29 Μαΐου 2013

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. 



«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον εστί, και ο στίχος αυτός συμπυκνώνει το σύνολο της πολιτισμικής ελληνικής δημιουργίας και προσφοράς στην παγκόσμια κοινότητα.
Χρειαζόταν η οικονομική κρίση του καιρού μας για να ξαναφέρει στο φως το τι έχει προσφέρει το «φτωχικό σπίτι» μας στην ανθρωπότητα ­­–γνωστά όλα και παραδεκτά– και να σκαλίσει τους σκονισμένους τόμους στα ράφια των επιφανών βιβλιοθηκών για να αναδείξει την έξωθεν μαρτυρία. Έτσι, τον τελευταίο καιρό, όλο και πιο συχνά ανακαλύπτουμε, μάλλον ανακαλύπτουμε εκ νέου, τι έχουν κατά καιρούς πει επιφανείς Ευρωπαίοι.
Η αρχή γίνεται με τον Φρίντριχ Νίτσε που επανέρχεται για να μας θυμίσει πως: «Οτιδήποτε κι αν [οι Δυτικοευρωπαίοι] δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα […]. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους [Έλληνες], οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με "Αχίλλειο πήδημα"».
Ένας άλλος Φρίντριχ, ο Σίλερ, Γερμανός ποιητής, δραματουργός, ιστορικός και κριτικός, «καταριέται» τους Έλληνες, με έναν τρόπο όμως που τους επαινεί ταυτοχρόνως. Αυτό το ελληνιστί «σχήμα οξύμωρον» έχει ως εξής:
Καταραμένε Έλληνα,
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω την ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση.
Γιατί να σ' αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δε μ' αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε είχε πει: «Μένω εκστατικός μπροστά στο όραμα της ελληνικής αρχαιότητας». «Θέλω να δημιουργήσω μια Ελλάδα από τα μέσα μου». Διαβάζοντας Πίνδαρο αναφώνησε: «“Επικρατείν χρη” είδα το φως». Θεωρεί ότι ο Όμηρος «με τον Αχιλλέα και τον Οδυσσέα, τον γενναιότερο και τον εξυπνότερο των ανδρών, έδωσε πλήρη περιγραφή του ανδρικού φύλου» και ότι τα έπη του Ομήρου επιζούν δίπλα στη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως «κοσμικό ευαγγέλιο». Αναφωνεί: «Οι Έλληνες είναι συγγενείς μου, είναι δάσκαλοί μου. Τους θαυμάζω σαν άφθαστες διάνοιες της φράσεως και της γραμμής, καθώς και για τον ιδεώδη βίο τους». «Ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για το σώμα, είναι η Ελλάδα για την ανθρωπότητα».
Παρομοίως ο Χέλντερλιν, ο φιλλέληνας, ελληνολάτρης ποιητής, που θαμπώθηκε από την Ελλάδα, «χτυπημένος» από τις τέχνες, την ομορφιά και το φως, και γι’ αυτό αποκλήθηκε «Aπoλλωνoχτυπημένoς», «με το ίδιο πνεύμα στράφηκε προς τους θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού». Όταν είδε το κακό να πλησιάζει, ανέκραξε: «Και οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό!» [«Wozu Dichter in dürftiger Zeit!»] Την απάντηση σ’ αυτή την κραυγή την έχει δώσει αιώνες πριν ο Αριστοφάνης, ο οποίος με όχημα το μύθο μίλησε για την Ιστορία ευφυέστατα στην κωμωδία του Βάτραχοι, όπου οι ήρωές του αναζητούν στον Κάτω Κόσμο, για να τον φέρουν στον Επάνω, τον ποιητή που εκφράζει το ήθος.
Ο Γιώργος Σεφέρης, δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοφάνη και εκατό χρόνια μετά τον Χέλντερλιν, απαντά στο ερώτημα με την παρατήρηση ότι «τα καλά έργα της τέχνης νομοθετούν» και «διδάσκουν», κι ένας αληθινός ποιητής μπορεί να «οδηγεί ακόμα και πολιτικά, πολύ καλύτερα από πολλούς δημόσιους ρήτορες». Και ο Ελύτης, όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ρόλος του ποιητή, απάντησε: «Να ρίχνει σταγόνες φως μες στο σκοτάδι. Να γίνεται, με το παράδειγμα της ζωής και του έργου του, πρότυπο καθαρότητας. Που σημαίνει, να μη συμβιβάζεται με ανθρώπους ή καταστάσεις που δεν εγκρίνει». Να θυμίσω ότι ο Μπετόβεν άλλαξε τον τίτλο της τρίτης συμφωνίας του που ήταν αφιερωμένη στον Ναπολέοντα σε Ηρωική, επειδή διαφώνησε με τις πρακτικές του μεγάλου στρατηγού.
Το όραμα του Ελύτη ήταν να μιλήσει μια γλώσσα που θα κάνει τους υπόλοιπους να θελήσουν να τη μάθουν. «Η μεγάλη ποίηση θα μείνει βουβή για τους άλλους», έλεγε, «ως τη στιγμή που θα γίνει πραγματικότητα, ο μόνος νόμιμος τρόπος. Να μάθουν οι ξένοι ελληνικά. Μη με πάρετε για αφελή ή παραδοξολόγο. Αναφέρομαι σε έννοιες, νύξεις κι αισθήσεις που είναι τόσο αποκλειστικά ελληνικές, ώστε ο ξένος δεν έχει καν τις προσλαμβάνουσες να τις πλησιάσει».
Οι επιφανείς Ευρωπαίοι που αναφέραμε ήξεραν ελληνικά και είχαν κοινωνήσει των μυστηρίων του ελληνικού πολιτισμού τόσο, που η πολιτισμική τους ταυτότητα να έχει διαποτιστεί και σφραγιστεί από την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Και ο Ζίγκμουντ Φρόιντ ερεύνησε την ανθρώπινη ψυχή μελετώντας τους ήρωες της αρχαίας τραγωδίας.
Σήμερα, που ζούμε στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, έχει επισημανθεί πως μόνο η ελληνική γλώσσα παρέχει σε όλες τις επιστήμες τις εκφράσεις που χρειάζονται και χωρίς τις οποίες δεν μπορούν να προχωρήσουν. Γι’ αυτό και οι Ισπανοί ευρωβουλευτές ζήτησαν να καθιερωθεί η ελληνική γλώσσα ως η επίσημη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι το να μιλά κανείς για Ενωμένη Ευρώπη χωρίς την ελληνική είναι σαν να μιλά σε έναν τυφλό για χρώματα… Οι Βρετανοί επιχειρηματίες, πάλι, προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη να μάθουν αρχαία ελληνικά «επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων». Και οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι «η ελληνική γλώσσα ενισχύει τη λογική και τονώνει τις ηγετικές ικανότητες. Γι' αυτό έχει μεγάλη αξία, όχι μόνο στην πληροφορική και στην υψηλή τεχνολογία, αλλά και στον τομέα οργάνωσης και διοίκησης». Ο καθηγητής Μπρούνερ, στην Αμερική, υπεύθυνος του Προγράμματος «Ίβυκος», λέει: «Σε όποιον απορεί γιατί τόσα εκατομμύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της ελληνικής απαντούμε: “Μα πρόκειται για τη γλώσσα των προγόνων μας! Και η επαφή μας μ' αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας”». Κι εδώ θα δανειστώ τα λόγια του Γιώργου Μπαμπινιώτη, ο οποίος υποστηρίζει πως είναι φυσικό να έχουμε ένα «γλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό» ο οποίος εκκινεί από «το ρόλο που έπαιξε αρχικά στη διαμόρφωση και έκφραση των εννοιών του Δυτικού [ευρωπαϊκού] πολιτισμού η [αρχαία] ελληνική, και τον οποίο πρέπει ή μπορεί να ξαναπαίξει στον πολιτισμό και στην παιδεία της Ευρώπης».
Και δεν είναι μόνο η αρχαία ελληνική αλλά και η νέα. Είναι μεγάλο το ρεύμα των ελληνιστών οι οποίοι πιστεύουν ότι η μελέτη της νέας ελληνικής έχει πολλά να προσφέρει στην παγκόσμια κοινότητα. Ανάμεσά τους ο Ολλανδός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής Κρίστιαν Έσελιν (1859-1941) που αγωνίστηκε για τη διάδοση και τη μελέτη των νεοελληνικών σπουδών στην Ευρώπη, επειδή διέβλεπε τη σημασία που μπορούσε να διαδραματίσει στη Δύση και το νέο ελληνικό πνεύμα, όπως το αρχαίο. Γι’ αυτό συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες, μεταξύ των οποίων ο Ψυχάρης, ο Πολίτης, ο Τριανταφυλλίδης, ο Κουκουλές, ο Χατζιδάκης. Κατά τον Έσελιν, οι Ευρωπαίοι έπρεπε να στραφούν προς το Βυζάντιο και τη νεότερη Ελλάδα γιατί είχαν πολλά να πάρουν.
Ο Κλοντ Φοριέλ ήταν εκείνος που εξέδωσε τα δημοτικά μας τραγούδια, πολλά από τα οποία αναφέρονται στα πάθη και τα βάσανα των «κλεφτών». Στην έκδοση περιλαμβάνεται και ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Σολωμού. Το αυτό έγινε αργότερα από τον Πάσοβ. Η δημοσίευση αυτών των τραγουδιών συγκίνησε την Ευρώπη και δύο μεγάλοι μουσουργοί ασχολήθηκαν με την Ελλάδα. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γράφει συμφωνικό έργο Στα ερείπια των Αθηνών και ο Boημός συνθέτης Αντονίν Λεοπόλντ Ντβόρζακ, συγκινημένος από τα παθήματα του ελληνικού λαού, μελοποίησε τα τραγούδια «Ο Κόλλιας», «Ο βοσκός και οι νεράιδες» και το «Μοιρολόι της Πάργας».
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή το 1980 ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Γνώριζε απταίστως αρχαία ελληνικά και λατινικά. Η αγάπη της ήταν μεγάλη τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Ασχολήθηκε με την ελληνική ποίηση και επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης Το στεφάνι και η λύρα (1979). Εξέδωσε το δοκίμιο Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη (μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη) και επηρεάστηκε από τους ελληνικούς μύθους στα έργα της όπως Η Ηλέκτρα ή η αφαίρεση των προσωπείων, Το μυστήριο της Άλκηστης, Ποιος δεν έχει το Μινώταυρό του;
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί, η πρώτη γυναίκα στην έδρα της Επιγραφικής και της Φιλολογίας και η δεύτερη γυναίκα, μετά τη Γιουρσενάρ, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ήταν θαυμάστρια της ελληνικής σκέψης. Οι εργασίες της καλύπτουν όλο το φάσμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σ’ αυτήν ανήκει η φράση: «Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε».
Ο Ζακ Λακαριέρ και ο Χένρι Μίλερ είναι δυο περιπτώσεις ανθρώπων τόσο εξαιρετικές, ώστε θα έπρεπε να γίνει ειδικό αφιέρωμα στην ελληνολατρία τους. «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η Γη περιλαμβάνει τόσο πολλά», αναφέρει κάπου ο Μίλερ. «Περπάτησα τυφλός, με διστακτικά βήματα. Ήμουν περήφανος και υπερφίαλος, εγκλωβισμένος στη ζωή του ανθρώπου της πόλης. Το φως της Ελλάδας άνοιξε τα μάτια μου, διαπέρασε τους πόρους μου, επεξέτεινε όλο μου το είναι. Επέστρεψα στον κόσμο… Οι φίλοι που έκανα στη Ελλάδα ήταν Έλληνες· είμαι περήφανος γι’ αυτό και το θεωρώ τιμή μου που μ’ έχουν φίλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου