21 Ιουνίου 2013

Πληροφορίες για την Καλλιέργεια αρωματικών Φυτών.





Πληροφορίες για την Καλλιέργεια αρωματικών Φυτών.

Ευκαιρία για συμπληρωματικό εισόδημα 
αποτελούν τρία αρωματικά φυτά, η καλλιέργεια των οποίων εμφανίζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης.

Ο λόγος για τις εναλλακτικές καλλιέργειες των γνωστών φυτών -θυμάρι, χαμομήλι, λεβάντα-, οι αποδόσεις των οποίων σε έσοδα φθάνουν να διπλασιάζονται όταν γίνονται με βιολογικά κριτήρια.


Αυτό όμως που καθιστά ακόμα πιο ελκυστικές τις καλλιέργειες αυτές είναι η πολύ μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό για ελληνικά αρωματικά φυτά, και αυτό γίνεται αντιληπτό από τις πολύ υψηλότερες τιμές που προσφέρουν σε σχέση με τις ελληνικές μεταποιητικές μονάδες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι προσφορές που δέχονται οι ελληνικές ομάδες παραγωγών είναι διπλάσιες και τριπλάσιες από τις τιμές που προσφέρουν οι εγχώριες εταιρείες.
Πρόκειται για καλλιέργειες που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζονται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα, μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη και αποφέρουν ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη αρωματικών φυτών, που δίνουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.
Παρ' όλο πάντως που η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών στην Ελλάδα δεν είναι άγνωστη εδώ και δεκαετίες, θεωρείται σχετικά νέο πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο.
Το κόστος αγοράς φυτού είναι 0,12-0,2 ευρώ ανά φυτό και για προερχόμενα από ιστοκαλλιέργεια 0,28-0,35 ευρώ ανά φυτό. Ομως στις πολυετείς καλλιέργειες το κόστος για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού βαρύνει κυρίως τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας, καθώς τα επόμενα χρόνια ο παραγωγός μπορεί από τις έτοιμες φυτείες να δημιουργήσει το δικό του πολλαπλασιαστικό υλικό.
Αυτό άλλωστε που προτείνουν οι ειδικοί με τις καλλιέργειες των αρωματικών φυτών είναι ο νεοεισερχόμενος παραγωγός να αρχίσει με περισσότερα του ενός είδη, τόσο ετήσια όσο και πολυετή φυτικά υλικά. Τα ετήσια δίνουν την εμπειρία μέσω του πλήρους κύκλου της καλλιέργειας κατά το πρώτο έτος, από το πολλαπλασιαστικό υλικό έως τη συγκομιδή, καθ' ον χρόνο τα πολυετή αναπτύσσονται, για να δώσουν το μέγιστο και βέλτιστο της παραγωγής τους, συνήθως μετά τον δεύτερο χρόνο.

Συνένωση δυνάμεων
Εκτάσεις τεσσάρων-πέντε συνολικά στρεμμάτων είναι συνήθως πάρα πολύ μικρές για πραγματικά έσοδα, διαθέτοντας χύδην ξηρά αρωματικά φαρμακευτικά φυτά. Για να είναι κερδοφόρες οι πωλήσεις αυτών των υλικών θα πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή τους.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, σημείο-κλειδί για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σύμφωνα με τους γνώστες του τομέα που ειδικεύονται στις καλλιέργειες φαρμακευτικών φυτών, είναι η συνένωση δυνάμεων, με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την από κοινού διάθεση των προϊόντων.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Νίκος Γαβαλάς, τα ελληνικά αρωματικά φυτά χρειάζονται ώθηση από την ελληνική πολιτεία, και γι' αυτό θα πρέπει να προχωρήσει σε ενέργειες όπως η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας προέλευσης των προϊόντων. Επίσης, θα πρέπει να δημιουργηθούν κλώνοι σε αρωματικά φυτά με σταθερή ποιότητα στο έλαιο, έτσι ώστε να υπάρχει γενετικό υλικό με υψηλές προδιαγραφές. Παράλληλα, χρειάζεται να υπάρξει σχεδιασμός για εθνική συμμετοχή σε εκθέσεις προϊόντων του εξωτερικού, ώστε να διαφημιστούν και να προωθηθούν τα ελληνικά προϊόντα για να αποκτηθεί εξαγωγικός προσανατολισμός.
Το στοιχείο, βέβαια, που κάνει ακόμα πιο ελκυστική την καλλιέργεια των φαρμακευτικών φυτών είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές, πράγμα από το οποίο επωφελείται μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών. Συγκεκριμένα:
- Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κ.α.
- Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης είτε σε τζίρο.
- Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.

ΥΨΗΛΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ
Τα 11,5 ευρώ το κιλό φτάνει η τιμή της βιολογικής λεβάντας
Απίστευτες αποδόσεις υπόσχεται η λεβάντα, που σε αποξηραμένη μορφή όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φτάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα.
Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.
Η λεβάντα αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.
Η απόδοση της καλλιέργειας εξαρτάται από το μικροκλίμα, το οποίο επηρεάζεται από το υψόμετρο, την τοπογραφία, το γεωγραφικό πλάτος κ.λπ.
Κατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα ελαφρά χαλικώδη και ασβεστούχα που αποστραγγίζονται καλά. Αριστη τιμή pH για την ανάπτυξή της είναι το 7,1. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η καλλιέργειά αν υπάρχει το φυτό Tussilago farfara (χαμολεύκα), διότι πιστεύεται ότι δηλητηριάζονται τα φυτά της λεβάντας.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια. Η συλλογή πραγματοποιείται με δρεπάνια ή κλαδευτήρια ή με ειδικές μηχανές συλλογής λεβάντας.
Η συλλογή πραγματοποιείται στο στάδιο της πλήρους άνθησης όταν προορίζονται για παραγωγή αιθέριου ελαίου.

Συγκομιδή
Η συγκομιδή ξεκινά νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα. Αν η συλλογή γίνει όψιμα έχουμε ελάττωση του οξικού λιναλυλεστέρα, ενώ αν γίνει πρώιμα περιορίζεται η απόδοση σε αιθέριο έλαιο.
Το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων, όπως σε ποτά, παγωτά, στην κοσμετολογία, στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και στον αρωματισμό χώρων. Πρόσφατα, η αρωματοθεραπεία έγινε πολύ δημοφιλής, όπου το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται ως μυοχαλαρωτικό.
Επίσης, χρησιμοποιείται για την προστασία των ρούχων από τον σκόρο. Εχουν αναφερθεί πολλές θεραπευτικές δράσεις της, όπως ηρεμιστική, σπασμολυτική, αντι-ιική, τοπική αναισθητική και αντιβακτηριδιακή. Το αιθέριο έλαιο έχει αντιοξειδωτική δράση και μπορεί να εφαρμοστεί απευθείας αδιάλυτο στο δέρμα σε αντίθεση με άλλα αιθέρια έλαια.

ΧΑΜΟΜΗΛΙ
Διπλάσιες οι τιμές στις αγορές του εξωτερικού
Η μέση παραγωγή από την καλλιέργεια χαμομηλιού ανέρχεται έως και 100 κιλά αποξηραμένο, ενώ ανάλογα με την ποικιλία του χαμομηλιού, αλλά και ανάλογα με τις συγκεντρώσεις των διάφορων βιοδραστικών συστατικών του στο αιθέριο έλαιο οι τιμές μπορούν να φτάσουν τα 750 ευρώ.
Το βιολογικό αποξηραμένο χαμομήλι πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 8 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης διπλασιάζονται, όταν βέβαια πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Το χαμομήλι είναι ετήσια πόα προερχόμενη από την Ευρώπη και ευδοκιμεί καλύτερα σε πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα σε σχέση με τις ορεινές. Παρουσιάζει αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Το χαμομήλι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στους ανέμους, κυρίως την περίοδο της άνθησής του, γι' αυτό θεωρείται απαραίτητη η τοποθέτηση ανεμοφράκτη ώστε να μειωθεί η ένταση του ανέμου. Τα καλύτερα εδάφη είναι τα αμμοαργιλώδη με αρκετή οργανική ουσία. Στα αμμώδη η ανάπτυξή του περιορίζεται, ενώ ακατάλληλα είναι τα βαριά εδάφη με πολλή υγρασία.
Το χαμομήλι μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ισχυρά όξινα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται στο χωράφι στα πεταχτά ή με σπαρτικές μηχανές σιταριού ή με άλλο είδος μηχανής με κατάλληλη ρύθμιση, ώστε οι γραμμές να απέχουν 40-50 cm.
Η σπορά του βοτάνου αυτού γίνεται από αρχές Οκτωβρίου έως τέλη Φεβρουαρίου. Για να έχουμε ομοιόμορφη σπορά ο σπόρος ανακατεύεται με στεγνή ποταμίσια άμμο.
Πριν από την εγκατάσταση των φυτών στο χωράφι απαιτούνται 1-2 οργώματα έως ότου το χωράφι να είναι καλά ψιλοχωματισμένο. Το χαμομήλι είναι φυτό ξηρικό, αλλά η κανονική εδαφική υγρασία ευνοεί την ανάπτυξή του.
Οι ανάγκες σε λίπανση πρέπει να προσδιοριστούν έπειτα από εδαφολογική ανάλυση. Αν απαιτείται λίπανση, τότε το λίπασμα πρέπει να ρίχνεται σε μικρές ποσότητες ώστε να αποφευχθεί η μεγάλη ανάπτυξη των φυτών που οδηγεί σε υποβάθμιση στην ποιότητα του προϊόντος.
Συνήθως χρησιμοποιείται φωσφορική αμμωνία και θειικό κάλιο. Αν η ποσότητα του αζώτου είναι υψηλή, τότε δημιουργείται μεγάλος αριθμός φύλλων ιδιαίτερα ανεπτυγμένων, με συνέπεια να εμποδίζεται η συλλογή αλλά και να προκαλείται πτώση του φυτού.
Η συλλογή γίνεται με εργαλεία ή μηχανές ειδικές, τον Μάιο. Αν τα άνθη δεν είναι καλά ανοιγμένα και συλλεχθούν, τότε καταστρέφεται η ποιότητα γιατί κατά την αποξήρανση παίρνουν σκούρο χρώμα. Η συλλογή του χαμομηλιού πρέπει να γίνεται αργά το πρωί, ώστε τα φυτά να είναι απαλλαγμένα από τη δροσιά. Απαγορεύεται η συλλογή των φυτών ύστερα από βροχή. Το χαμομήλι δίνει κατά μέσο όρο παραγωγή 300-400 κιλά χλωρά φύλλα ανά στρέμμα και φτάνει έως και 100 κιλά ξηρά φύλλα ανά στρέμμα. Η απόδοση του αιθέριου ελαίου κυμαίνεται συνήθως από 0,2-1,9%.

ΘΥΜΑΡΙ
Ξεπερνούν τα 2.000 ευρώ τα έσοδα ανά στρέμμα
Με την απόδοση στο θυμάρι να είναι σχεδόν τριπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να ξεπεράσουν τα 2.000 ευρώ. Η τιμή πώλησης για το θυμάρι ανέρχεται σε 3 ευρώ το κιλό και φτάνει τα 7-8 ευρώ όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια.
Το θυμάρι είναι ένας μικρός αρωματικός θάμνος που ανήκει στα πολυετή φυτά, με διάρκεια ζωής γύρω στα 7 έτη. Ευδοκιμεί τόσο σε περιοχές θερμές όσο και σε ψυχρές. Αναπτύσσεται σε περιοχές ηλιόλουστες έως μερικά σκιαζόμενες. Σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και νότια έκθεση παρατηρείται υψηλότερη περιεκτικότητα αιθέριου ελαίου.
Αριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του φυτού 17-22 Κελσίου. Καλύτερη απόδοση δίνει σε ασβεστούχα με καλή αποστράγγιση, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη φτωχά-μέτριας γονιμότητας. Είναι ξηρική καλλιέργεια.
Χρειάζεται πότισμα κατά την εγκατάσταση στο χωράφι της καλλιέργειας. Αν υπάρχει δυνατότητα άρδευσης, τότε είναι καλό να ποτιστεί το χωράφι ύστερα από τη συγκομιδή, ώστε να αντεπεξέλθουν τα φυτά καλύτερα μετά το σοκ. Πολλαπλασιασμός με σπόρο: ο σπόρος είναι πολύ μικρός και σπέρνεται σε σπορεία -όπως ο καπνός-, που ετοιμάζονται είτε τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, είτε μέσα Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου.

Πότισμα - μεταφύτευση
Για ένα στρέμμα απαιτείται φυτώριο 5-6 m2. Το θερινό σπορείο μπορεί να χρειάζεται και 2 φορές τη μέρα πότισμα αν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Μεταφυτεύονται στο χωράφι όταν αποκτήσουν ύψος 12-15 cm. Πολλαπλασιασμός με παραφυάδες: είναι πλευρικοί βλαστοί που έχουν ρίζες. Οι παραφυάδες αφαιρούνται από το φυτό και φυτεύονται απευθείας στο χωράφι. Από κάθε φυτό μπορούμε να πάρουμε 10-20 παραφυάδες. Η συλλογή των παραφυάδων γίνεται νωρίς την άνοιξη.
Ο αριθμός φυτών που απαιτείται για ένα στρέμμα ανέρχεται σε 5.500-6.000 φυτά. Η συγκομιδή ξεκινάει από το 2ο έτος. Αν κάνουμε σπορείο τον Αύγουστο, μπορούμε να έχουμε και μια μικρή παραγωγή το πρώτο έτος της τάξης των 40 κιλών. Η συλλογή γίνεται όταν το φυτό είναι σε πλήρη άνθηση με χορτοκοπτικό μηχάνημα και σε ύψος 8-10 εκατοστά πάνω από το έδαφος. Το θυμάρι δεν πρέπει να συλλέγεται ύστερα από βροχή, αλλά πρέπει να περάσει τουλάχιστον μία βδομάδα περίπου για να μπορέσει να γίνει η συλλογή.
Σε αρδευόμενες εκτάσεις μπορούμε να έχουμε 2 συλλογές ανά έτος, αλλά το πότισμα μειώνει την απόδοση σε αιθέριο έλαιο. Η απόδοση σε χλωρή μάζα φτάνει τα 300-400 κιλά ανά στρέμμα που αντιστοιχεί σε 100-150 κιλά ξηρό βάρος ανά στρέμμα, ενώ αν η καλλιέργεια ποτίζεται η απόδοση μπορεί να φτάσει σε χλωρή μάζα τα 700-800 κιλά ανά στρέμμα. Η ποσότητα του θυμαριού που συλλέγεται μεταφέρεται για ξήρανση είτε σε σκιαζόμενο χώρο με καλό αερισμό, είτε σε ξηραντήριο. Στο θυμάρι η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο κυμαίνεται στο 1-3%. Η ποιότητα και η ποσότητα του αιθέριου ελαίου εξαρτώνται από το αρχικό φυτικό υλικό, το στάδιο ωριμότητας στο οποίο γίνεται η συλλογή, το περιβάλλον και τη διαδικασία απόσταξης.


Ο αρωματικός θησαυρός της Ελλάδας

01 Ιουν 2011
Μολονότι η Ελλάδα διαθέτει χιλιάδες αρωματικά φυτά και βότανα και θα μπορούσε να είναι σήμερα παγκόσμιος κολοσσός στη βιομηχανία φυσικών καλλυντικών, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έβαλε πλώρη, πρώτα για να πείσει την ελληνική αγορά κι έπειτα για να διεισδύσει στις διεθνείς, έχοντας απέναντί της γιγάντιες πολυεθνικές εταιρείες, που κυριαρχούν στα συμβατικά καλλυντικά.
Εξαιτίας της κυριαρχίας της χημείας στον 20ό αιώνα, το ενδιαφέρον του αγροτικού πληθυσμού για τα αρωματικά φυτά και βότανα για πολλά χρόνια παρέμενε περιορισμένο και μόνο για οικιακή χρήση, κυρίως για αφεψήματα και όχι για καλλυντικά. Το ενδιαφέρον για τα αρωματικά βότανα και φυτά αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την αλλαγή νοοτροπίας που οδήγησε στην ορθολογικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στον περιορισμό της χρήσης χημικών πρόσθετων στην κοσμητολογία.
Βιοποικιλότητα
Η χώρα μας είναι απ'τις πλουσιότερες της Ευρώπης και του κόσμου σε βιοποικιλότητα, εξηγεί η Ελένη Μαλούπα, ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, υπεύθυνη του Βαλκανικού Βοτανικού Κήπου Κρουσσίων και εθνική εκπρόσωπος για τη διατήρηση των αυτοφυών εκτός τόπου.
«Τα αυτοφυή φυτά της Ελλάδας είναι περίπου 6.000 φυτικά είδη και υποείδη, τα οποία αποτελούν σχεδόν το 50% των αυτοφυών φυτών της Ευρώπης! Εξ αυτών, τα 700 είδη είναι ενδημικά, δηλαδή δεν τα βρίσκουμε πουθενά αλλού στον κόσμο, ενώ περίπου 20% είναι αρωματικά ή και φαρμακευτικά φυτά. Σημαντικός αριθμός των ελληνικών φυτικών ειδών παρουσιάζουν πτητικά συστατικά, που κυρίως ανήκουν στην ομάδα των τερπενίων και είναι υπεύθυνα για τις αρωματικές τους ιδιότητες», λέει.
Στην Αγγλία ευδοκιμούν μόλις 800 είδη και υποείδη φυτών και η Ελλάδα είναι η 3η χώρα σε παγκόσμια κατάταξη, δεδομένου του αριθμού ενδημικών φυτών, ανάλογα με το γεωγραφικό της μέγεθος!
Βεβαίως, η απουσία πολιτικής βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού για δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα γνωστά βαρίδια της ελληνικής πραγματικότητας (γραφειοκρατία, πολυνομία, προβλήματα στην αδειοδότηση), άφησε στην τύχη τους και χωρίς κατάρτιση τους αγρότες, που θα μπορούσαν σήμερα να έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα από καλλιεργήσιμα ελληνικά αρωματικά βότανα και φυτά. Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι 5 φορές μικρότερο από το μέσο ευρωπαϊκό, ενώ ανοιχτή πληγή παραμένει η παράνομη συλλογή ελληνικών βοτάνων από ξένες εταιρείες, μέσω τρίτων.
Μελέτη
Βοτανοσυλλέκτες, παραγωγοί, γεωπόνοι, φυτωριούχοι ώς και βιομήχανοι παλεύουν μόνοι τους σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά άκρως ανταγωνιστική, όπου οι τρίτες χώρες εισέρχονται με κακής ποιότητας προϊόντα, κοστίζουν όμως 10 φορές λιγότερο, είτε διότι δεν είναι βιολογικά είτε λόγω μεροκάματων πείνας.
Το 2002, έγινε ολοκληρωμένη μελέτη απ'το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για τις «Επενδυτικές δυνατότητες των αρωματικών φυτών». Εκτοτε, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν όσον αφορά τη δημιουργία υποδομών για ενδιαφερόμενους επενδυτές (παρατηρητήριο, βάση δεδομένων, θεσμικό πλαίσιο κ.λπ.). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συμβουλευτική υπηρεσία στον αγροτικό τομέα, παρ' ότι επίκειται να θεσμοθετηθεί, ενώ με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες, υποστηρίζουν αγρότες, η ανοργανωσιά μεγάλωσε.
Κράτη, ακόμη και γειτονικά, παρεμβαίνουν σε διεθνείς εκθέσεις για τη συμμετοχή εταιρειών του κλάδου, παρέχοντας επιχορηγήσεις, υλικό, τεχνική υποστήριξη, κ.λπ. Στην Ελλάδα, τονίζουν παραγωγοί, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το κόστος συμμετοχής σε εκθέσεις είναι δυσβάσταχτο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την εικόνα μας στη διεθνή αγορά.
Δειλά βήματα
Τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν δειλά βήματα, στο πλαίσιο κυρίως της συμβολαιακής γεωργίας, δηλαδή από ιδιώτες-αγρότες, αγροτικούς συνεταιρισμούς και συλλέκτες βοτάνων, που υπογράφουν με ελληνικές εταιρείες ότι η παραγωγή τους θ'απορροφηθεί. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αρωματικών Φυτών Αγρινίου «Ανθήρ» συστάθηκε από Ομάδα Παραγωγών της περιοχής, αφού η καπνοκαλλιέργεια σταμάτησε. Η Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου έχει δημιουργήσει υποδομές για αρωματικά φυτά και βότανα, τα οποία προορίζονται για φαρμακευτική χρήση, οι μαστιχοπαραγωγοί της Χίου κι οι κροκοπαραγωγοί της Κοζάνης έχουν κάνει σημαντικά βήματα, ενώ υπάρχουν διάσπαρτοι ιδιώτες μικροί παραγωγοί.
Τα αρωματικά φυτά δεν αποδίδουν αμέσως παραγωγή· γεγονός που ιδίως για τους μικρούς παραγωγούς θέτει ζήτημα επιβίωσης. Ο αγροτικός κόσμος κατά κανόνα δεν θέλησε ν'ασχοληθεί με τα αρωματικά φυτά και γι'άλλους λόγους: άγνοια, αδυναμία απορρόφησης της παραγωγής στον δευτερογενή τομέα, μικρό εισόδημα, υψηλό κοστολόγιο, απουσία επιδοτήσεων και υποδομών, αδυναμία σύνδεσης του προϊόντος με τον τουρισμό.
«Η άγνοια μάλιστα ωθεί συχνά Ελληνες και ξένους να κακοποιούν τον εθνικό μας πλούτο, συλλέγοντας άτσαλα ακόμη και τη γνωστή σε όλους μας ρίγανη, που χρησιμοποιείται, πέρα από τη μαγειρική και την ιατρική και στην αρωματοποιία», εξηγεί η Ελένη Μαλούπα.
Σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας υπάρχουν για: θυμάρι, φασκόμηλο, χαμομήλι, ταραξάκο, υπερικό (βαλσαμόχορτο), λουίζα, βαλεριάνα, λεβάντα και τσάι του βουνού.
Το ελληνικό καλλυντικό προέρχεται κατά κανόνα από βιολογικές καλλιέργειες και η παραγωγή του κοστίζει 10 φορές περισσότερο.
Ηγετικό ρόλο στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών κατέχουν οι χώρες της Ασίας, ενώ ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και Γαλλία αποτελούν τους κύριους αγοραστές. Τα μεγαλύτερα κέντρα εμπορίου είναι η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Αμβούργο.
ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
(Πηγή: enet.gr, 28/05/2011)

Άρθρα της ίδιας κατηγορίας (Περιβάλλον - Φύση)

  • 2.500 δέντρα μεταμορφώνουν τον Κεραμεικό 18/09/2012
  • Mεταλλαγμένες πεταλούδες στη Φουκουσίμα 15/08/2012
  • Γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι «αρχίζει να χάνει τη μάχη με τα έντομα» 12/03/2012
  • Μύγα-παράσιτο μετατρέπει τις μέλισσες σε ζόμπι 10/01/2012
  • Ο Ασωπός ποταμός «πνίγεται» στο εξασθενές χρώμιο 10/01/2012
  • «Ανθεκτικότερα» στις κλιματικές αλλαγές τα δάση της Αφρικής 10/01/2012
  • Ο αρωματικός θησαυρός της Ελλάδας 01/06/2011
  • Έπειτα από 13 χρόνια στο χώμα, τα τζιτζίκια επιδράμουν στον αμερικανικό νότο 17/05/2011
  • H Γη αντιμέτωπη με την έκτη μαζική εξαφάνιση ειδών 16/05/2011
  • Φύκη εναντίον πυρηνικών αποβλήτων 07/04/2011
  • Η Γη εκτός ελέγχου 30/01/2011
  • Προβληματισμός στην Ε.Ε. για το φαινόμενο του θανάτου των μελισσών 27/01/2011
  • «Δύο πακέτα την ημέρα» στους πνεύμονες της Γης 02/01/2011
  • Kαλλιέργεια ανακλαστικών φυτών για τη διαχείριση της ηλιακής ακτινοβολίας 01/12/2010
  • Βομβαρδισμός με νυχτοπεταλούδες εξολοθρεύει εχθρό του βαμβακιού 10/11/2010
  • Εξαιτίας της κυριαρχίας της χημείας στον 20ό αιώνα, το ενδιαφέρον του αγροτικού πληθυσμού για τα αρωματικά φυτά και βότανα για πολλά χρόνια παρέμενε περιορισμένο και μόνο για οικιακή χρήση, κυρίως για αφεψήματα και όχι για καλλυντικά. Το ενδιαφέρον για τα αρωματικά βότανα και φυτά αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την αλλαγή νοοτροπίας που οδήγησε στην ορθολογικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στον περιορισμό της χρήσης χημικών πρόσθετων στην κοσμητολογία.
    Βιοποικιλότητα
    Η χώρα μας είναι απ'τις πλουσιότερες της Ευρώπης και του κόσμου σε βιοποικιλότητα, εξηγεί η Ελένη Μαλούπα, ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, υπεύθυνη του Βαλκανικού Βοτανικού Κήπου Κρουσσίων και εθνική εκπρόσωπος για τη διατήρηση των αυτοφυών εκτός τόπου.
    «Τα αυτοφυή φυτά της Ελλάδας είναι περίπου 6.000 φυτικά είδη και υποείδη, τα οποία αποτελούν σχεδόν το 50% των αυτοφυών φυτών της Ευρώπης! Εξ αυτών, τα 700 είδη είναι ενδημικά, δηλαδή δεν τα βρίσκουμε πουθενά αλλού στον κόσμο, ενώ περίπου 20% είναι αρωματικά ή και φαρμακευτικά φυτά. Σημαντικός αριθμός των ελληνικών φυτικών ειδών παρουσιάζουν πτητικά συστατικά, που κυρίως ανήκουν στην ομάδα των τερπενίων και είναι υπεύθυνα για τις αρωματικές τους ιδιότητες», λέει.
    Στην Αγγλία ευδοκιμούν μόλις 800 είδη και υποείδη φυτών και η Ελλάδα είναι η 3η χώρα σε παγκόσμια κατάταξη, δεδομένου του αριθμού ενδημικών φυτών, ανάλογα με το γεωγραφικό της μέγεθος!
    Βεβαίως, η απουσία πολιτικής βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού για δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα γνωστά βαρίδια της ελληνικής πραγματικότητας (γραφειοκρατία, πολυνομία, προβλήματα στην αδειοδότηση), άφησε στην τύχη τους και χωρίς κατάρτιση τους αγρότες, που θα μπορούσαν σήμερα να έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα από καλλιεργήσιμα ελληνικά αρωματικά βότανα και φυτά. Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι 5 φορές μικρότερο από το μέσο ευρωπαϊκό, ενώ ανοιχτή πληγή παραμένει η παράνομη συλλογή ελληνικών βοτάνων από ξένες εταιρείες, μέσω τρίτων.
    Μελέτη
    Βοτανοσυλλέκτες, παραγωγοί, γεωπόνοι, φυτωριούχοι ώς και βιομήχανοι παλεύουν μόνοι τους σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά άκρως ανταγωνιστική, όπου οι τρίτες χώρες εισέρχονται με κακής ποιότητας προϊόντα, κοστίζουν όμως 10 φορές λιγότερο, είτε διότι δεν είναι βιολογικά είτε λόγω μεροκάματων πείνας.
    Το 2002, έγινε ολοκληρωμένη μελέτη απ'το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για τις «Επενδυτικές δυνατότητες των αρωματικών φυτών». Εκτοτε, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν όσον αφορά τη δημιουργία υποδομών για ενδιαφερόμενους επενδυτές (παρατηρητήριο, βάση δεδομένων, θεσμικό πλαίσιο κ.λπ.). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συμβουλευτική υπηρεσία στον αγροτικό τομέα, παρ' ότι επίκειται να θεσμοθετηθεί, ενώ με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες, υποστηρίζουν αγρότες, η ανοργανωσιά μεγάλωσε.
    Κράτη, ακόμη και γειτονικά, παρεμβαίνουν σε διεθνείς εκθέσεις για τη συμμετοχή εταιρειών του κλάδου, παρέχοντας επιχορηγήσεις, υλικό, τεχνική υποστήριξη, κ.λπ. Στην Ελλάδα, τονίζουν παραγωγοί, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το κόστος συμμετοχής σε εκθέσεις είναι δυσβάσταχτο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την εικόνα μας στη διεθνή αγορά.
    Δειλά βήματα
    Τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν δειλά βήματα, στο πλαίσιο κυρίως της συμβολαιακής γεωργίας, δηλαδή από ιδιώτες-αγρότες, αγροτικούς συνεταιρισμούς και συλλέκτες βοτάνων, που υπογράφουν με ελληνικές εταιρείες ότι η παραγωγή τους θ'απορροφηθεί. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αρωματικών Φυτών Αγρινίου «Ανθήρ» συστάθηκε από Ομάδα Παραγωγών της περιοχής, αφού η καπνοκαλλιέργεια σταμάτησε. Η Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου έχει δημιουργήσει υποδομές για αρωματικά φυτά και βότανα, τα οποία προορίζονται για φαρμακευτική χρήση, οι μαστιχοπαραγωγοί της Χίου κι οι κροκοπαραγωγοί της Κοζάνης έχουν κάνει σημαντικά βήματα, ενώ υπάρχουν διάσπαρτοι ιδιώτες μικροί παραγωγοί.
    Τα αρωματικά φυτά δεν αποδίδουν αμέσως παραγωγή· γεγονός που ιδίως για τους μικρούς παραγωγούς θέτει ζήτημα επιβίωσης. Ο αγροτικός κόσμος κατά κανόνα δεν θέλησε ν'ασχοληθεί με τα αρωματικά φυτά και γι'άλλους λόγους: άγνοια, αδυναμία απορρόφησης της παραγωγής στον δευτερογενή τομέα, μικρό εισόδημα, υψηλό κοστολόγιο, απουσία επιδοτήσεων και υποδομών, αδυναμία σύνδεσης του προϊόντος με τον τουρισμό.
    «Η άγνοια μάλιστα ωθεί συχνά Ελληνες και ξένους να κακοποιούν τον εθνικό μας πλούτο, συλλέγοντας άτσαλα ακόμη και τη γνωστή σε όλους μας ρίγανη, που χρησιμοποιείται, πέρα από τη μαγειρική και την ιατρική και στην αρωματοποιία», εξηγεί η Ελένη Μαλούπα.
    Σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στο πλαίσιο της συμβολαιακής γεωργίας υπάρχουν για: θυμάρι, φασκόμηλο, χαμομήλι, ταραξάκο, υπερικό (βαλσαμόχορτο), λουίζα, βαλεριάνα, λεβάντα και τσάι του βουνού.
    Το ελληνικό καλλυντικό προέρχεται κατά κανόνα από βιολογικές καλλιέργειες και η παραγωγή του κοστίζει 10 φορές περισσότερο.
    Ηγετικό ρόλο στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών κατέχουν οι χώρες της Ασίας, ενώ ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και Γαλλία αποτελούν τους κύριους αγοραστές. Τα μεγαλύτερα κέντρα εμπορίου είναι η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Αμβούργο.

    ΑΝΝΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ
    (Πηγή: enet.gr, 28/05/2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου