠειραιά 425/1995 γίνεται δεκτό ότι με την διάταξη του άρθρου 1 εδ. α’ του ν. 5227/1931, «.... αποδοκιμάζεται το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της συμφωνίας των διαδίκων, η οποία καταρτίστηκε ενάντια στις επιταγές της, ως άνω διάταξης, εφόσον με αυτήν αποσκοπείται ο αποκλεισμός της μεσολάβησης προσώπων, αντί αμοιβής, για την επίτευξη κάποιας σύμβασης με το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή να προκληθεί στα ως άνω πρόσωπα ή στους υπαλλήλους ή στα όργανά της οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη από την οποία εξαρτάται παράνομο και υπερβολικό κέρδος. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση ανεξάρτητα από την κατάρτιση οποιασδήποτε σύμβασης με το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. Ο απώτερος σκοπός της είναι η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αντικειμενική λειτουργία της διοίκησης χωρίς αμειβόμενες παρεμβάσεις, και στην εξυπηρέτηση των πολιτών, χωρίς να ευνοούνται εκείνοι που διαθέτουν επιρροή ή δύναμη», καθώς και ότι «...Θεσπίζεται δηλ. μία απαγορευτική διάταξη, η συνέπεια της οποίας είναι η απόλυτη ακυρότητα της συμφωνίας, σε αντίθεση με τη σύμβαση που τελικά επιτυγχάνεται για την οποία δημιουργείται σχετική ακυρότητα μόνον υπέρ του Δημοσίου (βλ. την έκθεση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δικαιοσύνης στην ερμηνεία του Ν 5227/31, Κώδιξ Θέμιδος έτος 1931 σελ. 749)». Επίσης, σύμφωνα με την ΕφΑθ 4644/2006, οι διατάξεις των αρ. 1 και 11 του ν. 5227/31 «... θεσπίστηκαν με σκοπό την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αντικειμενική έναντι πάντων λειτουργία της Διοικήσεως, χωρίς αμειβόμενες παρεμβάσεις και στην εξυπηρέτηση των πολιτών χωρίς διακρίσεις και εύνοιες για εκείνους που διαθέτουν επιρροή ή δύναμη και τον αποκλεισμό, για το λόγο αυτό της μεσολαβήσεως, αντί αμοιβής, προσώπων προς επίτευξιν κάποιας συμβάσεως με το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή για την ενέργεια ή παράλειψη από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους ... οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως» (βλ. στις εισηγητικές εκθέσεις του ανωτέρω νόμου (5227/ 1931) Κωδ. Θεμ. έτους 1931, σ. 749-758). Οι διατάξεις αυτές, του ν. 5227/1931, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του εδαφίου β' της § 1 του άρθρου 1 και των άρθρων 12 και 13 αυτού (του νόμου), όπου γίνεται ρητός λόγος για, «υπάλληλο ή αντιπρόσωπο ή όργανο του Δημοσίου ή των ανωτέρω νομικών προσώπων ή φέροντα αιρετόν αξίωμα», εφαρμόζονται και όταν ακόμη, όλοι οι συμβαλλόμενοι είναι ιδιώτες, αρκεί η συμφωνία (δικαιοπραξία) τους, να αφορά σύμβαση κάποιου από αυτούς με το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. κ.λπ. (όπως στο νόμο αυτόν), δηλαδή και όταν ακόμη ο υπαίτιας της προβλεπόμενης από το άρθρο 11 του ν. 5227/1931 αξιόποινης πράξεως είναι ιδιώτης και μάλιστα, χωρίς να εξετάζεται από το δικαστήριο αν ο υποσχόμενος ότι, θα επιτύχει ή θα συντελέσει στην κατάρτιση της συμβάσεως με το Δημόσιο κ.λπ., ως άνω, μπορεί να επηρεάσει σχετικώς, τους αρμοδίους ή είναι ανίκανος, προς τούτο, αρκεί μόνον η γενόμενη παράσταση να είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη οποιασδήποτε αμοιβής ή ανταλλάγματος ή υποσχέσεως καταβολής αμοιβής (βλ. ΑΠ (προεδρική) 30/1963 ΝοΒ 11. 1072, ΑΠ 587/1994 ΝοΒ (1994). 1057, 1058, 1059, ΑΠ 28/1960 ΝοΒ 8. 828, ΕφΠειρ 104/1997 ΕλλΔνη 38. 1887, ΕφΠειρ 337/1996 ό.π., καθώς και ΑΠ 423/1998 ΠοινΔικ (1998). 545, ΑΠ 587/1994 ΠοινΧρ ΜΔ΄ 647, ΑΠ 1067/1976 ΠοινΧρ ΚΘ΄ 222, ΑΠ 294/1978 ΝοΒ 42. 1057 και στις Εισηγ. Εκθέσεις του νόμου αυτού ό.π. σ. 749, 751, 753, 754).» Για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος του αρ. 1 του ν. 5227/31, βλ. ακόμη, ΑΠ 1547/87, ΑΠ 505/05. 4. Είμαστε Έλληνες πολίτες. Ασκούμε από της ενηλικιώσεώς μας μέχρι σήμερα ανελλιπώς το δικαίωμα ψήφου στις εθνικές εκλογές. Ως φορολογούμενοι έχουμε μέχρι σήμερα καταβάλει στο Δημόσιο κάθε προβλεπόμενο φόρο εισοδήματος φυσικού προσώπου καθώς και κάθε άλλο προβλεπόμενο εκ της νομοθεσίας φόρο. 5. Η πρώτη των καθ’ ών είναι ανώνυμη εταιρεία επικεφαλής ομίλου εταιρειών που δραστηριοποιείται παγκοσμίως, θεωρούμενος μάλιστα ως κορυφαίος σε διάφορους κλάδους, στους τομείς της αυτοματοποίησης και ελέγχων, ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, ιατρικών εφαρμογών κ.α. ΄Εχει, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες ενοποιημένες λογιστικές καταστάσεις της στο δίκτυο Bloomberg, κύκλο εργασιών από τον Σεπτέμβριο 1988 έως σήμερα ύψους Eνός Τρισεκατομμυρίου Εκατόν Σαράντα Δισεκατομμυρίων Επτακοσίων Πέντε Εκατομμυρίων Εξακοσίων Εξήντα Χιλιάδων Ευρώ (€1,140,705,660,000) και κέρδη Σαράντα Δισεκατομμυρίων Τριανταδύο Εκατομμυρίων Τριακοσίων Τριάντα Έξι Χιλιάδων Επτακοσίων Ευρώ (€40,032,336,700). Διατηρεί παρουσία στην Ελλάδα ήδη από το 1900, οπότε και εκπροσωπείτο από αντιπρόσωπο. Η δεύτερη των καθ’ ών είναι θυγατρική της πρώτης και δραστηριοποιείται ως αυτοτελής ανώνυμη εταιρεία στην Ελλάδα από το 1964. Ο κύκλος εργασιών της, με βάση τις δημοσιοποιημένες λογιστικές καταστάσεις της από το 1999 μέχρι και το 2007, είναι ύψους Δύο Δισεκατομυρίων Εξακοσίων Πενήντα Ενός Εκατομμυρίων Εκατόν Πενήντα Επτά Χιλιάδων Τετρακοσίων Τριαντατριών Ευρώ (€2,651,157,433) και τα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των Εκατόν Επτά Εκατομμυρίων Εξακοσίων Εβδομήντα Χιλιάδων Οκτακοσίων Ευρώ (€107,670,800). Ο ανωτέρω κύκλος εργασιών αφορά την παροχή υπηρεσιών και την πώληση προιόντων τόσο προς το Δημόσιο και ΝΠΔΔ, όσο και προς ιδιώτες. Η δεύτερη των καθ’ ών είχε, από το 1999 έως το 2005, σύμφωνα με τα κοινά τοίς πάσι δημοσιεύματα του Τύπου και τις δημοσιευμένες καταθέσεις των αρμοδίων στελεχών της πρώτης των καθ’ ών, την μεγαλύτερη ανάπτυξη και κερδοφορία από όλες τις θυγατρικές της πρώτης των καθ’ ών στην Ευρώπη. 6. Η πρώτη και η δεύτερη των καθ’ ών, στα πλαίσια δικαστικής έρευνας που διεξάγεται στη Γερμανία από το φθινόπωρο του 2006, έρευνα η οποία κατέληξε ακόμη και σε συλλήψεις ανωτάτων στελεχών της την 16η Νοεμβρίου 2006 – όπως των ανωτάτων στελεχών όπως και μελών του διοικητικού συμβουλίου της Siemens Com και μετέπειτα διαχειριστών των «μαύρων ταμείων» της Michael Jorg Kutschenreuter («Κουτσενρόιτερ») και του Reinhard Herbert Siekaczek («Σίκατσεκ»), από το 2001 έως το 2005 - και σύμφωνα με στοιχεία που έχουν μέχρι σήμερα δημοσιοποιηθεί από δημοσιογραφικές έρευνες στην Ελλάδα και δεν έχουν διαψευσθεί από οιαδήποτε των καθ’ ών (λ.χ. Αρ. Μπουγάτσου εφ. «Ελευθεροτυπία», 7.6.08, σελ. 21-22 και 35-36 κ.α.) - προσομοιάζοντας δια της επί μακρόν εντάσεως, της επαναλήψεως και του εύρους της αναφοράς τους από κάθε ηλεκτρονικό ή έγγραφο ΜΜΕ στην Ελλάδα σε κοινά πασίδηλα – φέρονται να έχουν ομολογήσει, δι αρμοδίων εκπροσώπων τους, ότι, τουλάχιστον από το 1994 και εντεύθεν, μετήλθαν απατηλών μέσων για την «καλλιέργεια του πολιτικού τοπίου στην Ελλάδα» αναφορικά με την επιτυχή συμμετοχή της δεύτερης εξ αυτών σε διαγωνισμούς δημοσίων προμηθειών και την ανάληψη δημοσίων έργων προμήθειας υλικών και παροχής υπηρεσιών αξίας τουλάχιστον Οκτακοσίων Ογδόντα Εκατομμυρίων Ευρώ (€880.000.000), καταβάλοντας ως «προμήθεια» σε κρατικούς λειτουργούς, πολιτικά κόμματα και πολιτικούς ποσοστά επί της αξίας κάθε σχετικού έργου δημόσιας προμήθειας δέκα επί τοίς εκατό (10%). Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τα κατατεθέντα στην Γερμανική δκαιοσύνη στοιχεία, υπερβαίνει το ποσό των Εκατό Εκατομμυρίων Ευρώ (€100.000.000) (Πασχ. Μανδραβέλης «Απογραφές», εφ. Καθημερινή, 2.7.08). Το ποσό που έχει καταβληθεί από το 2001 έως το 2003 για τις ανωτέρω παράνομες χρηματοδοτήσεις ελληνικών κομμάτων στην Ελλάδα και για δωροδοκίες , σύμφωνα με την ομολογία του διαχειριστή των σχετικών κονδυλίων Ρ. Σίκατσεκ, για την περίοδο από 2001-2005 και κατηγορουμένου στην Γερμανία για τα αδικήματα της απιστίας και της διαφθοράς για δωροδοκίες σε πολλές από τις 160 χώρες στις οποιές δραστηριοποιείται η πρώτη των καθ’ ών, υπερβαίνει τα Δεκαπέντε Εκατομμύρια Ευρώ (€15.000.000) («Πολιτικά Θέματα», 16.6.08, σελ. 17 με τίτλο «Χωριστά οι πληρωμές των υπουργών»). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο με βάση το οποίο ο Ρ.Σίκατσεκ δικάζεται στην Γερμανία, τα έξι από τα πενηνταοκτώ εντοπισθέντα «μαύρα» εμβάσματα που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν αφορούν τη σύμβαση ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας «C4I». 7. Εδραία είναι η πεποίθηση ότι η πρακτική αυτή ακολουθείτο στην Ελλάδα υπό των ανωτέρω καθών, αλλά όχι μόνο υπό των ανωτέρω καθ’ ών, τουλάχιστον από το έτος 1985, οπότε και μετά από την απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου (ΚΥΣΥΜ) ελήφθη απόφαση για την επιλογή των τεχνολογιών Siemens και Ericsson ως των δύο μοναδικών τεχνολογιών με βάση τις οποίες θα ψηφιακοποιείτο το δίκτυο του ΟΤΕ – εδραιώνοντας με τον τρόπο αυτό στον ΟΤΕ «δυοπώλιο» των εταιρειών Siemens και Intracom, της δεύτερης ενεργώντας ως αντιπροσώπου της Ericsson . Με βάση την ανωτέρω πολιτική απόφαση του ΚΥΣΥΜ οι καθ’ ών ανέλαβαν μεγάλο τμήμα του εξοπλισμού της μεγαλύτερης έως πρόσφατα Ελληνικής Εταιρείας Παροχής Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών, του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος, εταιρείας που μέχρι το 2000 ασκούσε ουσιαστικά την ανωτέρω επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα ως «μονοπώλιο». Κρίνοντας από την αξία των προγραμματικών συμφωνιών του ΟΤΕ περιόδου 1997-2002, η αξία των οποίων ανήλθε σε Οκτακόσια Ογδόντα Εκατομμύρια Ευρώ (€880.000.000), τα ποσά με τα οποία οι καθ΄ ών «χρηματοδότησαν» – στην συνείδηση του εκλογικού σώματος «δωροδόκησαν» - από αυτές τις προγραμματικές συμβάσεις εκσυγχρονισμού του ΟΤΕ περιόδου 1997-2002 και μόνο – ανέρχεται, με βάση το ομολογηθέν υπό του Ρ. Σίκατσεκ «ποσοστό 10%», στο ποσό των Ογδοντα Οκτώ Εκατομμυρίων Ευρώ (€88.000.000). Το σύνολο, όμως, της αξίας των προμηθειών εξοπλισμού και υπηρεσιών του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα στην Ελλάδα, περιλαμβάνοντας σε αυτό και τις Δ.Ε.ΚΟ, με απευθείας, κατα κύριο λόγο, αναθέσεις προς την δεύτερη των καθ’ ών από το1997 και εντεύθεν, ανέρχεται στο ποσό των Τριών Τρισεκατομμυρίων Δραχμών, ήτοι στο ισόποσο των Οκτώ Δισεκατομμυρίων Οκτακοσίων Τεσσάρων Εκατομμυρίων Εκατόν Οκτώ Χιλιάδων Πεντακοσίων Ογδόντα Τεσσάρων Ευρώ (€8,804,108,584) (βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 7.6.08, σελίδα 21). Εάν η δωροδοκία κρατικών αξιωματούχων, κομμάτων και εκάστοτε εν ενεργεία πολιτικών με ποσοστό δέκα επί τοίς εκατό (10%) επί κάθε έργου ήταν, σύμφωνα με την κατάθεση του Ράινχαρτ Σίκατσεκ, τέως νομίμου εκπροσώπου της α’ εναγομένης, «πάγια επιχειρηματική πρακτική» στην Ελλάδα, το ποσό το οποίο έχει κατά τις ανωτέρω μαρτυρίες διοχετευθεί και διαχυθεί σχετικά σε Ελληνικα πολιτικά κόμματα, σε κρατικούς αξιωματούχους και αιρετούς εκπροσώπους μας ως Ελλήνων πολιτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο - με την ιδιότητα των ανωτέρω ως άμέσων ή εμμέσων διαχειριστών δημοσίου χρήματος – από το 1997 και εντεύθεν, υπερβαίνει το ποσό των Οκτακοσίων Ογδόντα Εκατομμυρίων ευρώ (€880.000.000). Μέχρι σήμερα, από τα δημοσιοποιηθέντα στοιχεία, έχουν εντοπιστεί εκ των από το 1997 πιθανολογουμένων με βάση τα ανωτέρω δωροδοκιών, ποσά μικρότερα κατ’ άθροισμα από αυτό των δεκαπέντε εκατομμυρίων ευρώ (€15.000.000). Έχει, δηλαδή, δεί μέχρι σήμερα – και μέχρις ενός σημείου και μόνο – το «φως» ποσοστό περί του 1.7% των συνολικών, με βάση τους ανωτέρω υπολογισμούς , «ενισχύσεων». Η ομολογημένη και δημοσιοποιηθείσα για την υπερδεκαπενταετή περίοδο που αφορά η διεξαγόμενη δικαστική έρευνα «πρακτική» της πρώτης και δευτέρας των καθ’ ών , όπως αυτές ενεργούσαν δια των νομίμων εκπροσώπων τους , η οποία είναι πασίδηλα πλέον γνωστή στην Ελλάδα και διεθνώς ως το «σκάνδαλο Siemens», συνιστά την αντικειμενική υπόσταση πλήθους παρανόμων πράξεων οι οποίες φέρουν εκ του νόμου βαρύτατο κακουργηματικό χαρακτήρα, όπως επιβεβαιώνεται και από την αμέσως κατωτέρω αναφερόμενη ποινική δίωξη «in rem » που ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2008. 8. Στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διεξήχθη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Παν. Αθανασίου μετά από την από Απριλίου 2005 παραγγελία του Προισταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών με αφορμή δημοσίευμα της εφημερίδας «Αυριανή» που αναφέρετο στην προμήθεια του συστήματος ασφάλειας του Δημοσίου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας «C4I» και μετά από την διαταγή του Δεκεμβρίου 2006 του προισταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών για συμπληρωματική έρευνα με αφορμή δημοσιεύματα του Τύπου αναφερόμενα σε «μίζες» που διοχετεύθηκαν από την Siemens AG προκειμένου να εξασφαλιστούν μεγάλα συμβόλαια σε διάφορες ευρωπαικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ασκήθηκε την 1η Ιουλίου 2008 ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου («in rem») για τέσσερα κακουργήματα εις βάρος του Δημοσίου και του ΟΤΕ, ειδικότερα για τα κακουργήματα της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, της ηθικής αυτουργίας σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και της άμεσης συνέργειας στην ίδια πράξη ( Εύα Καραμανώλη και Τάσος Τέλλογλου, εφημ. «Καθημερινή», 2 Ιουλίου 2008, σελ. 4). Ειδικότερα, τόσο η δημοσιογράφος Αριστέα Μπουγάτσου από τις στήλες της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» όσο και ο δημοσιογράφος Τ. Τέλλογλου από τις στήλες της εφημερίδας «Καθημερινή» και τηλεοπτικές εκπομπές στον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΙ» και αλλού, καθώς και το σύνολο των εγκυροτέρων δημοσιογράφων και ΜΜΕ, έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στο ανωτέρω σκάνδαλο με σωρεία αποκαλύψεων που, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουν διαψευσθεί. 9. Η πληρωμή οιωνδήποτε αμοιβών ή τιμήματος από οιαδήποτε των καθ’ ών προς οιονδήποτε ενήργησε ή παρουσιάστηκε ότι ενήργησε εκ μέρους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τα οποία χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προυπολογισμό ή τα οποία άντλησαν από το 1993 και εντεύθεν κεφάλαια από αυτό ως μέτοχο, χρηματοδοτήθηκε κατά το λόγο που οι ανωτέρω από εμάς καταβληθέντες φόροι αναλογούν στα δημόσια έσοδα της περιόδου και από τους φόρους που καταβάλαμε, έχουμε δε εκ του λόγου αυτού πρόσθετο έννομο συμφέρον να πληροφορηθούμε τί τμήμα εκ των ανωτέρω από εμάς καταβληθέντων φόρων ή τί ποσοστό αυτών διοχετεύθηκε από τις εναγόμενες σε παράνομες πληρωμές προς τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του Ν.5227/1931 «Περί Μεσαζόντων». 10. Η έκταση και χρονική διάρκεια της διάπραξης των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων εξ επαγγέλματος και κατά συνήθεια από άτομα που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για την διάπραξή τους εκ νέου στο μέλλον, τόσο από την πλευρά των δωροδοκούντων όσο και από την πλευρά των εκάστοτε δωροδοκουμένων, το εύρος του αντικειμένου το οποίο κατακυρώθηκε προς τις εναγόμενες από το 1997 έως το 2002 με βάση και μόνο τις σχετικές προγραμματικές συμφωνίες εξοπλισμού του ΟΤΕ, το συνολικό εύρος των δημοσίων προμηθειών που από το 1986 μέχρι σήμερα υπερβαίνει σε ποσό αρκετά τρισεκατομμύρια δραχμές, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχει κατατεθεί και δημοσιοποιηθεί, τουλάχιστον από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγόμενης Ρ. Σίκατσεκ, χωρίς να έχει πλήρως αποδειχθεί, ότι δια του προιόντος των ανωτέρω παρανόμως κατακυρωθέντων προς τις εναγόμενες δημοσίων διαγωνισμών χρηματοδοτήθηκαν παράνομα σε κομματικό επίπεδο τουλάχιστον το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, καθώς και «μετά την πρόταση Έλληνα συνεταίρου τους» ένα μικρό κόμμα που συμμετείχε στις εκλογές του 2000 και το οποίο έχει πλέον διαλυθεί, η αναφορά σε παράνομη χρηματοδότηση πλήθους κρατικών λειτουργών, διαχειριστών δημόσιας περιουσίας, υπουργών και βουλευτών και η ομολογία μέχρι στιγμής κάποιων εξ αυτών - με σημαντικότερη αυτή του Θεόδωρου Τσουκάτου, ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής το έτος 1996 της εκστρατείας εκλογής του ήδη, τότε, Πρωθυπουργού κ, Κώστα Σημίτη, ως Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Διευθυντής του γραφείου του και Βουλευτής επικρατείας του ΠΑ.ΣΟ.Κ, επονομάζετο δε και «στρατηγός» και επί πολλά έτη «αντ΄αυτού» του τ. Πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη – καθιστά πλέον ή βέβαιο ότι η ανωτέρω παράνομη πρακτική δεν ήταν μεμονωμένη ή σποραδική αλλά συχνή και ευρεία. Καθιστά σχεδόν αναμφίβολο ότι από τις ανωτέρω κατ’ επάγγελμα, κατ’ επανάληψη, με οργανωμένο τρόπο και από «συμμορία» κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 5 του αρ 187 ΠΚ ωφελήθηκε παράνομα τουλάχιστον το ΠΑΣΟΚ - πολιτικό κόμμα που άσκησε κυβερνητική εξουσία από τον Οκτώβριο του 1981 έως τον Μάρτιο του 1989 και από τον Οκτώβριο 1993 έως το Μάρτιο του 2004 και στην κοινοβουλευτική δύναμη του οποίου ανήκουν σήμερα 102 βουλευτές, άλλως πρόσωπα τα οποία εφέροντο και ευλόγως εκλαμβάνονταν ότι ενεργούσαν για λογαριασμό του - και, ενδεχομένως, η Νέα Δημοκρατία - κόμμα το οποίο από το 2004 και εντεύθεν πλειοψηφεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με 151 βουλευτές και από το οποίο, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, προέρχεται το εν ενεργεία υπουργικό συμβούλιο και το σύνολο των υπολόγων διαχείρισης δημοσίου χρήματος - άλλως, εάν δεν ωφελήθηκε η Νέα Δημοκρατία, πρόσωπα τα οποία εφέροντο και ευλόγως εκλαμβάνοντο ότι ενεργούσαν για λογαριασμό της. 11. Επειδή έχουμε ως Έλληνες πολίτες, οι οποίοι ασκούμε διαρκώς το δικαίωμα ψήφου στις εθνικές εκλογές, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον να πληροφορηθούμε, ανεξάρτητα από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της όποιας σε εξέλιξη δικαστικής διερεύνησης των ανωτέρω υποθέσεων, ποιά μέλη της Βουλής των Ελλήνων έχουν, τυχόν, καταστεί μέχρι σήμερα αποδέκτες οιασδήποτε φύσεως παροχής ή χρηματισμού από τις εναγόμενες, ώστε να γνωρίζουμε ποιούς θα πρέπει να μην ψηφίσουμε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, εφόσον κατέλθουν εκ νέου ως υποψήφιοι. 12. Επειδή, σε κάθε περίπτωση, είναι βεβαία η συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής προ του Ιουνίου 2009 σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τις δημόσιες δηλώσεις του Πρωθυπουργού και Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κώστα Καραμανλή, του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Γιώργου Παπανδρέου, της Γραμματέως του ΚΚΕ κας Αλέκας Παπαρήγα, του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α κ. Αλέκου Αλαβάνου και του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ. κ. Γιώργου Καρατζαφέρη, ήτοι τις δημόσιες δηλώσεις των αρχηγών του συνόλου των κομμάτων τα οποία διαθέτουν σήμερα κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην Βουλή των Ελλήνων. Επειδή είναι, σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα αποκαλύψεις, εξαιρετικά πιθανή ακόμη και η σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος. 13. Επειδή, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος: « Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατα όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει». Σύμφωνα μάλιστα με την επόμενη παράγραφο 2 , δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των ανωτέρω προσώπων, ενώ «αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης ή προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προγούμενης παραγράφου (1), αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Κατ΄εξουσιοδότηση της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 86 παρ.1 Σ εκδόθηκε ο ν.3126/2003 «Ποινική ευθύνη των Υπουργών» (ΦΕΚ Α’ 66), προκειμένου να προσαρμοστεί η έως τότε υφιστάμενη νομοθεσία (ν. 2509/1997) προς το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 86 Σ., όπως μεταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Έτσι, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος και του ν. 3126/2003 προκύπτει ότι οι δικαστικές αρχές δεν επιτρέπεται να ενεργήσουν προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση κατά Υπουργού, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, για πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκδικάζονται από το προβλεπόμενο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρα 86 του Συντάγματος και παρ. 1 και 2 ως άνω νόμου), παρά μόνον δύνανται να διενεργούν έρευνα για την τυχόν διάπραξη οιουδήποτε ποινικού αδικήματος, είτε αυτοτελώς είτε κατα συμμετοχή από άλλα πρόσωπα (άρθρο 4 παρ. 3 ως άνω νόμου) (πρβλ. και υπ’ αρ. 4/2003 εγκύκλιο Εισαγγελέα ΑΠ). 14. Επειδή συμμέτοχοι στις ανωτέρω παράνομες πράξεις είναι, εάν όχι πλέον ή βέβαιο, πάντως σφόδρα πιθανό, ότι διατηρούνται και, πιθανότατα, σε μεγάλο αριθμό στα έδρανα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, τα μέλη δε αυτά θα μπορούν να επηρεάσουν με την ψήφο τους την λήψη περί απόφασης σύστασης Εξεταστικής ή Προανακριτικής Επιτροπής, τα σχετικά πορίσματα και την διαλεύκανση τουλάχιστον της προρρηθείσας υπόθεσης “Siemens”. 15. Eπειδή σύμφωνα με τα ανωτέρω η Βουλή ενεργεί ως δικαστήριο, κατά την έννοια του 6ου άρθρου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου πρέπει να ενεργεί και να πείθει ότι ενεργεί ως δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο (22.10.84 “Σράμεκ κατα Αυστρίας”, 23.4.87 “Ettl κατά Αυστρίας” και 28.9.95 “Prokola κατα Λουξεμβούργου”), απαγορεύοντας ως μη νόμιμη την ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης (28.3.00 «Δημήτριος Γεωργιάδης κατά Ελλάδος»). 16. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 902 του Αστικού Κώδικα, «όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο ... πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση ... για το συμφέρον του ή με μεσολάβηση τρίτου», η δε «επίδειξη του πράγματος ή του εγγράφου γίνεται στον τόπου που βρίσκεται κατά το χρόνο της αίτησης, εκτός εάν ο ένας ή ο άλλος αξιώσει για σπουδαίο λόγο την επίδειξη αλλού» (903 ΑΚ). 17. Επειδή έχουμε άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον η ανωτέρω πληροφόρηση να μην περιέλθει μόνο σε εμάς προσωπικά αλλά συντρέχει σπουδαίος λόγος αυτή να δημοσιοποιηθεί ευρύτατα στην Ελλάδα ώστε να μην συμμετάσχουν - είτε λόγω της εκ της δημοσιότητος βεβαίας παραιτήσεώς τους, άλλως λόγω της εκπεφρασμένης πρόθεσης αποκλεισμού τους από τους αρχηγούς των κομμάτων στην κοινοβουλευτική δύναμη των οποίων ανήκουν - στην σύνθεση Εξεταστικής ή Προανακριτικής Επιτροπής βουλευτές περί των οποίων οι εναγόμενες γνωρίζουν και διαθέτουν στοιχεία ότι παράνομα κατέστησαν αποδέκτες χρηματικών ποσών ή παροχών, γεγονός το οποίο νοθεύει την κρίση τους και δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων που, ανθρωπίνως, εμποδίζει την κατα συνείδηση ψήφο τους. 18. Επειδή έχουμε έννομο συμφέρον ως συνεισφέροντες κατά την παράγραφο 5 του 4ου άρθρου του Συντάγματος στα δημόσια βάρη να παύσει πλέον, εάν πράγματι ακολουθείται, η προρρηθείσα παράνομη πρακτική επίορκων κρατικών λειτουργών, βουλευτών, τυχόν υπουργών και κομματικών σχηματισμών, πρακτική η οποία, όπως προκύπτει από το δημοσιοποιηθέν εύρος, ένταση και μακροχρόνια εφραμογή της, συνιστά κατά την άποψή μας απειλή κατά του Πολιτεύματος δια του σφετερισμού της λαικής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν, η δε τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει. 19. Επειδή έχουμε έννομο συμφέρον ως Έλληνες πολίτες να περιορίσουμε, δια της πλήρους πληροφορήσεως, την συλλογική απαξίωση και ισοπέδωση των κομμάτων ως συνταγματικά κατ΄άρθρο 29, παρ, 1 Σ. κατοχυρωμένων θεσμικών σχηματισμών, «...η οργάνωση και η δράση των οποίων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ...», εξακριβώνοντας τις παραβατικές δραστηριότητες συγκεκριμένων προσώπων οι οποίες σήμερα, σύμφωνα με όλες τις δημοσιοποιούμενες μετρήσεις της κοινής γνώμης, χαρακτηρίζουν και απαξιώνουν συλλήβδην το σύνολο των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, δημιουργώντας προυποθέσεις ευκαιριών ουσιαστικής εκτροπής του πολιτεύματος. 20. Επειδή συντρέχει περίπτωση κατεπείγοντος που συνηγορεί στην αποδοχή της παρούσας αίτησης με διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, δοθέντος ότι είναι πιθανή και επικειμένη, εάν όχι η διενέργεια εκλογών, τουλάχιστον η εκ μέρους της Βουλής συγκρότηση Εξεταστικής ή Προανακριτικής Επιτροπής, ενόψει και του καθημερινού μεγάλου δημοσιογραφικού θορύβου και της καθημερινής διαρροής κρισίμων στοιχείων της υποθέσεως στον Τύπο, ώστε να επιβάλλεται η κατά την διαδικασία της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων έκδοση απόφασης του δικαστηρίου Σας επί του παρόντος αιτήματος που να διατάσσει την επίδειξη κρισίμων εγγράφων στοιχείων εκ μέρους των καθ’ ών εταιρειών, η εκ μέρους μας δε εκτίμηση των οποίων, ως αιτούντων με έννομο συμφέρον, θα διασφαλίσει τα αναφερόμενα στο κείμενο της παρούσας αίτησης δικαιώματά μας. 20. Με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας να απαιτήσουμε αφενός να τιμωρηθεί – παραδειγματικά - ο κάθε συμμέτοχος στα ανωτέρω κακουργήματα και αφετέρου να παύσει άμεσα η προσβολή και να ασκηθούν όλα τα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιώματα του Δημοσίου και των θιγέντων προσώπων (κρατικών επιχειρήσεων κατά την έννοια του ν. 5227/1931 «Περί Μεσαζόντων» και/ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) για την δήμευση κάθε ποσού ή περιουσίας που περιήλθε σε οιονδήποτε αυτουργό, συμμέτοχο ή συνεργό των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων και για την ακύρωση των, έστω και εκτελεσθεισών, σχετικών συμβάσεων, απαιτώντας από το Δημόσιο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τους νομίμους εκπροσώπους των θιγέντων να στραφούν, όπως εκ του νόμου υποχρεούνται να στραφούν, κατά των καθ’ων η παρούσα αίτηση και να διεκδικήσουν δικαστικά την επιστροφή κάθε ποσού που αυτές εισέπραξαν για την εκτέλεση των ανωτέρω ακυρωτέων κατά τον νόμο συμβάσεων, Για τους λόγους αυτούς Και όσους επιφυλασσόμαστε να προστεθούν προ και κατά την συζήτηση της παρούσας ΖΗΤΟΥΜΕ Ι. Να καταδικαστούν οι καθ’ ών, εντός τριών ημερών από της κοινοποιήσεως προς αυτές της σχετικής απόφασής Σας, να δημοσιοποιήσουν με δαπάνη τους: Με ολοσέλιδες καταχωρίσεις στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο περιοδικό τύπο και με πληρωμένες καταχωρίσεις τους σε όλα τα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας που λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα, με ρητή αναφορά: |